Από τα εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου, η απαγωγή είναι η πιο ιδιαίτερη περίπτωση. Πολλοί κακοποιοί καταφεύγουν σε αυτή (με διαφορετικά κίνητρα ο καθένας), παρά το γεγονός ότι όλοι ξέρουν πως παρουσιάζει ένα ποσοστό που αγγίζει το 100%, σε ό,τι αφορά την εξιχνίαση.
Από: menshouse.gr
Όλοι πιστεύουν πως είναι σε θέση να οργανώσουν το τέλειο κόλπο και να επιτύχουν εκεί που αμέτρητοι άλλοι απέτυχαν στο παρελθόν. Ελάχιστοι είναι αυτοί που τα κατάφεραν και οι πρώτοι στην Ελλάδα που κατόρθωσαν να νικήσουν τις Αρχές και τις πιθανότητες ήταν εκείνοι οι πέντε (το λιγότερο) άνδρες που συμμετείχαν στην απαγωγή του Κρητικού επιχειρηματία, Μιχάλη Μεταξά, το 1996. Μια υπόθεση που δεν διαλευκάνθηκε ποτέ.
Εκείνο το χειμωνιάτικο ξημέρωμα της 28ης Φεβρουαρίου 1996 είχε φύγει πολύ νωρίς από το σπίτι. Μία ώρα αργότερα το τηλέφωνο του σπιτιού του χτύπησε και η σύζυγός του η οποία απάντησε, άκουσε από την άλλη άκρη της γραμμής έναν άνδρα με βαριά ντοπιολαλιά να της λέει: «Έχουμε τον Μιχάλη. Αν δεν μας δώσετε ένα δισεκατομμύριο δραχμές, δεν θα τον ξαναδείτε ζωντανό. Μην τολμήσετε να πάτε στην Αστυνομία»… Η κυρία Σούλα σάστισε και ενημέρωσε τον πατέρα του θύματος και τον αδελφό, που τελικά ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις με τους απαγωγείς.
Το 1.000.000.000 δραχμές που ζήτησαν ως λύτρα ήταν ποσό δυσθεώρητο και υπερβολικό, ακόμη και για την οικογένεια Μεταξά, από τις πιο πλούσιες στο νησί. Τα τέσσερα ξενοδοχεία, τα οποία διαχειριζόταν το θύμα της απαγωγής λόγω της προχωρημένης ηλικίας του πατέρα, και οι μετοχές στις «Μινωικές», δεν αρκούσαν για να συγκεντρωθούν από κανέναν. Όταν ο Ανδρέας Μεταξάς μίλησε ξανά το ίδιο απόγευμα με τους απαγωγείς του αδελφού του, τους το ξεκαθάρισε. Αυτά τα λεφτά δεν υπήρχαν. Του έκλεισαν στα μούτρα το τηλέφωνο κι εκείνος μη έχοντας άλλη επιλογή, αποτάθηκε στην αστυνομία.
Οι άνδρες των Αρχών τον συμβούλευσαν να κερδίσει επιπλέον χρόνο συνεχίζοντας τα παζάρια, όσο εκείνοι θα προσπαθούσαν να ανακαλύψουν τα ίχνη τους. Την επόμενη μέρα το ποσό είχε πέσει στο μισό, 500 εκατομμύρια, αλλά και πάλι η οικογένεια υποστήριξε πως δεν έχει διαθέσιμα. Μέσα σε λίγα 24ωρα οι απαγωγείς είχαν πέσει στα 50 εκατομμύρια δραχμές κι αφού οι έρευνες δεν είχαν φέρει το παραμικρό αποτέλεσμα, η οικογένεια Μεταξά αντιλήφθηκε ότι είχε ξεμείνει από δικαιολογίες. Εάν δεν έδινε το συγκεκριμένο ποσό, για το οποίο δεν μπορούσε να μπλοφάρει πως δεν έχει, δεν θα έβλεπε τον Μιχάλη ποτέ ξανά.
Το ημερολόγιο έγραφε 2 Μαρτίου και ο Ανδρέας Μεταξάς μπήκε στο αυτοκίνητό του έχοντας μαζί του μια βαλίτσα με τα χρήματα κι ένα κινητό τηλέφωνο. Σε διαδοχικές συνομιλίες οι κακοποιοί του ζητούσαν να αλλάζει συνεχώς κατεύθυνση για να μπερδέψουν τις Αρχές, βέβαιοι πως η αστυνομία τον παρακολουθούσε, κι όταν πείστηκαν του έδωσαν εντολή να πετάξει τα χρήματα σε μια συστάδα δέντρων στην Εθνική Οδό Ηρακλείου-Ρεθύμνου. Η ώρα ήταν 9 τοπ βράδυ.
Περίπου τρεις ώρες αργότερα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, επικοινώνησαν ξανά κι ενημέρωσαν για το σημείο που είχαν αφήσει τον Μιχάλη Μεταξά. Κάτω από μια γέφυρα στον δρόμο προς τον Άγιο Νικόλαο, σχεδόν 10 χιλιόμετρα έξω από το Ηράκλειο. Αποδείχτηκε πως τίμησαν κι εκείνοι με την σειρά τους το δικό τους κομμάτι της συμφωνίας. Ο άνδρας ήταν όντως εκεί, σώος, ζωντανός και σχετικά σε καλή κατάσταση, ένα εξαιρέσεις ένα σημάδι στο πρόσωπο που είχε προκληθεί την ώρα της απαγωγής, στην προσπάθειά του να τους αντιμετωπίσει.
Παρά το ανθρωποκυνηγητό και τις πληροφορίες που ενέπλεκαν και τροφίμους των φυλακών Αλικαρνασσού, αλλά και την βεβαιότητα ότι επρόκειτο για ντόπιους που γνώριζαν προσωπικά το θύμα, φως στην υπόθεση δεν έπεσε. Η επικήρυξή τους με 200.000.000 δραχμές, επίσης. Η απαγωγή έμεινε ανεξιχνίαστη μέχρι τις μέρες μας και οι «εγκέφαλοί» της μπορούν να «υπερηφανεύονται» ότι ήταν οι πρώτοι (και ως τότε οι μόνοι) που κατάφεραν κάτι τέτοιο στην Ελλάδα.