Η ουσιώδης αιτία των οικονομικών κρίσεων

Η «παραγωγή» χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, είναι το αποτέλεσμα της άνισης κατανομής του εισοδήματος που προκαλείται από τα χρόνια πλεονάσματα των πολυεθνικών – ενώ, ταυτόχρονα, το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο προκαλεί όλο και πιο μεγάλη ανισότητα. Εκτός αυτού, οι πολυεθνικές εξαγοράζονται μεταξύ τους, με τη βοήθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών – οπότε αυξάνουν συνεχώς την ισχύ τους στην αγορά. Ολόκληρη αυτή η διαδικασία ακολουθεί τη συνήθη καπιταλιστική λογική: σύμφωνα με την οποία τα συνεχώς αυξανόμενα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία μπορούν τότε μόνο να διατηρήσουν την αξία τους, εάν υποστηρίζονται από αντίστοιχα αυξανόμενα κέρδη – αφού διαφορετικά το οικοδόμημα με τα τραπουλόχαρτα θα καταρρεύσει. Τέλος, η «συντήρηση» των πάνω από 1.600 τρις $ παγκόσμιων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και των διαχειριστών τους, «καταβροχθίζει» όλο και μεγαλύτερα τμήματα των οικονομικών μας πόρων – ενώ σε γενικές γραμμές, χωρίς αυτήν την επιβάρυνση, ο μέσος καταναλωτής θα μπορούσε να αυξήσει το εισόδημα του τουλάχιστον κατά 25%, απολαμβάνοντας τη ζωή του πολύ καλύτερα. Χωρίς φόβο για το επόμενο κερδοσκοπικό κύμα απολύσεων, όπως αυτό που ευρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη στις ΗΠΑ – κυρίως όμως, χωρίς φόβο για τις συνέπειες των επομένων οικονομικών κρίσεων που είναι αναπόφευκτες. Σε κάθε περίπτωση, η χιονοστιβάδα των περιουσιακών στοιχείων θάβει εκτός από τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων και τη Δημοκρατία – αφού τελικά οι αγορές, οπότε τα χρήματα των πλουσίων, κυβερνούν και όχι οι εκλεγμένες κυβερνήσεις.

Από: analyst.gr - Βασίλης Βιλιάρδος

Ανάλυση

Η σημερινή τραπεζική κρίση μόλις ξεκίνησε (ανάλυση) – ενώ μπορεί μεν να ισχυρίζεται η Ευρώπη ότι, δεν θα έχει συνέπειες στην ήπειρο μας η αμερικανική κρίση, αλλά τα ίδια έλεγε και το 2008. Η βασική αιτία δε, όχι μόνο της παρούσας, αλλά όλων των κρίσεων, είναι ξεκάθαρα η μη ισορροπημένη αναδιανομή των εισοδημάτων – σε συνδυασμό με το ότι σπαταλούνται όλο και περισσότεροι πόροι, στον αγώνα για την απόκτηση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που τελικά είναι πλασματικά.

Παίρνοντας τώρα ως παράδειγμα την πάμπλουτη Ελβετία (πηγή: Vontobel), αφού για την Ελλάδα δεν υπάρχει εκτίμηση ούτε καν για τη δημόσια περιουσία της, ολόκληρο το πραγματικό της κεφάλαιο, δηλαδή σπίτια, εργοστάσια, δρόμοι και μηχανές, έχει αξία περί τα 1.800 δις φράγκα – γεγονός που σημαίνει πως τόσο θα κόστιζε, εάν ήθελε κανείς να «κατασκευάσει» τα πάντα καινούργια,  με τις σημερινές τιμές αγοράς. Εάν δε όλο αυτό το απόθεμα κεφαλαίου χρηματοδοτούταν με μετοχές, με ομόλογα, με τραπεζικά δάνεια κλπ., η χώρα θα είχε αντίστοιχα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία – αξίας 1.800 δις φράγκων.

Στην πραγματικότητα όμως, μόνο τα περιουσιακά στοιχεία των ελβετικών νοικοκυριών έχουν αξία πολύ μεγαλύτερη, της τάξης των 5,4 τρις (πηγή) – δηλαδή είναι τρεις φορές υψηλότερα ή περίπου επτά φορές το ΑΕΠ της χώρας (800 δις $ το 2021, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα). Εκτός αυτού, η συγκεκριμένη απόκλιση αυξάνεται συνεχώς τα τελευταία δέκα χρόνια – αφού το ΑΕΠ της Ελβετίας αυξανόταν περίπου κατά 9 δις φράγκα ετήσια, ενώ τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία της κατά 170 δις φράγκα ετήσια.

Η παραπάνω εικόνα βέβαια, είναι παρόμοια σε διεθνές επίπεδο – αφού, σύμφωνα με την McKinsey, τα παγκόσμια χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία έχουν τριπλασιαστεί από το 2000, ανερχόμενα σήμερα στα 1.540 τρις $ – είναι δηλαδή περίπου 14 φορές υψηλότερα, από το παγκόσμιο ΑΕΠ των 112 τρις $. Απέναντι δε σε αυτά τα περιουσιακά στοιχεία, το παγκόσμιο χρέος των 250 τρις $ περίπου είναι σχετικά χαμηλό – έξι φορές μικρότερο, ενώ δεν πρέπει να αναρωτιέται κανείς σε ποιον χρωστάμε.

Σε αντίθεση τώρα με όσα αναφέρει η McKinsey, όλα αυτά δεν σημαίνουν πως η Ελβετία ή/και ο πλανήτης γίνονται πλουσιότεροι – αλλά, αντίθετα, ότι σπαταλάμε ως άνθρωποι ένα διαρκώς αυξανόμενο μέρος της παραγωγικής μας δύναμης, διαχειριζόμενοι αυτά τα 1.540 τρις $, κερδοσκοπώντας και ανακατανέμοντας τα. Το συγκεκριμένο γεγονός φαίνεται καθαρά από τα τεράστια γραφεία συναλλαγών (trading floors) – στα οποία χιλιάδες χρηματιστές ή διαπραγματευτές απασχολούνται με τη διακίνηση τίτλων (μετοχών, ομολόγων, παραγώγων κλπ.), σε ολόκληρο τον πλανήτη. Προφανώς οι χιλιάδες αυτοί άνθρωποι δεν παράγουν κάτι – αλλά απλά διακινούν περιουσιακά στοιχεία. Αγοράζουν, πουλούν, δανείζουν κλπ.

Η διπλή επιβάρυνση της συσσώρευσης πλούτου

Συνεχίζοντας, στην Ελβετία ο χρηματοπιστωτικός τομέας δαπανάει περίπου το 15,5% του ετησίου ΑΕΠ – ενώ όλοι όσοι εργάζονται σε αυτόν, κερδίζουν κατά μέσον όρο τα διπλάσια, συγκριτικά με τους υπολοίπους. Κυρίως όμως τα ανώτατα στελέχη στον τομέα και οι μέτοχοι τους, εισπράττουν τη μερίδα του λέοντος από τα οικονομικά κέρδη – στην Ελβετία, 170 δις φράγκα ετησίως.

Με την πολυτελή διαβίωση τους δε, με τις βίλες, με τα γιοτ, με τα ιδιωτικά τζετ και με την ακριβή κατανάλωση τους, οι άνθρωποι αυτοί διεκδικούν ένα ακόμη σημαντικό μέρος της συλλογικής παραγωγικής δύναμης – με την επίσημη αιτιολογία ότι, δημιουργούν πολλαπλάσιες θέσεις εργασίας. Φυσικά είναι σωστό, πράγματι δηλαδή δημιουργούν θέσεις εργασίας, αλλά δεν θα ήταν προτιμότερο για το δημόσιο συμφέρον να εργαζόταν παραγωγικά, με τη συνήθη κατανάλωση και με τα έξοδα των απλών ανθρώπων; Προφανώς, αλλά ζούμε σε έναν κόσμο, σε ένα οικονομικό σύστημα, στο οποίο λίγοι άνθρωποι, μπορούν να κερδίσουν πολύ περισσότερα χρήματα από την οικονομική κερδοσκοπία – σε σχέση με τις «μάζες» που εργάζονται παραγωγικά, για να καλύψουν τις πραγματικές τους ανάγκες. Το γεγονός όμως αυτό οδηγεί σε ψευδή κίνητρα – τα οποία διαστρεβλώνουν το σύστημα.

Για παράδειγμα, έχουν πλέον «δημιουργηθεί» περί τα 23.500 διαφορετικά κρυπτονομίσματα που διαπραγματεύονται σε 617 διαφορετικά χρηματιστήρια – με αγοραία αξία στα 1.060 δις € (πηγή), εκ των οποίων σχεδόν η μισή αφορά το Bitcoin (ανάλυση).

Η «αξία» αυτών των «νομισμάτων» βασίζεται μεταξύ άλλων στο ότι, η «εξόρυξη» τους κοστίζει μεγάλη κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος – ενώ ανάλογα με την εκάστοτε εκτίμηση, οι αντίστοιχες ετήσιες συναλλαγές τους καταναλώνουν μεταξύ 108 και 130 τεραβατώρες. Δηλαδή, κάτι περισσότερο από τη διπλάσια ετήσια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας της Ελβετίας – γεγονός που δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά ως μία τεράστια σπατάλη.

Ένα ακόμη πιο δαπανηρό και ακριβό παράδειγμα, είναι οι πλεονάζουσες αποταμιεύσεις – όταν επενδύονται σε ακίνητα αυξάνοντας τις τιμές τους. Στην περίπτωση της Ελβετίας, η αξία της ακίνητης περιουσίας που ανήκει σε (πλούσια) ιδιωτικά νοικοκυριά, έχει αυξηθεί κατά 865 δις φράγκα μόνο τα τελευταία δέκα χρόνια (πηγή) – εκ των οποίων μόνο τα 50 δις € προέρχονται από πραγματικές κατασκευές και άρα επενδύσεις (πηγή).

Το αντίστοιχο τώρα καθαρό κέρδος, η διαφορά δηλαδή μεταξύ των 865 δις υπεραξίας και των 50 δις επενδύσεων, δεν είναι απλά λογιστικό – αλλά η βάση υπολογισμού, με κριτήριο την οποία οι ιδιοκτήτες ακινήτων υπολογίζουν τη συνήθη αγοραία καθαρή απόδοση της επένδυσής τους, ύψους περί το 3%. Με τη σειρά της δε, η υψηλή αγοραία αξία του ακινήτου βασίζεται στο γεγονός ότι, οι καινούργιοι αγοραστές και ενοικιαστές πληρώνουν αντίστοιχο τίμημα – το οποίο εξασφαλίζει την καθαρή απόδοση του 3%.

Η κατάσταση αυτή είναι φανερό ότι, πλήττει ιδιαίτερα τα άτομα με χαμηλά εισοδήματα – όπου, σύμφωνα με μία μελέτη (πηγή), το φτωχότερο 20% του πληθυσμού, το πέμπτο εισοδηματικό πεμπτημόριο, δαπανάει πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος του για την πληρωμή ενοικίου.

Η μυθοπλασία

Περαιτέρω, τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία είναι στην ουσία απαιτήσεις επί του πραγματικού κεφαλαίου, οπότε επί των κερδών που προκύπτουν από αυτό – τα οποία κέρδη με τη σειρά τους αντιπροσωπεύουν περίπου το 1/3 του ΑΕΠ. Εν τούτοις, εάν αυτά τα περιουσιακά στοιχεία ανέρχονται σε αξία πολλαπλάσια του ΑΕΠ, τότε πρόκειται για «μυθοπλασία» – για αέρα, χωρίς καμία αμφιβολία.

Ειδικότερα, ένας μεμονωμένος πιστωτής ή μέτοχος, μπορεί να εισπράξει τις απαιτήσεις του ή την αξία των μετοχών του, μόνο εφόσον όλοι οι άλλοι πιστωτές ή μέτοχοι δεν θέλουν επίσης να κάνουν το ίδιο – να εισπράξουν όλοι τις απαιτήσεις ή να πουλήσουν τις μετοχές τους. Ακριβώς δηλαδή όπως στο παράδειγμα του χρυσού που στην αρχή μεν διατηρούταν στα χρηματοκιβώτια των τραπεζών, ως εγγύηση για τα δάνεια που έδιναν στον οφειλέτη τους, αλλά στη συνέχεια διατηρούσαν μόνο ένα μικρό μέρος του – γνωρίζοντας πως δεν θα τον ζητούσαν όλοι μαζί οι πελάτες τους.

Επομένως, οι χρηματοδότες πρέπει όχι μόνο να παρακολουθούν στενά τους οφειλέτες τους αλλά, επί πλέον, όλους τους άλλους πιστωτές – ενώ η παραμικρή ένδειξη απώλειας της εμπιστοσύνης, είναι ένας λόγος να γίνουν πολύ πιο προσεκτικοί. Από τη στιγμή εκείνη λοιπόν και μετά που ένας οφειλέτης έχει προσελκύσει αρνητικά την προσοχή των χρηματοπιστωτικών αγορών, κανένας δεν θέλει να είναι ο τελευταίος που θα ζητήσει τα χρήματα του ή που θα πουλήσει τις μετοχές του – όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας το 2010 ή της First Republic και της Credit Suisse πρόσφατα (ανάλυση), σημειώνοντας πως οι καταθέτες των τραπεζών είναι στην ουσία πιστωτές τους (οι καταθέσεις είναι δάνεια προς τις τράπεζες, άρθρο).

Η πλημμύρα των χρημάτων

Συνεχίζοντας, εύλογα αναρωτιέται κανείς από πού προέρχονται όλα αυτά τα τρισεκατομμύρια που δεν αντιστοιχούν στις πραγματικές αξίες των περιουσιακών στοιχείων – χωρίς καν να αναφερθούμε στο βουνό των παραγώγων (πηγή). Η συμβατική απάντηση εδώ είναι ότι, προέρχονται από τις κεντρικές τράπεζες – από την πλημμύρα των χρημάτων που τυπώνουν. Εν τούτοις, πρόκειται μόνο για το τελευταίο στάδιο μίας διαδικασίας που ξεκινάει πολύ ενωρίτερα – δηλαδή, από την αυξανόμενη ανισότητα στην κατανομή των εισοδημάτων και από τα πλεονάσματα που προκύπτουν.

Ειδικότερα, έως περίπου 40 χρόνια πριν, προτού δηλαδή ξεκινήσει η εποχή του ακραίου νεοφιλελευθερισμού (ανάλυση), οι επιχειρήσεις είχαν κέρδη που δεν ήταν αρκετά για να χρηματοδοτήσουν τις απαιτούμενες επενδύσεις τους – οπότε ήταν υποχρεωμένες να καλύψουν τα υπόλοιπα από τα ιδιωτικά νοικοκυριά. Τα τελευταία, τα οποία αμείβονταν σωστά ως εργαζόμενοι, ανάλογα με τον πληθωρισμό και με την παραγωγικότητα τους, χρησιμοποιούσαν τις καταθέσεις και τους τόκους τους, για να δημιουργήσουν αποθέματα – τα οποία μείωναν στη συνέχεια, μετά τη συνταξιοδότηση.  Έτσι η οικονομία ήταν ισορροπημένη – ενώ τα χρηματοοικονομικά στοιχεία δεν αυξάνονταν πολύ πιο γρήγορα, από το πραγματικό απόθεμα κεφαλαίου.

Ο  σκληρός τιμολογιακός ανταγωνισμός όμως ανάγκασε τις επιχειρήσεις να μοιραστούν τα κέρδη της παραγωγικότητας τόσο με τους καταναλωτές, όσο και με τους εργαζομένους – ενώ σημαντικό ρόλο σε όλα αυτά διαδραμάτισαν τα ισχυρά εργατικά συνδικάτα και οι κρατικές ρυθμίσεις.

Εν τούτοις, υπό το καθεστώς του ανταγωνισμού τοποθεσίας (location competition), στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, οι κανόνες του παιχνιδιού άλλαξαν – αφού οι επιχειρήσεις δεν χρειάζεται πλέον να ανταγωνίζονται για την εύνοια των καταναλωτών και των εργαζομένων, αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο. Δηλαδή, τα κράτη πλέον πρέπει να ανταγωνίζονται μεταξύ τους, για την εύνοια των πολυεθνικών και των χρηματαγορών – προσφέροντας χαμηλούς μισθούς και χαμηλούς φόρους (προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων). Έχει πάψει δε επί πλέον να ισχύει η έννοια του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος – αφού οι πολυεθνικές επενδύουν σε χώρες φθηνού εργατικού δυναμικού ή όπου αλλού θέλουν ανά τον πλανήτη.

Το γεγονός αυτό επιτρέπει στις πολυεθνικές να διατηρούν τους μισθούς τόσο χαμηλούς, ώστε όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι στην παγκόσμια αλυσίδα προστιθέμενης αξίας, δεν μπορούν πλέον να καλύψουν τα τρέχοντα έξοδα τους από δικούς τους πόρους – οπότε δανείζονται και υπερχρεώνονται, ενώ τα κράτη είναι υποχρεωμένα να αυξάνουν τις κοινωνικές τους δαπάνες για να τους στηρίζουν, με αποτέλεσμα να χρεώνονται και αυτά. Επί πλέον, οι μειωμένοι φόροι που προσφέρουν τα κράτη στις πολυεθνικές, περιορίζουν τα έσοδα τους – οπότε τα χρέη τους αυξάνονται και από αυτό.

Σε τελική ανάλυση λοιπόν, οι πολυεθνικές πληρώνουν λιγότερους μισθούς και φόρους, σε σχέση με τις πωλήσεις τους – οπότε επιτυγχάνουν αντίστοιχα υψηλότερα κέρδη. Από την άλλη πλευρά όμως, δεν κατανέμουν πλέον με τέτοιον τρόπο την προστιθέμενη αξία τους, ώστε οι μισθοί να δημιουργούν επαρκή ζήτηση για τα προϊόντα τους – με δυσμενείς συνέπειες για την οικονομική ανάπτυξη.

Στα πλαίσια αυτά, για να αποτραπούν η πτώση της ζήτησης και η ανεργία, τα κράτη πρέπει να δανείζονται συνεχώς από τις πολυεθνικές εταιρίες και από τους καλοπληρωμένους υπαλλήλους τους – αφού αυτοί έχουν πλεονάζοντα χρήματα και μεγάλες καταθέσεις. Έτσι, όσα πλήρωναν οι πολυεθνικές σε μισθούς και σε φόρους υπό τις προηγούμενες συνθήκες, σε επιτόκια επίσης, το συνεισφέρουν ξανά στον κύκλο του χρήματος, με τη μορφή δανείων – οπότε οι πιστώσεις και τα χρέη παραμένουν σταθερά, αλλάζοντας απλά θέση.

Είναι φανερό δε ότι, κάτω  από αυτές τις συνθήκες, τα εργατικά συνδικάτα έχασαν την ισχύ τους – ακόμη περισσότερο με τη βοήθεια της μετανάστευσης που προωθούν οι πολυεθνικές, έτσι ώστε να πιέζουν όλο και περισσότερο τους μισθούς των εγχωρίων εργαζομένων.

Οι οικονομικές συνέπειες

Περαιτέρω, εάν δει κανείς τους εθνικούς λογαριασμούς της ΕΕ (πηγή), θα διαπιστώσει πως μόνο την τελευταία δεκαετία έχουν συσσωρευθεί 2.250 δις € στους Ισολογισμούς των επιχειρήσεων – χωρίς να υπολογίζονται τα μερίσματα που έχουν ήδη αφαιρεθεί. Τα μερίσματα αυτά και οι υψηλοί μισθοί οδηγήθηκαν στα ιδιωτικά νοικοκυριά και ουσιαστικά στο πλουσιότερο μέρος τους – με αποτέλεσμα να έχουν αυξήσει τα περιουσιακά τους στοιχεία κατά περίπου 3.000 δις €. Την ίδια στιγμή, αφού δεν χρειάζονται δάνεια, μειώνεται συνεχώς το επιτόκιο καταθέσεων – από το οποίο πλήττονται κυρίως οι μικροί καταθέτες.

Οι μεγάλοι χαμένοι είναι εδώ οι εθνικοί προϋπολογισμοί των κρατών της ΕΕ, με «απώλειες» (ελλείμματα) της τάξης των 3.240 δις € – καθώς επίσης τα κράτη οφειλέτες εκτός της ΕΕ. Πώς είναι δυνατόν όμως να εξυπηρετήσουν τόσα χρέη αυτά τα κράτη, χωρίς να χάσουν την αξιοπιστία τους απέναντι στις αγορές κεφαλαίου; Οπότε είτε να μην μπορούν να δανεισθούν, είτε να πληρώνουν υπερβολικά υψηλούς τόκους;

Στο σημείο αυτό υπεισέρχονται οι κεντρικές τράπεζες – οι οποίες σταθεροποιούν τις αγορές αγοράζοντας κρατικά ομόλογα και αντικαθιστώντας τα με κεντρικά χρήματα. Το γεγονός όμως αυτό σημαίνει επίσης ότι, οι κυβερνήσεις εξαρτώνται τόσο από τις κεφαλαιαγορές, όσο και από τις κεντρικές τράπεζες – ενώ οι κεφαλαιαγορές μπορούν να «τιμωρούν» από την πλευρά τους τις λανθασμένες αποφάσεις των κυβερνήσεων ανά πάσα στιγμή, όταν οι ψηφοφόροι μόνο ανά τέσσερα χρόνια. Εάν βέβαια, αφού χειραγωγούνται από τα ΜΜΕ των πολυεθνικών και των ελίτ – οπότε στην ουσία δεν ξέρουν καν τι ψηφίζουν.

Σε τελική ανάλυση λοιπόν, η χιονοστιβάδα των περιουσιακών στοιχείων θάβει εκτός από τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων και τη Δημοκρατία – αφού τελικά οι αγορές, οπότε τα χρήματα των πλουσίων, κυβερνούν και όχι οι εκλεγμένες κυβερνήσεις.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, σε αντίθεση με την Ελβετία, τη Γερμανία ή την Ολλανδία που είναι χρόνιοι δανειστές, αφού το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους είναι πλεονασματικό, η Ελλάδα είναι χρόνια ελλειμματική – οπότε στην ουσία ο ιδιωτικός μας τομέας πληρώνει τόκους που συσσωρεύουν πλούτο στα ελβετικά, γερμανικά κλπ. νοικοκυριά. Όσον αφορά δε την αξία των χρηματοοικονομικών στοιχείων, εξαρτάται μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό από το υποκείμενο πραγματικό κεφάλαιο – όπως στο παράδειγμα ενός σπιτιού που αξίζει πολύ περισσότερο στη Μύκονο, από κάποιο στην Αστυπάλαια, υπενθυμίζοντας πως ευρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της χώρας μας.

Αυτό που έχει σημασία, είναι πόσο ενοίκιο μπορεί να ζητηθεί από κάποιον ενοικιαστή – ενώ το ίδιο ισχύει για πολλά αγαθά και υπηρεσίες, ιδίως για ιατρικές υπηρεσίες και για είδη πολυτελείας. Κατά κανόνα δε, όσο πιο πλούσιο είναι το πελατολόγιο, τόσο μεγαλύτερο είναι το περιθώριο κέρδους – ενώ, σε γενικές γραμμές, η υψηλή αξία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, αποτελεί και συνέπεια και αιτία της ισχύος του στην αγορά.

Σε κάθε περίπτωση, η «παραγωγή» χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, είναι το αποτέλεσμα της άνισης κατανομής του εισοδήματος που προκαλείται από τα χρόνια πλεονάσματα των πολυεθνικών – ενώ ταυτόχρονα το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο προκαλεί όλο και πιο μεγάλη ανισότητα. Εκτός αυτού, οι πολυεθνικές εξαγοράζονται μεταξύ τους, με τη βοήθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών – οπότε αυξάνουν συνεχώς την ισχύ τους στην αγορά.

Ολόκληρη αυτή η διαδικασία ακολουθεί τη συνήθη  καπιταλιστική λογική: σύμφωνα με την οποία τα συνεχώς αυξανόμενα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία μπορούν τότε μόνο να διατηρήσουν την αξία τους, εάν υποστηρίζονται από αντίστοιχα αυξανόμενα κέρδη – αφού διαφορετικά το οικοδόμημα με τα τραπουλόχαρτα θα καταρρεύσει.

Τέλος, η «συντήρηση» των πάνω από 1.600 τρις $ παγκόσμιων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και των διαχειριστών τους, «καταβροχθίζει» όλο και μεγαλύτερα τμήματα των οικονομικών μας πόρων – ενώ σε γενικές γραμμές, χωρίς αυτήν την επιβάρυνση, ο μέσος καταναλωτής θα μπορούσε να αυξήσει το εισόδημα του τουλάχιστον κατά 25%, απολαμβάνοντας τη ζωή του πολύ καλύτερα. Χωρίς φόβο για το επόμενο κερδοσκοπικό κύμα απολύσεων, όπως αυτό που ευρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη στις ΗΠΑ – κυρίως όμως, χωρίς φόβο για τις συνέπειες των επομένων οικονομικών κρίσεων που είναι αναπόφευκτες.

Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail