Η ΕΕ σε πορεία γεωπολιτικής διάλυσης

Το χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης είναι το μεγαλύτερο εδώ και δεκαετίες – ενώ θα παραμείνει ως έχει στο άμεσο μέλλον. Άλλωστε, η Δυτική Ευρώπη έχει κάθε συμφέρον να μειώσει την εξάρτηση της από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, καθώς επίσης να επιτύχει μία διπλωματική λύση στον πόλεμο της Ουκρανίας – ενώ, όπως υποστήριξε ο Macron, να ομαλοποιήσει ξανά την ασφάλεια της ηπείρου και τις οικονομικές της σχέσεις με τη Ρωσία. Από την άλλη πλευρά, η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη έχει κάθε λόγο να φοβάται τη Ρωσία – οπότε να καλλιεργεί στενότερους δεσμούς με τις ΗΠΑ και με το ΝΑΤΟ. Ως εκ τούτου, είναι δύσκολο μα φαντασθεί κανείς πώς θα μπορούσαν να συμφιλιωθούν, να ταιριάξουν τα συμφέροντα των δύο ευρωπαϊκών περιοχών – ιδιαίτερα εντός των πλαισίων της πολιτικής της ΕΕ. Επομένως, εάν χώρες όπως η Γαλλία ή η Γερμανία επιδιώκουν σοβαρά τη στρατηγική τους αυτονομία, είναι πιθανόν να το κάνουν μόνες τους – ενδεχομένως οι δυο τους από κοινού, όπως σχεδιάζει η Πολωνία με την Ουκρανία. Σε κάθε περίπτωση, οι φιλοδοξίες της Πολωνίας συμπίπτουν ακριβώς με τις αμερικανικές φιλοδοξίες – με την έννοια πως οι ΗΠΑ θέλουν να μετατοπίσουν την ισορροπία δυνάμεων, από την «παλαιά» προς τη «νέα» Ευρώπη. Το γεγονός αυτό επεξηγεί γιατί οι ΗΠΑ υποστήριξαν τόσο γρήγορα και σε τέτοιο βαθμό την Πολωνία – αδιαφορώντας (εάν όχι επιδιώκοντας), για την περαιτέρω διαίρεση της ηπείρου μας, πιστές στο αξίωμα του «διαίρει και βασίλευε». Οι ΗΠΑ πάντως και η Δυτική Ευρώπη, ακολουθούν πια διαφορετικούς δρόμους – οπότε το μέλλον είναι αβέβαιο.

Από: analyst.gr

Ανάλυση

Για πολλά μπορεί να κατηγορήσει κανείς τον E. Macron, αλλά σίγουρα όχι για την έκκληση του προς την ΕΕ – σύμφωνα με την οποία οφείλει να μειώσει την εξάρτηση της από τις ΗΠΑ και να προωθήσει τη δική της «στρατηγική αυτονομία». Εν τούτοις, οι πολιτικοί ηγέτες τόσο στην Ευρώπη, όσο και στις ΗΠΑ, αντέδρασαν με έναν μάλλον ανεξέλεγκτο τρόπο – χωρίς να έχουν καταλάβει ότι, αναφερόταν λιγότερο στις σχέσεις της ΕΕ με τις ΗΠΑ και περισσότερο στις ενδοευρωπαϊκές σχέσεις.

Βέβαια είναι γεγονός πως η «Ευρώπη», για την οποία μιλάει ο Macron, δεν υπάρχει πια – εάν υποθέσουμε πως υπήρχε κάποτε. Στα χαρτιά, σχεδόν ολόκληρη η ήπειρος μας θα μπορούσε να ενωθεί κάτω από μία υπερεθνική σημαία: αυτήν της ΕΕ – κάτι που όμως αποτελεί παρελθόν, με την έννοια πως η υφιστάμενη σημαία σκίζεται σιγά σιγά, θυμίζοντας το BREXIT, την πρόθεση της Σουηδίας σήμερα να ακολουθήσει μία ανάλογη πορεία με τη Μ. Βρετανία, κυρίως όμως τη στάση της Ανατολικής Ευρώπης.

Ειδικότερα, εκτός από τα οικονομικά και πολιτιστικά «ρήγματα» που ταλαιπωρούσαν ανέκαθεν την ΕΕ, ο πόλεμος στην Ουκρανία πυροδότησε ακόμη ένα – το τεράστιο ρήγμα που έχει επανεμφανισθεί, κατά μήκος των συνόρων που κάποτε αποτελούσαν το «Σιδηρούν Παραπέτασμα». Εν προκειμένω, ο παλαιός ανταγωνισμός Ανατολής και Δύσης στην ήπειρο μας, επέστρεψε με πλήρη ισχύ – ενώ φαίνεται πολύ καθαρά από τις αντικρουόμενες δηλώσεις, στα σχόλια του Macron.

Εδώ, ο Βέλγος πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (C. Michel) ανέφερε ότι, η θέση του Γάλλου Προέδρου είναι σύμφωνη με αυτήν πολλών δυτικοευρωπαίων ηγετών – συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Αντίθετα, ο Πολωνός πρωθυπουργός δήλωσε πως «η συμμαχία με τις ΗΠΑ είναι το απόλυτο θεμέλιο της ασφάλειας μας…αντί να καθορισθεί η στρατηγική αυτονομία από τους Αμερικανούς, προτείνω μία στρατηγική εταιρική σχέση με τις ΗΠΑ» – κάτι που αντανακλά τις θέσεις των περισσοτέρων χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (ΚΑΕ).

Εύλογα συμπεραίνεται λοιπόν ότι, δεν πρόκειται για μία διαφωνία τακτικής ή, έστω, στρατηγικής – αλλά για δύο υπαρξιακά αντίθετα οράματα. Το γεγονός αυτό βέβαια δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη – αφού το χάσμα Ανατολής και Δύσης αποτελούσε ένα από τα καθοριστικά γεωγραφικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της Ευρώπης, για πολλούς αιώνες.

Το τέλος πάντως του Ψυχρού Πολέμου, καθώς επίσης η ένταξη των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στην ΕΕ σταδιακά, «χαιρετίσθηκε» ως η πολυαναμενόμενη επιστροφή στην Ευρώπη των «μετακομμουνιστικών» χωρών. Επικρατούσε δε ευρέως η πεποίθηση πως το «ουμανιστικό σχέδιο» της ΕΕ, θα εξαφάνιζε όλες τις σημαντικές κοινωνικές και πολιτιστικές διαφορές, μεταξύ της Δυτικής και της Κεντροανατολικής Ευρώπης – κάτι που σήμαινε ότι, η τελευταία θα σύγκλινε αργά προς την πρώτη.

Σε κάθε περίπτωση, λογικά ένα τέτοιο αλαζονικό εάν όχι «ιμπεριαλιστικό όραμα», ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία – όπως φάνηκε γρήγορα, από τις εντάσεις και τις αντιφάσεις μεταξύ των δύο περιοχών της ηπείρου μας, οι οποίες κλιμακώνονταν διαρκώς. Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, εάν δεν θεωρηθεί ως το 17ο ομοσπονδιακό κρατίδιο της Γερμανίας, τότε έχει τη θέση του Πουέρτο Ρίκο της Ευρωζώνης – δυστυχώς (ανάλυση).

Το Ρωσικό ζήτημα

Συνεχίζοντας, ένα πρώιμο σημείο διαμάχης ήταν φυσικά το ρωσικό ζήτημα (ανάλυση) – ξεκινώντας από το ότι, μετά την απελευθέρωση τους από τη σοβιετική κατοχή, αρκετές χώρες της ΚΑΕ, ιδιαίτερα αυτές που συνορεύουν ή είναι κοντά με τη Ρωσία, παρέμειναν καχύποπτες σχετικά με τις γεωστρατηγικές προσθέσεις της Ρωσίας.

Αντίθετα, τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης, κυρίως η Γερμανία, είχαν επεκτείνει τις οικονομικές σχέσεις τους με τη Ρωσία – ιδίως στον ενεργειακό τομέα. Ορισμένοι δε σχεδίαζαν ακόμη και να οικοδομήσουν ένα ολοκληρωμένο «Ευρασιατικό μπλοκ» – το οποίο θα μπορούσε θεωρητικά να εκτείνεται από τη Λισαβόνα έως το Βλαδιβοστόκ, αποτελώντας ανέκαθεν τον εφιάλτη των ΗΠΑ.

Από την πλευρά της κεντρικής και ανατολικής ευρωπαϊκής οπτικής γωνίας τώρα, ένα τέτοιο εγχείρημα φαντάζει μεν τρελό, αλλά από την πλευρά των δυτικοευρωπαίων είχε λογική – με κριτήριο τους ισχυρούς ιστορικούς, πολιτιστικούς, ακόμη και ιδεολογικούς δεσμούς μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης και της Ρωσίας, καθώς επίσης με τις χώρες που είχαν ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα.

Από την πλευρά των ΗΠΑ τώρα, με την πάροδο των ετών τροφοδότησαν περαιτέρω τον ενδοευρωπαϊκό διχασμό – θυμίζοντας πως το 2003, στις παραμονές του πολέμου με το Ιράκ, ο D, Rumsfeld δυσφήμιζε τη Γαλλία και τη Γερμανία, ως την «παλαιά Ευρώπη». Απέναντι της αντιπαρέβαλλε τη ζωτικότητα της «νέας Ευρώπης» – των χωρών της ΚΑΕ που σύντομα επρόκειτο να γίνουν δεκτές στο ΝΑΤΟ (έχοντας ορισμένες λεηλατηθεί από το ΔΝΤ), λέγοντας πως το κέντρο βάρους μετατοπίζεται προς τα ανατολικά.

Με δεδομένο δε το ότι, αρκετές χώρες της ΚΑΕ και ιδίως η Πολωνία, για προφανείς λόγους, έτρεφαν ιστορικές δυσαρέσκειες κατά της Γερμανίας, καθώς επίσης σοβαρές ανησυχίες για το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός γερμανορωσικού άξονα, ο Nord Stream είχε απορριφθεί σχεδόν ομόφωνα από όλα τα κράτη της ΚΑΕ – ενώ η ενσωμάτωση της Ανατολής στη γερμανική αλυσίδα αξίας, η οποία θεωρείται ως επιτυχία της ΕΕ, ενίσχυσε την αμφίθυμη σχέση της περιοχής με τη Γερμανία.

Εν προκειμένω, η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη επωφελήθηκε μεν από το γεγονός ότι, αποτέλεσε μέρος της ισχυρής γερμανικής «αλυσίδας συναρμολόγησης», αλλά δημιουργήθηκαν παράλληλα φόβοι, απέναντι σε έναν «γερμανοευρωπαϊκό οικονομικό ιμπεριαλισμό» – με αποτέλεσμα πολλές χώρες της ΚΑΕ να μην θελήσουν να ενταχθούν στην Ευρωζώνη.

Το βελούδινο παραπέτασμα

Περαιτέρω, οι ισχυρότεροι διαχωρισμοί μεταξύ της Δύσης και της Ανατολής, εμφανίσθηκαν κυρίως σε πολιτιστικά θέματα – όχι σε οικονομικά ή γεωπολιτικά. Στο θέμα αυτό, ο Samuel Huntington ήταν ο πρώτος που προέβλεψε το 1993 ότι, το Σιδηρούν παραπέτασμα που χώριζε ιδεολογικά και πολιτικά την Ευρώπη για περίπου μισό αιώνα, θα αντικαθίστατο από το «βελούδινο παραπέτασμα» του πολιτισμού – γράφοντας πως η Δυτική Ευρώπη ήταν κατά κύριο λόγο Καθολική, Προτεσταντική και Αγγλικανική, ενώ η Ανατολική Ευρώπη Ορθόδοξη, με αποτέλεσμα την εμφάνιση πολύ διαφορετικών κοινωνικών αξιών.

Ειδικότερα, ενώ η Δυτική Ευρώπη έχει αναπτύξει μία πιο ατομικιστική και κοσμική κουλτούρα που εκτιμάει τα φιλελεύθερα δικαιώματα και τις ελευθερίες γενικότερα, η Ανατολική Ευρώπη είχε ιστορικά μία πιο κολεκτιβιστική και οικογενειακή κουλτούρα – με μεγαλύτερη έμφαση στην οικογένεια, στην κοινότητα, στις κοινωνικές σχέσεις και στη Θρησκεία. Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο δε, οι χώρες της ΚΑΕ επιδίωξαν μεν μία ισχυρότερη πολιτική και κοινωνική προσέγγιση με τη Δύση, αλλά συνέχισαν να υπάρχουν διαφορές –  κυρίως σε θέματα μετανάστευσης, αμβλώσεων, ομοφυλοφιλικών δικαιωμάτων και εθνικής κυριαρχίας (ένας διαχωρισμός που συναντάται εν μέρει και εντός της Ελλάδας, ιδιαίτερα μεταξύ της βόρειας και νότιας).

Τα τελευταία χρόνια τώρα, οι επιθετικές προσπάθειες της ΕΕ να επιβάλλει τις περιεκτικές και κοινωνικά προοδευτικές αξίες της σε ολόκληρη την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, οδήγησαν σε μία όλο και μεγαλύτερη αντίσταση, με συνεχώς αυξανόμενη αυτοπεποίθηση – τροφοδοτούμενη βέβαια και από τις ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα είναι μία κρίση σχέσεων μεταξύ της ΕΕ και των χωρών της ΚΑΕ, καθώς επίσης ο αυξημένος συντονισμός μεταξύ των χωρών της ΚΑΕ, για την ενίσχυση της αυτονομίας τους – για παράδειγμα, στα πλαίσια της ομάδας των κρατών του Visegrad (Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία και Σλοβακία) και της πρωτοβουλίας «Τρεις Θάλασσες».

Έως πρόσφατα δε, η κίνηση προς την «ανελεύθερη» ή «μεταφιλελεύθερη» δημοκρατία, σε διάφορες χώρες της ΚΑΕ, κυρίως στην Ουγγαρία και στην Πολωνία, θεωρούταν ως μία από τις μεγαλύτερες απειλές για την ΕΕ – ενώ αυτές οι χώρες χαρακτηρίζονταν ως «bêtes noires» (μαύρα θηρία).

Εν τούτοις, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία που στην ουσία «υποδαυλίσθηκε», χωρίς φυσικά να την δικαιολογεί, από τις ΗΠΑ και την A. Merkel (η τελευταία θεωρούταν ανέκαθεν αμερικανόφιλη, ενώ η στάση της δεν είναι συνώνυμη με αυτήν της Γερμανίας), άλλαξε τα πάντα – αφού μέσα σε μία νύχτα η Πολωνία, η Σλοβακία, η Ουγγαρία και η Ρουμανία, τα άμεσα σύνορα της ΕΕ δηλαδή, μετατράπηκαν σε εμπόλεμη ζώνη.

Η εισβολή αύξησε επίσης τη γεωστρατηγική σημασία των χωρών που συνορεύουν με τη Ρωσία και με την ελεγχόμενη της Λευκορωσία – δηλαδή της Λιθουανίας, της Λετονίας, της Εσθονίας και της Φινλανδίας. Επίσης των κρατών που «βλέπουν» στον στρατηγικής σημασίας Δρόμο της Βόρειας Θάλασσας – της Νορβηγίας και της Σουηδίας.

Με απλά λόγια, η σύγκρουση έχει μετατοπίσει δραστικά τη γεωπολιτική ισορροπία των δυνάμεων στην Ευρώπη – από τα δυτικά προς τα ανατολικά και εν μέρει προς τα βόρεια. Εύλογα λοιπόν όλα αυτά τα κράτη βιώνουν μία άνευ προηγουμένου διεθνή προσοχή – καθώς επίσης μία οικονομική υποστήριξη και, κυρίως, πολεμικούς εξοπλισμούς.

Η Πολωνία ως αναδυόμενη περιφερειακή δύναμη

Συνεχίζοντας, ο αριθμός των Αμερικανών στρατιωτών στις χώρες της ΚΑΕ έχει υπερδιπλασιασθεί, σε πάνω από 14.000 – ενώ οι περισσότεροι από αυτούς, περίπου 10.000, ευρίσκονται στη χώρα που επωφελήθηκε περισσότερο από αυτές τις εξελίξεις, στην Πολωνία. Η Πολωνία δε, ως το μεγαλύτερο και πλουσιότερο έθνος στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, η 6η οικονομία της ΕΕ, φιλοδοξεί από πολλά χρόνια να πρωταγωνιστήσει στο κεντρικό και βορειοανατολικό τεταρτημόριο – το οποίο μπορεί να αντισταθμίσει τόσο τη Ρωσία, όσο και τον γαλλογερμανικό άξονα.

Η εισβολή τώρα της Ρωσίας στην Ουκρανία, προώθησε σε πολύ μεγάλο βαθμό την παραπάνω φιλοδοξία της – ενώ ήταν ανέκαθεν ένθερμος υποστηρικτής των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, διαθέτοντας έναν από τους ισχυρότερους στρατούς στην Ευρώπη πριν ακόμη από την εισβολή. Πέρυσι λοιπόν ξεκίνησε ένα τεράστιο σχέδιο επανεξοπλισμού, με στόχο τη δημιουργία ενός στρατού υψηλής τεχνολογίας 300.000 ατόμων – έτσι ώστε να εξελιχθεί στην στρατιωτική υπερδύναμη της Ευρώπης.

Κρίσιμο σημείο εδώ είναι το ότι, η συγκεκριμένη στρατηγική είναι εναντίον τόσο της Γερμανίας (και της ΕΕ), όσο και της Ρωσίας – σημειώνοντας πως τον περασμένο Αύγουστο ο Πολωνός υπουργός εξωτερικών, ο Z. Rau, συνέκρινε τον «ρωσικό ιμπεριαλισμό» με τις «ιμπεριαλιστικές πρακτικές εντός της ΕΕ», κατηγορώντας προφανώς τη Γερμανία. Την ίδια στιγμή, η Πολωνία έχει δεχθεί εκατομμύρια Ουκρανούς πρόσφυγες – ενώ παρείχε στην Ουκρανία εκατοντάδες τανκς και άλλα οπλικά συστήματα, συμπεριλαμβανομένων κάποιων πολεμικών αεροσκαφών MIG-29.

Εκτός αυτού, μετά την απόφαση των ΗΠΑ να καταστήσουν την Πολωνία μόνιμη βάση για τα V Corps (πηγή) του αμερικανικού στρατού, τα οποία διοικούν τις χερσαίες δυνάμεις στην ανατολική πλευρά των ΗΠΑ, η χώρα έχει γίνει ουσιαστικά ο υλικοτεχνικός κόμβος στήριξης του ΝΑΤΟ, στον πόλεμο της Ουκρανίας – κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρα αντιληπτή η θέση της, ως μία αναδυόμενη περιφερειακή δύναμη.

Τον προηγούμενο μήνα δε, ο πρέσβης της Πολωνίας στη Γαλλία άφησε να εννοηθεί ότι, η χώρα του θα μπορούσε σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης να συμμετάσχει στη σύγκρουση της Ουκρανίας – ενώ υπάρχει στην Πολωνία μία ζωηρή αντιπαράθεση (debate), σχετικά με το εάν θα πρέπει να σχηματίσει η χώρα μαζί με την Ουκρανία, ένα ομοσπονδιακό ή συνομοσπονδιακό κράτος.

Σε κάθε περίπτωση, οι φιλοδοξίες της Πολωνίας συμπίπτουν ακριβώς με τις αμερικανικές φιλοδοξίες – με την έννοια πως οι ΗΠΑ θέλουν να μετατοπίσουν την ισορροπία δυνάμεων, από την «παλαιά» προς τη «νέα» Ευρώπη. Το γεγονός αυτό επεξηγεί γιατί οι ΗΠΑ υποστήριξαν τόσο γρήγορα και σε τέτοιο βαθμό την Πολωνία – αδιαφορώντας (εάν όχι επιδιώκοντας), για την περαιτέρω διαίρεση της ηπείρου μας, πιστές στο αξίωμα «διαίρει και βασίλευε».

Όπως άλλωστε δήλωσε ανώτερος αξιωματούχος του αμερικανικού στρατού στην Ευρώπη, «η Πολωνία έχει γίνει ο σημαντικότερος εταίρος μας στην Ευρώπη» – ενώ είναι επίσης σημαντικό το ότι, μετά την επίσκεψη του στην Ουκρανία ο Biden, έκανε έναν μόνο σταθμό στην ευρωπαϊκή του περιοδεία: στη Βαρσοβία. Οι ΗΠΑ πάντως και η Δυτική Ευρώπη, ακολουθούν πια διαφορετικούς δρόμους – οπότε το μέλλον είναι αβέβαιο.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, το εάν όλα τα παραπάνω θα οδηγήσουν σε μία μακροπρόθεσμη μετατόπιση της πολιτικής εξουσίας προς την Ανατολή, εξαρτάται επί πλέον από την οικονομική δυναμική – θεωρώντας πως οι εξεγέρσεις στη Γαλλία που ενδεχομένως θα ακολουθηθούν από ανάλογες στη Γερμανία, δεν είναι μέρος της γνωστής αμερικανικής τακτικής των «πορτοκαλί επαναστάσεων», όπως πιστεύουν ορισμένοι. Ούτε βέβαια πως οι ΗΠΑ είναι υπεύθυνες για την καταστροφή των δυο αγωγών Nord Stream – όπως πιστεύουν αρκετοί Γερμανοί.

Εν προκειμένω, η Δυτική Ευρώπη εξακολουθεί να είναι η κυρίαρχη δύναμη στον οικονομικό τομέα – όπου όμως οι οικονομίες της, ιδιαίτερα αυτή της Γερμανίας, έχουν υποστεί σοβαρό πλήγμα από τον πόλεμο της Ουκρανίας και από τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Πολλά θα εξαρτηθούν βέβαια από το εάν η εκ νέου στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης, θα γίνει διαρκής παράγοντας τα επόμενα χρόνια – ενώ, σε αυτήν την περίπτωση, οι χώρες της ΚΑΕ και της Βαλτικής που επενδύουν σήμερα περισσότερα στον αμυντικό και τεχνολογικό τους τομέα, θα επωφεληθούν επίσης οικονομικά και θα διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στη μακροπρόθεσμη αμυντική βιομηχανική πολιτική της ΕΕ.

Ένας επόμενος παράγοντας είναι τα ρήγματα που άνοιξε η σύγκρουση στις χώρες της ΚΑΕ – σημειώνοντας πως η Ουγγαρία, πρώην στενότερος σύμμαχος της Πολωνίας στην ομάδα του Visegrad, αρνείται να προμηθεύσει με όπλα την Ουκρανία. Εκτός αυτού, έχει διατηρήσει τους στενούς οικονομικούς της δεσμούς με τη Ρωσία – συμπεριλαμβανομένων των συνεχιζόμενων εισαγωγών ρωσικής ενέργειας, με ευνοϊκούς όρους.

Επί πλέον, ο V. Orban τάχθηκε ξεκάθαρα και ρητά στο πλευρό του Macron – όσον αφορά το ζήτημα των σχέσεων της Ευρώπης με τις ΗΠΑ. Όπως δήλωσε δε τον περασμένο Οκτώβριο, «προς το παρόν η ΕΕ υιοθετεί άκριτα τη θέση των ΗΠΑ, παρουσιάζοντας τα αμερικανικά συμφέρονται απλώς ως ευρωπαϊκά συμφέροντα – για αυτόν το λόγο η Ευρώπη είναι ένας από τους χαμένους στον πόλεμο της Ουκρανίας, ενώ οι ΗΠΑ ένας από τους νικητές».

Σε κάθε περίπτωση όμως, τίποτα από όλα αυτά δεν αλλάζει το γεγονός ότι, το χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης είναι το μεγαλύτερο εδώ και δεκαετίες – ενώ θα παραμείνει ως έχει στο άμεσο μέλλον. Άλλωστε, η Δυτική Ευρώπη έχει κάθε συμφέρον να μειώσει την εξάρτηση της από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, καθώς επίσης να επιτύχει μία διπλωματική λύση στον πόλεμο της Ουκρανίας – ενώ, όπως υποστήριξε ο Macron, να ομαλοποιήσει ξανά την ασφάλεια της ηπείρου και τις οικονομικές της σχέσεις με τη Ρωσία.

Από την άλλη πλευρά, η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη έχει κάθε λόγο να φοβάται τη Ρωσία – οπότε να καλλιεργεί στενότερους δεσμούς με τις ΗΠΑ και με το ΝΑΤΟ. Ως εκ τούτου, είναι δύσκολο μα φαντασθεί κανείς πώς θα μπορούσαν να συμφιλιωθούν, να ταιριάξουν τα συμφέροντα των δύο ευρωπαϊκών περιοχών – ιδιαίτερα εντός των πλαισίων της πολιτικής της ΕΕ. Επομένως, εάν χώρες όπως η Γαλλία ή η Γερμανία επιδιώκουν σοβαρά τη στρατηγική τους αυτονομία, είναι πιθανόν να το κάνουν μόνες τους – ενδεχομένως οι δυο τους από κοινού, όπως σχεδιάζει η Πολωνία με την Ουκρανία.

Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail