Απροσκύνητες μορφές του ’21: Η ζωή τους για τις ζωές μας – Προσκυνημένες μορφές του ’23: Οι ζωές μας για τη ζωή τους

Οι δεκάδες απροσκύνητες μορφές του ’21 μαζί με χιλιάδες αγονάτιστους Έλληνες, έδωσαν τη ζωή τους για τις ζωές μας. Οι προσκυνημένοι του ’23 μαζί με τους αυλικούς τους, ρουφάνε τις ζωές μας για την επιβίωσή τους και μας δουλεύουν και από πάνω.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

«Πολεµούσα νύχτα-µέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιµήθηκα µια ζωή. Είδα τους συγγενείς µου να πεθαίνουν, τ’ αδέρφια µου να τυραννιούνται και τα παιδιά µου να ξεψυχάνε µπροστά µου. Μα δεν δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά µας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω».

«Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: «Άιντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί», διέταξα και το έκοψαν».

«Ο Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου».

«Όταν αποφασήσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «Που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;», αλλά, ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.»

«Εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα μόνον διά την πατρίδα μου, όχι άλλη φορά, ούτε εις τας αρχάς, ούτε εις τον καιρόν του Δράμαλη όπου ήλθε με 30000 στράτευμα εκλεκτό, ούτε τότε, μόνο εις το προσκύνημα εφοβήθηκα.»

«Δώστε μου τα προσκυνοχάρτια του Μπραϊμη να σας δώσω του Έθνους. Όποιο χωριό δεν γυρίσει στο έθνος θα το αφανίσω από το πρόσωπο της γής. Απ’ τη μία θα βγαίνουν οι αραπάδες και απ’ την άλλη θα μπαίνω εγώ, θα καίω και θα σκοτώνω. Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους!»


Γεώργιος Καραϊσκάκης

Το απόγευμα της 22ας Απριλίου 1827, στο Φάληρο, ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε βαριά.

Μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων έφυγε από τη ζωή. Η τελευταία κουβέντα που είπε στους συμπολεμιστές του ήταν "Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα".


Οδυσσέας Ανδρούτσος

Μετά την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια από τον Κολοκοτρώνη, ο Ανδρούτσος ίδρυσε δύο σχολεία στην Αθήνα και κάλεσε τον Κοραή από την Ευρώπη και τον Βάμβα από την Κεφαλονιά να έρθουν να διδάξουν, χωρίς να εισακουσθεί.

Ο Ανδρούτσος κατηγορήθηκε αδίκως για συνδιαλλαγή με τους Τούρκους. Είχε προκαλέσει την οργή των τοπικών κοτζαμπάσηδων, οι οποίοι τον μισούσαν γιατί ήταν λαοπρόβλητος και είχε επιχειρήσει επανειλημμένα να περιορίσει τη δύναμή τους.

Στις 5 Ιουνίου 1825, βασανίστηκε και σκοτώθηκε από τρεις Έλληνες με την έγκριση του πρώην πρωτοπαλίκαρου του, Ιωάννη Γκούρα. Το σώμα του βρέθηκε στα βράχια της Ακρόπολης.

Οι πολιτικοί του αντίπαλοι δεν τον προσήγαγαν καν σε δίκη, επειδή φοβήθηκαν ότι ο Ανδρούτσος θα καταδείκνυε την αδικία τους σε βάρος του και θα προκαλούσε γενική κατακραυγή εναντίον τους.


Μάρκος Μπότσαρης

Στις 12 Οκτωβρίου του 1822 προήχθη σε στρατηγό, προκαλώντας την αντίδραση άλλων οπλαρχηγών. Η στάση τους τον εξόργισε και ενώπιον τους έσκισε το χαρτί του διορισμού του, λέγοντας: «Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα μεθαύριο μπροστά στον εχθρό».

Τη νύχτα της 8ης προς 9ης Αυγούστου του 1823, επικεφαλής 350 Σουλιωτών, επιτέθηκε κατά των 4.000 Τουρκαλβανών του Μουσταή Πασά, που είχαν στρατοπεδεύσει στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου.

Ο αιφνιδιασμός πέτυχε και ο Μπότσαρης, αν και πληγωμένος ελαφρά στην κοιλιά, προχώρησε προς τη σκηνή του Μουσταή Πασά, προκειμένου να τον αιχμαλωτίσει. Όμως, μία σφαίρα τον βρήκε στο μάτι και τον τραυμάτισε σοβαρά. Εξέπνευσε λίγες ώρες αργότερα. Τότε, οι άνδρες του, αν και νικούσαν, διέκοψαν τη μάχη για να παραλάβουν τη σορό του αρχηγού τους.


Παπαφλέσσας

Σύμφωνα µε την παράδοση, μετά το τέλος της μάχης στην Τρίπολη υπήρξε η ανάγκη μιας σημαίας που θα υψωνόταν για την απελευθέρωση της πόλης. Τότε ο Παπαφλέσσας έσκισε το βαθύ γαλάζιο εσώρασό του (το επονομαζόμενο αντερί), σχημάτισε ένα τετράγωνο και διέταξε το πρωτοπαλίκαρό του Παναγιώτη Κεφάλα να σχίσει δύο λουρίδες από την άσπρη φουστανέλα του, έτσι ώστε να σχηματίζουν σταυρό. Η σημαία αυτή, θεωρείται ότι αποτέλεσε τη βάση της πρώτης επίσημης σημαίας του ελληνικού κράτους.

Στο Μανιάκη, λέγεται πως όταν φάνηκε το πλήθος του Τουρκοαιγυπτιακού στρατού, έμεινα μόλις 500-600 άντρες από τους περίπου 2000. Τότε, μερικοί άντρες του τον ρώτησαν αν πίστευε πως μπορούν να νικήσουν τον Ιμπραήμ και εκείνος απάντησε ότι, πιστεύω πως πρέπει να πέσουμε για να ξυπνήσουν οι Έλληνες.


Κωνσταντίνος Κανάρης

Τον Ιούνιο του 1822, ανέλαβε να βάλει μπουρλότο στη ναυαρχίδα του Καρά Αλή, του επικεφαλής του στρατού που έσφαξε τους κατοίκους και έκαψε το νησί της Χίου. Μέσω της πυρπόλησης της Τουρκικής Ναυαρχίδας προκάλεσε το θαυμασμό ολόκληρης της Ευρώπης.

Τον Ιούλιο του 1825, αποπειράται να πυρπολήσει τον αιγυπτιακό στόλο μέσα στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Το εγχείρημα απέτυχε λόγω απρόσμενης αλλαγής του ανέμου.

Το 1861, αρνήθηκε τη σύνταξη που του χορήγησε η κυβέρνηση.

Το 1877, ετέθη επικεφαλής οικουμενικής κυβέρνησης για να αντιμετωπιστούν οι δύσκολες περιστάσεις που δημιούργησε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος.

Κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου, οι Τούρκοι απείλησαν ότι θα στείλουν πολεμικό πλοίο να παραλάβει τα πολεμοφόδια που είχε ξεφορτώσει για εκείνους Αυστριακό πλοίο στην Κέρκυρα. Τότε, ως πρωθυπουργός, στα 84 έτη του, έδωσε εντολή να αποπλεύσουν δύο πολεμικά πλοία και ζητούσε επιτακτικά να γραφτεί στη διαταγή να μην γυρίσουν πίσω αν δεν βουλιάξουν το τουρκικό.


Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα

Είχε σχηματίσει δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες και είχε αναλάβει να αρματώνει, να συντηρεί και να πληρώνει τον στρατό αυτό μόνη της, όπως έκανε και με τα πλοία της και τα πληρώματά τους.

Από το 1825 ζούσε στις Σπέτσες, πικραμένη από τους πολιτικούς και την εξέλιξη του Αγώνα, έχοντας ξοδέψει όλη την περιουσία της στον πόλεμο.

Όταν ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Πύλου για να σταματήσει την επανάσταση, η Μπουμπουλίνα άρχισε να προετοιμάζεται ξανά, αλλά σκοτώθηκε σε συμπλοκή στις 22 Μαΐου 1825, γιατί μία από τις πλούσιες οικογένειες του νησιού δεν ήθελαν τον γιο της για γαμπρό, αφού η Μπουμπουλίνα είχε δώσει όλη της την περιουσία στον αγώνα του έθνους.

Παρόλη την ανέχεια, οι απόγονοι της Μπουμπουλίνας δώρισαν το πλοίο «Αγαμέμνων» στο νεοσύστατο κράτος, το οποίο έγινε η ναυαρχίδα του Ελληνικού Στόλου με το όνομα «Σπέτσαι».

Μετά το θάνατό της ο Ρώσος αυτοκράτορας Αλέξανδρος Α’ της απένειμε τον τίτλο του ναύαρχου του ρωσικού στόλου. Έγινε η πρώτη γυναίκα ναύαρχος στην ιστορία της Ρωσίας και μια από τις πρώτες ναυάρχους στην παγκόσμια ιστορία.



Μαντώ Μαυρογένους

Εξόπλισε πλοία με δικά της χρήματα. Προσέφερε στην κυβέρνηση ομολογίες 30.000 γροσίων για να λάβει μέρος η ίδια σε επιχειρήσεις εναντίον των Τουρκοαιγυπτίων του Ιμπραήμ. Η δράση της κατέστησε θρυλικό το όνομά της και η προσωπογραφία της τυπώθηκε και κυκλοφόρησε το 1827 σε όλη την Ευρώπη.

Από το 1825 ζούσε στο Ναύπλιο σ’ ένα μισοερειπωμένο σπίτι. Οι πόροι της είχαν εξαντληθεί και αναγκαζόταν να εκποιεί ακίνητα της οικογένειάς της. Παρόλα αυτά, το 1826, εκποίησε τα κοσμήματά της για να διατεθούν τα έσοδα προς περίθαλψη δύο χιλιάδων Μεσολογγιτών που σώθηκαν από τη θρυλική τους Έξοδο.

Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και καταδιωγμένη από τον πολιτικό Ιωάννη Κωλέττη ξαναγύρισε στη Μύκονο. Έπειτα από λίγα χρόνια πέθανε πάμφτωχη στην Πάρο στα 1848.

Ο Γάλλος Μαξίμ Ρεμπώ αναφέρει «μου έλεγε η Μαντώ: "Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Όταν θα έχω χρησιμοποιήσει όλα όσα μπορώ να διαθέσω για την ιερή υπόθεση της ελευθερίας, θα τρέξω στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να τους ενθαρρύνω με την απόφασή μου να πεθάνω, αν χρειαστεί, για την ελευθερία".»

Παρόμοια εντύπωση για τη Μαντώ σχημάτισε και ο Άγγλος Eduard Blaquire, ο οποίος προσθέτει ότι του έκανε εντύπωση η φιλοδοξία της να δει όλες τις τάξεις ενωμένες.


Ιωάννης Καποδίστριας

Διετέλεσε Γραμματέας Επικρατείας επί των Εξωτερικών, των Ναυτικών και του Εμπορίου της Επτανήσου Πολιτείας. Αποτέλεσμα των προσπαθειών του ήταν η ψήφιση ενός φιλελεύθερου και δημοκρατικού συντάγματος. Τότε, οι μεγάλες δυνάμεις θορυβήθηκαν κι έστειλαν τον Γεώργιο Μοτσενίγο, προκειμένου να τον επιπλήξει. Όταν, όμως, ο εκπρόσωπός τους συναντήθηκε μαζί του εντυπωσιάστηκε από την πολιτική και ηθική του συγκρότηση.

Το 1813, ορίζεται επικεφαλής της ρωσικής διπλωματικής αποστολής στην Ελβετία, όπου θα συμβάλλει στη διαμόρφωση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και θα συντάξει το νέο ελβετικό σύνταγμα. Ένα σύνταγμα με πρωτοφανή για την εποχή δημοκρατικά στοιχεία.

Το 1815, θα αναλάβει εκ μέρους της Ρωσίας τις τελικές διαπραγματεύσεις ειρήνης με τη Γαλλία και θα υπογράψει τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων.

Το 1815, ίδρυσε τη Φιλόμουσο Εταιρεία μαζί με τον μητροπολίτη Ιγνάτιο, τον Άνθιμο Γαζή, και άλλους επιφανείς Έλληνες, με σκοπό να βοηθήσουν νεαρούς Έλληνες να σπουδάσουν.

Το 1816, ορίστηκε υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας, θέση που θα διατηρήσει έως το 1822, όταν και θα αποσυρθεί στην Ελβετία εξ αιτίας της διαφωνίας του με τον τσάρο για την ελληνική επανάσταση, από όπου έκανε τα πάντα για να την βοηθήσει.

Το 1827, αποχωρεί και τυπικά από τη ρωσική υπηρεσία, καθώς η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τον εξέλεξε Κυβερνήτη του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, σε μία περίοδο που η Επανάσταση καρκινοβατούσε.

Ο Καποδίστριας φθάνει το 1828 στη ρημαγμένη Ελλάδα αποφασισμένος να την αναμορφώσει με βάση ένα συγκεκριμένο σχέδιο, το οποίο για την εφαρμογή του προϋπέθετε συγκέντρωση των εξουσιών, ώστε να ξεπεραστεί ο σκόπελος των κοτζαμπάσηδων που έλεγχαν τους πολιτικούς θεσμούς του τόπου.

Στην αρχή, κατάφερε να εξασφαλίσει τη συνεργασία εκπροσώπων από όλες τις ηγετικές ομάδες. Έτσι πέτυχε να επικρατήσει εσωτερική ειρήνη, να λειτουργήσει με κάποια επάρκεια ο κυβερνητικός μηχανισμός, να ληφθεί μέριμνα για τα ορφανά και γενικά για όσους ήταν απροστάτευτοι.

Θέσπισε κώδικα πολιτικής δικονομίας και ίδρυσε δικαστήρια. Κατέστειλε την πειρατεία. Αναδιοργάνωσε τον στρατό και ίδρυσε τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Ίδρυσε το Εθνικό Νομισματοκοπείο και την Εκκλησιαστική Σχολή στον Πόρο. Κατασκεύασε σχολεία και εισήγαγε τη μέθοδο αλληλοδιδακτικού σχολείου. Μερίμνησε για την ανοικοδόμηση των πόλεων και ίδρυσε το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο στην Αίγινα. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την γεωργία. Ίδρυσε των πρώτη τράπεζα, την Εθνική Χρηματιστηριακή, στην οποία εισέφεραν κεφάλαια ο Εϋνάρδος, ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας, ακόμη και ο ίδιος ο Καποδίστριας, αλλά εξαιτίας των χρηματικών αναγκών της Ελλάδας, τα κεφάλαια της τράπεζας καταναλώθηκαν από το κράτος με αποτέλεσμα να χάσουν οι μέτοχοί της.

Εκδίωξε τους Τούρκους και τους Αιγυπτίους όχι μόνο από την Πελοπόννησο αλλά και από τη Στερεά Ελλάδα, εξασφαλίζοντας όσο το δυνατόν ευρύτερα σύνορα, καθώς αρνήθηκε να υπακούσει στις παρατηρήσεις των ξένων δυνάμεων να αποσύρει τις ελληνικές δυνάμεις στη Πελοπόννησο.

Με τις διπλωματικές και στρατιωτικές του ενέργειες μετέτρεψε το ελληνικό κράτος από αυτόνομο αλλά υποτελές στον Σουλτάνο, σε κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος.

Ως κυβερνήτης αρνήθηκε να δεχθεί μισθό, όπως επίσης αρνήθηκε και την εφόρου ζωής χρηματική αποζημίωση από τον Τσάρο, ενώ διέθεσε όλη του την περιουσία για τους σκοπούς του έθνους.

Την αντιπολίτευση κατά του Καποδίστρια απάρτιζαν οι παραμερισμένοι από την εξουσία κοτζαμπάσηδες και πλοιοκτήτες, οι οποίοι τον κατηγορούσαν για απολυταρχισμό. Πράγματι, ο Καποδίστριας ήταν απολυταρχικός, αλλά απέναντί τους, όχι προς τον λαό, ο οποίος τον υπεραγαπούσε.

Στις 14 Σεπτεμβρίου 1831, ο Καποδίστριας έστειλε στον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι επιστολή με την οποία του ζητούσε να προβεί σε σχετικά διαβήματα στη γαλλική κυβέρνηση, για την πρωτοφανή και ανεπίτρεπτη ανάμιξη Γάλλων και Άγγλων αξιωματικών σε αντικυβερνητικές ενέργειες.

Το πρωί της Κυριακής της 27ης Σεπτεμβρίου 1831 στο Ναύπλιο, ο Κυβερνήτης, δολοφονείται στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, από τον γιο και τον αδερφό του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Όπως κατέθεσαν μάρτυρες στην εν λόγω δίκη, στο σημείο της δολοφονίας βρίσκονταν άλλα δύο άτομα, ένας «ξερακιανός νέος» και ένας «ζητιάνος», οι οποίοι δεν αναζητήθηκαν από το δικαστήριο, ενώ υπήρχαν και αυτόπτες μάρτυρες που οι καταθέσεις τους αθώωναν τους Μαυρομιχαλαίους.

Έχει υποστηριχθεί ότι καταλυτικό ρόλο στη δολοφονία διαδραμάτισαν οι ξένες δυνάμεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ο φάκελος για τη δολοφονία του Καποδίστρια στα αρχεία του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών παραμένει ακόμα απόρρητος.

Άλλωστε, οι ξένες δυνάμεις είχαν ορίσει ως πολίτευμα της Ελλάδας την μοναρχία – Ηγεμών Κυριάρχης της Ελλάδος - στην οποία δεν χωρούσε ο Καποδίστριας με το ιστορικό των δημοκρατικών συνταγμάτων της Ιονίου Πολιτείας και της Ελβετίας.

Κωνσταντίνος Μαργέλης

Άγιος Πέτρος, Λευκάδας, 17 Μαρτίου 2023

www.eksadaktylos.gr
Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail