Άλλο εξυπηρετήσιμο, άλλο βιώσιμο χρέος

 

Ακόμη και με πολύ αισιόδοξα κριτήρια, το δημόσιο χρέος μας δεν είναι βιώσιμο – ούτε αυτό της Ιταλίας. Θα μπορούσε βέβαια να μετατραπεί σε βιώσιμο θεωρητικά, εάν μειωνόταν το επιτόκιο διαχρονικά, με τη στήριξη της ΕΚΤ –  χωρίς την επιβολή πρωτογενών πλεονασμάτων, έτσι ώστε κάποια στιγμή ο ρυθμός ανάπτυξης να το υπερβεί. Απαιτείται όμως πολύ χρόνος, αφού οι προβλέψεις όσον αφορά το μέσο ρυθμό ανάπτυξης πριν την πανδημία ήταν στο 1,5% – οπότε είναι δεδομένη η κλιμάκωση του. Η χώρα μας, εάν υποθέσουμε πως θα έχει ρυθμό ανάπτυξης 6% το 2022, συγκυριακά βέβαια λόγω των μεγάλων τουριστικών εσόδων και του πληθωρισμού, θα έχει μέσον όρο 2020 έως 2022 στο 2,23% – αλλά μακροπρόθεσμα δεν θα διατηρηθεί. Επομένως είναι μονόδρομος η ανάγκη παγώματος ενός μεγάλου μέρους του – προτού καταστραφεί εντελώς η Ελλάδα. Εάν δε διαχειριστούμε σωστά το πρόβλημα, έτσι ώστε να καταλάβει η ΕΕ πως χρειάζεται περισσότερο την Ελλάδα, από ότι η Ελλάδα την ΕΕ, μπορούμε να τα καταφέρουμε – ποτέ όμως εάν πιστεύουμε το αντίθετο, συνεχίζοντας την πολιτική της υποτέλειας και των υποκλίσεων που θα ολοκληρώσουν την καταστροφή. Παράλληλα, απαιτείται προφανώς και η διαγραφή μέρους του κόκκινου ιδιωτικού χρέους, το οποίο δεν είναι ούτε βιώσιμο, ούτε εξυπηρετήσιμο, έχοντας υπερβεί τα 265 δις €  – προτού χαθεί ολόκληρη η ιδιωτική μας περιουσία.

Από: analyst.gr - Βασίλης Βιλιάρδος

Ανάλυση

Σε μία πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή, ο υπουργός οικονομικών ισχυρίσθηκε πως το δημόσιο χρέος μας (394,2 δις € του κεντρικού κράτους στις 31.06.22) είναι βιώσιμο – απλά και μόνο επειδή η Ελλάδα μπορεί να πληρώνει τους τόκους, έχοντας εξασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη αποπληρωμή του, με την έννοια πως η μεσοσταθμική διάρκεια της είναι τα 18,2 έτη (από 20,5 όμως το 2019), ενώ στον επίσημο τομέα οφείλεται το 76% (πηγή). Δυστυχώς βέβαια με υπέρογκα ανταλλάγματα – όπως η υποθήκευση της για 99 χρόνια, η υποχρέωση ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας της που μεταφέρθηκε στο Υπερταμείο των ξένων, το αγγλικό δίκαιο, η παράδοση του ονόματος της Μακεδονίας στα Σκόπια κοκ.

Εν τούτοις, το δημόσιο χρέος μας δεν είναι βιώσιμο, αλλά απλά εξυπηρετίσημο – ενώ βιώσιμο θα ήταν (α) εάν μειωνόταν σταθερά και όχι ευκαιριακά, όπως το 2022, καθώς επίσης (β) εάν είμαστε σε θέση να δανειζόμαστε χωρίς τη στήριξη της ΕΚΤ. Εννοούμε βέβαια το δανεισμό  για να μπορούμε να διεξάγουμε παραγωγικές επενδύσεις, έτσι ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, οπότε οι μισθοί των εργαζομένων και να μην έχουμε θηριώδη εμπορικά ελλείμματα – τα οποία στο πρώτο επτάμηνο του 2022 έφτασαν στα 20,6 δις € (γράφημα).

Τα ελλείμματα αυτά έχουν ήδη «κάψει» τα αυξημένα συγκυριακά τουριστικά μας έσοδα ολόκληρου του 2022 – με αποτέλεσμα την περαιτέρω άνοδο του εξωτερικού μας χρέους που έχει υπερβεί τα 565 δις € ή το 300% του ΑΕΠ μας! Δυστυχώς δε, η κυβέρνηση συνεχίζει τη σπατάλη με δανεικά – χωρίς να δημιουργεί «ρεζέρβες» για το 2023 που προβλέπεται εξαιρετικά δύσκολο, με ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη να βυθίζεται στο στασιμοπληθωρισμό.

Ο πληθωρισμός προσφοράς, η άνοδος των τιμών δηλαδή, η αύξηση των βασικών επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες που θα περιορίσει τις επενδύσεις και την κατανάλωση, ενώ θα δημιουργήσει προβλήματα στα υπερχρεωμένα κράτη, επιχειρήσεις και νοικοκυριά,  καθώς επίσης οι ανοδικές τιμές της ενέργειας που θα προκαλέσουν μία αλυσιδωτή αντίδραση σε πολλούς τομείς, δεν προδιαγράφουν ένα ήρεμο μέλλον – ενώ η Ελλάδα είναι εντελώς ανοχύρωτη, με το επιτόκιο των δεκαετών ομολόγων της στο 4,6% τώρα και με τα πενταετή CDS (= δείκτης πιθανότητας χρεοκοπίας) στο 1,67% (πηγή).

Ελπίζουμε πάντως να παραμείνει και το 2023 η ρήτρα διαφυγής στην ΕΕ, η οποία αποφασίσθηκε για την αντιμετώπιση της πανδημίας – αφού η επιστροφή στο παλαιό δημοσιονομικό σύμφωνο δεν θα ήταν μόνο πολιτικά καταστροφική αλλά, επίσης, αντιπαραγωγική. Ακόμη καλύτερα, πρέπει να υπάρξει μία σοβαρή βελτίωση του ευρωπαϊκού συμφώνου – μία καλύτερη δημοσιονομική αρχιτεκτονική, αφού διαφορετικά η διάλυση της Ευρωζώνης δεν αποφεύγεται.

Ταυτόχρονα το πάγωμα μέρους των χρεών εκ μέρους της ΕΚΤ (ανάλυση), λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα τεράστια προβλήματα του τραπεζικού συστήματος, καθώς επίσης του Ευρωσυστήματος (πηγή) – τα οποία έχουν επιδεινωθεί σε μεγάλο βαθμό από την ενεργειακή κρίση που θα διαρκέσει αρκετά χρόνια, εάν δεν τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Το υφιστάμενο δημοσιονομικό σύμφωνο

Συνεχίζοντας υπενθυμίζουμε ότι, σύμφωνα με το υφιστάμενο δημοσιονομικό σύμφωνο, ο κανόνας είναι ένας δομικά σχεδόν ισοσκελισμένος προϋπολογισμός – ο οποίος επιτρέπεται να έχει έλλειμμα έως 0,5%, μόνο όταν το δημόσιο χρέος είναι 60% του ΑΕΠ ή λιγότερο. Εάν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε απαιτούνται δομικά πλεονάσματα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα – κάτι που βασίζεται στην οικονομική υπόθεση ότι, τα επιτόκια του δημοσίου χρέους (r) είναι πάντοτε υψηλότερα μακροπρόθεσμα από το ρυθμό ανάπτυξης (g). Δηλαδή στο r>g.

Η υπόθεση αυτή προέρχεται από τη νεοκλασική οικονομική θεωρία – ενώ επιβεβαιωνόταν εμπειρικά στις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης έως τη χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά όχι στις Η.Π.Α. ή σε άλλα κράτη. Η σχέση λοιπόν r>g, όταν το επιτόκιο δηλαδή είναι μεγαλύτερο από το ρυθμό ανάπτυξης, οδηγεί σε συνεχώς αυξανόμενα χρέη, εάν δεν εξισορροπούνται από πρωτογενή πλεονάσματα  – όπως γνωρίζουμε πολύ καλά από την πολιτική που επιβλήθηκε στην Ελλάδα.

Εν προκειμένω, εάν το δημόσιο χρέος είναι στο 60% του ΑΕΠ και τα επιτόκια 1-2% πάνω από το μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης, τότε απαιτούνται πρωτογενή πλεονάσματα από 0,6% έως 1,2% σε γενικές γραμμές – για να μην υπάρξει άνοδος του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Η αντίθετη εξέλιξη, δηλαδή το g>r, δεν προβλέπεται – ούτε το g=r.

Τέλος, εάν επέστρεφε η Ευρωζώνη στους παλαιούς κανόνες, προφανώς επειδή θα επικρατούσε ξανά η υπόθεση r>g και τα μακροπρόθεσμα επιτόκια θα ήταν όπως πριν 1% υψηλότερα από το ρυθμό ανάπτυξης, τότε θα χρειαζόταν κατά μέσον όρο ένα συνεχόμενο πρωτογενές πλεόνασμα από επίσης 1% – για να διατηρηθεί το δημόσιο χρέος στο σημερινό 102% του ΑΕΠ. Εάν ο στόχος δε ήταν η μείωση του στο 60%, θα έπρεπε να προστεθεί ακόμη 1-2%, φτάνοντας στο 3% – όπως ακριβώς στην περίπτωση της Ελλάδας. Κάτι τέτοιο όμως δεν το θέλει καμία χώρα – έχοντας την τρομακτική εμπειρία της δικής μας περιπέτειας.

Η εναλλακτική θεωρία

Περαιτέρω, υπάρχουν πολλές αμφιβολίες σχετικά με τη νεοκλασική υπόθεση r>g σε μακροπρόθεσμη βάση – όπου εάν ισχύει το αντίθετο, το g>r, δηλαδή εάν ο ρυθμός ανάπτυξης μακροπρόθεσμα είναι μεγαλύτερος από το επιτόκιο, τότε μπορούν να παράγονται πρωτογενή πλεονάσματα συνεχώς, χωρίς να αυξάνεται το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ.

Σύμφωνα τώρα με το γνωστό οικονομολόγο E. Domar (πηγή), το επίπεδο του δημοσίου χρέους εξαρτάται από το «διαφορικό» r–g και από το πρωτογενές πλεόνασμα – κάτι που στην ουσία είναι αυτονόητο. Ειδικότερα, τα δημόσια χρέη αποπληρώνονται υπό φυσιολογικές συνθήκες, με την ανάληψη νέων χρεών – οπότε το απόλυτο μέγεθος τους παραμένει το ίδιο. Δηλαδή, για να πληρώσει ένα κράτος ομόλογα αξίας 10 δις € που λήγουν, εκδίδει καινούργια 10 δις € – γεγονός που σημαίνει πως το χρέος ανακυκλώνεται.

Εάν όμως αυξάνονται τα επιτόκια, αυξάνεται το νέο χρέος – οπότε ανάλογα το ύψος του δημοσίου χρέους, εάν οι υπόλοιποι συντελεστές παραμείνουν σταθεροί. Εάν αυξάνεται το ΑΕΠ, τότε ο παρονομαστής της σχέσης Χρέος/ΑΕΠ αυξάνεται, οπότε το ποσοστό του χρέους μειώνεται. Σε μία τέτοια περίπτωση, ο λειτουργικός ρυθμιστικός μηχανισμός θα έπρεπε να είναι το πρωτογενές πλεόνασμα και όχι το διαρθρωτικό ισοζύγιο – ενώ ρύθμιση θα πρέπει να μεταβάλλεται, όταν αλλάζουν τα επιτόκια (r) και ο ρυθμός ανάπτυξης (g).

Επί πλέον, τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που επιτυγχάνονται μέσω της μείωσης των δημοσίων δαπανών ή/και της αύξησης των φόρων, μειώνουν τη συνολική ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών, οπότε το ρυθμό ανάπτυξης και το ΑΕΠ. Απόδειξη ξανά η Ελλάδα, το ΑΕΠ της οποίας μειώθηκε από περίπου 240 δις € στα 165 δις € το 2020 (πάνω από 30%).

Το ερώτημα εν προκειμένω δεν είναι άλλο από το ποια θα ήταν η λογική «άγκυρα» για τη σταθερότητα των δημοσίων χρεών των κρατών της Ευρωζώνης και ποιος το μέγεθος του λειτουργικού μηχανισμού ρύθμισης. Ως «άγκυρα» πάντως δεν είναι κατάλληλο το μικτό ποσοστό του χρέους, αλλά σίγουρα η επιβάρυνση των τόκων του κράτους – όπου εάν είναι υψηλοί, θα πρέπει να μειωθούν οι δαπάνες ή/και να αυξηθούν οι φόροι.

Εκτός αυτού τα δημόσια χρέη, οπότε τα ελλείμματα, δεν πρέπει να προκαλούν πληθωρισμό ή αποπληθωρισμό μεγαλύτερο του στόχου. Εν προκειμένω, η βιωσιμότητα του χρέους ορίζεται από την ουδέτερα πληθωριστικά, από την καθαρή δηλαδή επιβάρυνση των χρεών – η οποία υπολογίζεται με τον εξής τύπο: επιβάρυνση των τόκων (z) = επιτόκιο (r) Χ χρέος (d).

Z = R x D

Από τον τύπο αυτό φαίνεται καθαρά πως το δημόσιο χρέος δεν είναι καθόλου αδιάφορο, μη σχετικό – ενώ συμπληρώνεται από το μέσο επιτόκιο του συνόλου των χρεών, οπότε λαμβάνεται υπ’ όψιν κάθε πιθανή σχέση του r και του g. Με βάση τα παραπάνω, το ανώτατο όριο για την επιβάρυνση των τόκων, το σημείο συναγερμού δηλαδή, τοποθετείται στο 3% του ΑΕΠ περίπου ή στο 6-7,5% των δημοσίων δαπανών – όπου η επιβάρυνση των χωρών της Ευρωζώνης ως προς το ΑΕΠ τους φαίνεται στο γράφημα που ακολουθεί.

Όπως διαπιστώνεται, με κριτήριο το μέσον όρο και υπό τη συγκεκριμένη, αισιόδοξη οπτική γωνία, το χρέος της Ευρωζώνης είναι βιώσιμο – αφού η μέση μικτή δαπάνη για τόκους ευρίσκεται στο 1,6% του ΑΕΠ. Εν τούτοις, η Πορτογαλία είναι στα όρια του 3%, ενώ η Ελλάδα και η Ιταλία τα έχουν υπερβεί. Με τις μικτές δαπάνες τώρα στην Ελλάδα για το 2021 στα 67 δις € και με τους τόκους στα 6 δις € περίπου, το δεύτερο ποσοστό πλησιάζει το 9% – γεγονός που σημαίνει πως έχει υπερβεί και αυτό το όριο.

Επίλογος

Συμπερασματικά λοιπόν, ακόμη και με τα συγκεκριμένα πολύ αισιόδοξα κριτήρια, το δημόσιο χρέος μας δεν είναι βιώσιμο – ούτε αυτό της Ιταλίας. Θα μπορούσε βέβαια να μετατραπεί σε βιώσιμο θεωρητικά, εάν μειωνόταν το επιτόκιο διαχρονικά, με τη στήριξη της ΕΚΤ –  χωρίς την επιβολή πρωτογενών πλεονασμάτων, έτσι ώστε κάποια στιγμή ο ρυθμός ανάπτυξης να το υπερβεί. Απαιτείται όμως πολύ χρόνος, αφού οι προβλέψεις όσον αφορά το μέσο ρυθμό ανάπτυξης πριν τον Covid ήταν στο 1,5% – οπότε είναι δεδομένη η κλιμάκωση του.

Η χώρα μας, εάν υποθέσουμε πως θα έχει ρυθμό ανάπτυξης 6% το 2022, συγκυριακά βέβαια λόγω του τουρισμού και του πληθωρισμού, θα έχει μέσον όρο 2020 έως 2022 στο 2,23% – αλλά μακροπρόθεσμα δεν θα διατηρηθεί.

Επομένως είναι μονόδρομος η ανάγκη παγώματος ενός μεγάλου μέρους του – προτού καταστραφεί εντελώς η Ελλάδα. Εάν δε διαχειριστούμε σωστά το πρόβλημα, έτσι ώστε να καταλάβει η ΕΕ πως χρειάζεται περισσότερο την Ελλάδα, από ότι η Ελλάδα την ΕΕ, μπορούμε να τα καταφέρουμε – ποτέ όμως εάν πιστεύουμε το αντίθετο, συνεχίζοντας την πολιτική της υποτέλειας και των υποκλίσεων που θα ολοκληρώσουν την καταστροφή.

Παράλληλα, απαιτείται προφανώς και η διαγραφή μέρους του κόκκινου ιδιωτικού χρέους, το οποίο δεν είναι ούτε βιώσιμο, ούτε εξυπηρετίσημο, έχοντας υπερβεί τα 265 δις €  – προτού χαθεί ολόκληρη η ιδιωτική μας περιουσία.

Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail