Πιστεύει κανείς ακόμα στην ουκρανική νίκη;

Ενώ η Μόσχα κάνει μεγάλες επενδύσεις στην άμυνα, η Ουκρανία έχει κολλήσει (στο πεδίο της μάχης) και το ίδιο ισχύει και για το αμερικανικό πακέτο βοήθειας, γράφει η δημοσιογράφος του Foreign PolicyAmy Mackinnon. "Η Ουκρανία θα χάσει - με την παρούσα πορεία μας", λέει ο Niall Ferguson, ανώτερος συνεργάτης του Κέντρου Ευρωπαϊκών Σπουδών του Χάρβαρντ, σε συνέντευξη του John Anderson, πρώην αναπληρωτή πρωθυπουργού της Αυστραλίας.

Uriel Araujo, ερευνητής με έμφαση στις διεθνείς και εθνοτικές συγκρούσεις

Σύμφωνα με τον Ferguson, μέχρι στιγμής η Δύση υπό την ηγεσία των ΗΠΑ έχει δώσει στο Κίεβο αρκετά όπλα "για να μην χάσει, αλλά όχι αρκετά για να κερδίσει". Επιπλέον, το "ενδιαφέρον" των Ηνωμένων Πολιτειών είναι "σαφώς μειωμένο, ιδίως "μεταξύ των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων και των Ρεπουμπλικανών πολιτικών", σε σημείο που η αμερικανική βοήθεια προς τη χώρα της Ανατολικής Ευρώπης "θα μπορούσε να διακοπεί εάν ο Ντόναλντ Τραμπ επανεκλεγεί πρόεδρος τον Νοέμβριο του 2024". Σε αυτό το σενάριο, λέει, είναι δύσκολο να δει κανείς πώς θα μπορούσε να κερδίσει η Ουκρανία. Επιπλέον, ισχυρίζεται, οι ίδιοι οι Ουκρανοί παραδέχονται ότι έχουν επιτύχει πλέον ένα "αδιέξοδο", και όσον αφορά τους πόρους είναι "ο Δαυίδ εναντίον του Γολιάθ", με τον τελευταίο να είναι, όλο και περισσότερο, "το πιθανό φαβορί". Αν η Ρωσία είναι, "για να το θέσουμε πολύ, πολύ μετριοπαθώς", σε θέση να "διατηρήσει τον έλεγχο" των τμημάτων της Ουκρανίας που ήδη έχει, αυτό θα είναι "η πρώτη μεγάλη ήττα του Β' Ψυχρού Πολέμου, για τη Δύση". Λαμβάνοντας υπόψη όλη τη δυτική προπαγάνδα υπέρ του Ζελένσκι, όλες τις "ομιλίες", την "υποστήριξη" και τις "υποσχέσεις" που δόθηκαν, αν η Ουκρανία "χάσει", η αξιοπιστία της Δύσης θα υπονομευθεί σε μεγάλο βαθμό, αιτιολογεί πειστικά ο Fergunson.

Εν τω μεταξύ, εάν προκύψει μια "ολομέτωπη πολυμετωπική επίθεση κατά του Ισραήλ" στη Μέση Ανατολή και οι ΗΠΑ αποτύχουν να αναλάβουν ουσιαστική δράση, τότε ο εμπειρογνώμονας υποστηρίζει, κάπως λιγότερο πειστικά, πως θα ήταν "έκπληξη" εάν ο Σι Τζινπίνγκ "δεν εκμεταλλευόταν την ευκαιρία να προσθέσει την Ταϊβάν στο στρατηγικό μείγμα" - και, στο σενάριο ενός κινεζικού αποκλεισμού της Ταϊβάν, θα ήταν "μάλλον δύσκολο να σταλεί άλλη μια μεγάλη ναυτική αποστολή στον Ειρηνικό", λόγω του κινδύνου "εχθροπραξιών" ΗΠΑ-Κίνας σε αυτή την περίπτωση, που τότε θα σήμαινε έναν "πολύ μεγαλύτερο πόλεμο από οτιδήποτε έχουμε δει μέχρι σήμερα". Αυτό που δεν αναγνωρίζει ο Φέργκιουσον είναι ότι οι εντάσεις με την Ταϊβάν προέκυψαν μετά από μια σειρά αμερικανικών προκλήσεων και πως η σημερινή κρίση στο Λεβάντε και την Ερυθρά Θάλασσα είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της αποφασιστικότητας της Δύσης να συνεχίσει να βοηθά και να χρηματοδοτεί τον ισραηλινό σύμμαχό της, ακόμη και μπροστά στην καταστροφική και καταδικασμένη παγκοσμίως εκστρατεία εθνοκάθαρσης του τελευταίου στην Παλαιστίνη.

Επιστρέφοντας στις προοπτικές της ουκρανικής σύγκρουσης, ο Mark Episkopos, ερευνητής Ευρασίας στο Quincy Institute for Responsible Statecraft, γράφει πως, σε αυτό το σημείο, "δεν έχει απομείνει κανένα μαγικό όπλο" και ότι "οι υποστηρικτές" του Κιέβου (και στις "δύο πλευρές του Ατλαντικού") δεν έχουν "καμία ρεαλιστική θεωρία νίκης" που να υπολογίζει "τις άσχημες συνθήκες" που αντιμετωπίζει η Ουκρανία και έτσι αδυνατούν να προσφέρουν "ένα βιώσιμο πλαίσιο τερματισμού του πολέμου με τους καλύτερους δυνατούς όρους για το Κίεβο και τη Δύση". Στο ίδιο πνεύμα, ο Τζέιμς Σταυρίδης, πρώην Ανώτατος Συμμαχικός Διοικητής του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, δε βλέπει άλλο μέλλον για την Ουκρανία εκτός από μια συμφωνία "γη έναντι ειρήνης".

Επιστρέφοντας στην προαναφερθείσα συνέντευξη του Φέργκιουσον, ο Σκωτσέζος-Αμερικανός ιστορικός καταλήγει, από αγγλοδυτική σκοπιά, στο συμπέρασμα ότι "αυτή είναι μια πολύ επικίνδυνη στιγμή στην παγκόσμια ιστορία" και "έχουμε σκοντάψει σε αυτήν, εν μέρει ξεχνώντας τα μαθήματα του Ψυχρού Πολέμου Ι", δηλαδή πως πρέπει να υπάρχει "αξιόπιστη αποτροπή". Η αποτροπή αυτή, όπως θρηνεί, έχει χαθεί. Όπως έχω γράψει, η Δύση δεν έχει τέτοια αποτροπή ούτε έναντι του Ιράν στη Μέση Ανατολή.

Όπως συμβαίνει συχνά, παρά την όποια κριτική μπορεί να ασκεί κανείς στον Ρώσο πρόεδρο και στις επιλογές του που αφορούν την εκστρατεία της Μόσχας στην Ουκρανία, κάτι λείπει από τη συζήτηση για την κρίση, δηλαδή οποιαδήποτε αναφορά στον ρόλο της Δύσης που την προκάλεσε τουλάχιστον εν μέρει με την επέκταση του ΝΑΤΟ ή, για το θέμα αυτό, οποιαδήποτε αναφορά στη δυτική ωραιοποίηση και υποστήριξη του ακροδεξιού παραστρατιωτικού εθνικισμού στην Ουκρανία - ο οποίος συχνά είναι νεοφασιστικός - μετά την επανάσταση του Μαϊντάν και στο ρόλο που έπαιξε αυτός ο παράγοντας στον πόλεμο στο Ντονμπάς (που συνεχίζεται από το 2014), για να μην αναφέρουμε το ζήτημα των πολιτικών δικαιωμάτων των εθνοτικών Ρώσων, των ρωσόφωνων και των φιλορώσων στην Ουκρανία μετά την προαναφερθείσα Μαϊντάν.

Σε κάθε περίπτωση, η Ουάσινγκτον δεν έχει "σκοντάψει" μόνο στην Ανατολική Ευρώπη. Έχει επίσης "κολλήσει", όπως έγραψα, στη Μέση Ανατολή, όπου δρα ως αναποφάσιστη παρακμάζουσα υπερδύναμη, "διχασμένη", όπως είναι, σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα του Economist, "μεταξύ του να φύγει ή να μείνει και δεν μπορεί να αποφασίσει τι να κάνει με τις δυνάμεις που εξακολουθεί να έχει στην περιοχή".

Τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο πρώην υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Robert M. Gates περιέγραψε τη χώρα του ως μια "διχασμένη" και "δυσλειτουργική υπερδύναμη", ανίκανη να αποτρέψει τόσο την Κίνα όσο και τη Ρωσία. "Διχασμένη", "κολλημένη", "διχασμένη" - η αναποφασιστικότητα θα μπορούσε πραγματικά να είναι μια λέξη-κλειδί όσον αφορά την υπαρξιακή κρίση που στοιχειώνει τον αμερικανικό εξαιρετισμό: Η Ουάσινγκτον μοιάζει ανίκανη να αποφασίσει, για παράδειγμα, όπως το θέτει ο Τζέρι Χέντριξ (πρώην σύμβουλος ανώτερων αξιωματούχων του Πενταγώνου), αν επιθυμεί να διατηρήσει την παρακμάζουσα ναυτική ηγεμονία της, ως θαλάσσια δύναμη, με τους όρους του Μακίντερ, ή να συνεχίσει να εμπλέκεται σε χερσαίους πολέμους στην Ευρασία στον αγώνα της για την "Heartland". Δεν μπορεί να αποφασίσει αν θα στρέψει την προσοχή της από τη Μέση Ανατολή προς την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού (IPR) ή αν θα "μείνει" στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Φαίνεται να θέλει πάντα και τα δύο, όπως υλοποιείται στις διάφορες εκδοχές της φόρμουλας της "διπλής ανάσχεσης" - που τώρα εφαρμόζεται ταυτόχρονα τόσο στο Πεκίνο όσο και στη Μόσχα.

Έτσι, υπερβαίνοντας το ζήτημα της Ουκρανίας, είναι καιρός να αναγνωρίσουμε πως η παρακμάζουσα αμερικανική υπερδύναμη είναι σήμερα υπερφορτωμένη και καταπονημένη, σύμφωνα με τα λόγια του Stephen Wertheim, ότι η πολιτική της "διπλής ανάσχεσης" καθιστά τον κόσμο πολύ λιγότερο σταθερό και πως η Ουάσινγκτον πρέπει συνεπώς να επιδείξει αυτοσυγκράτηση.

* Σε συνεργασία infobrics.org με τη Freepen.gr / Απόδοση στα ελληνικά Freepen.gr

Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail