Το τελευταίο σημάδι πως η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι αδύνατη είναι το άρθρο της βρετανικής The Sun, η οποία αναφέρεται στην ΕΕ ως ένα «αδυσώπητα επεκτεινόμενο, κυριαρχούμενο από τη Γερμανία ομοσπονδιακό κράτος». Δεν έχει νόημα να ελέγχουμε τα επιχειρήματα των υποστηρικτών της εξόδου, όπως δεν έχει νόημα και για αυτά του Ντόναλντ Τραμπ – τα επιχειρήματά τους είναι συναισθηματικά, όχι πραγματολογικά – όμως αξίζει να αναρωτηθούμε ένα η ένωση πράγματι κυριαρχείται από τη Γερμανία με οποιονδήποτε κακοήθη τρόπο.
Το 2011, ο δεξιός δημοσιογράφος Σάιμον Χέφερ έγραψε μια στήλη στη The Daily Mail προειδοποιώντας για την άνοδο του «τέταρτου Ράιχ» - μιας νέας γερμανικής προσπάθειας να κατακτήσει την Ευρώπη ύστερα από την κρίση χρέους. Ο Χέφερ ερμήνευσε τις εκκλήσεις της Γερμανίας προς τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες για να εξισορροπήσουν τους προϋπολογισμούς τους και να συντονίσουν τις οικονομικές πολιτικές της ως ένα πρώτο βήμα προς «μια δημοσιονομική ένωση που θα αφήσει τη Γερμανία να υποδεικνύει τους χρηματοπιστωτικούς όρους για την υπόλοιπη Ευρώπη».
Τίποτα τέτοιο δεν έχει πραγματοποιηθεί πέντε χρόνια αργότερα, και συνεπώς δεν είναι ξεκάθαρο τι εννοεί η The Sun με το ομοσπονδιακό κράτος: δεν μπορεί να υπάρξει καμία ομοσπονδία χωρίς κοινούς φόρους. Υποθετικά, η αναφορά σχετίζεται με τη μισητή γραφειοκρατία της ΕΕ στις Βρυξέλλες. Σε καμία περίπτωση δεν κυριαρχείται, ωστόσο, από τη Γερμανία.
Ο πιο υψηλόβαθμος γερμανός στην ιεραρχία της ΕΕ είναι Μάρτιν Σουλτς, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το νομοθετικό σώμα της ΕΕ είναι πιο αδύναμο από οποιοδήποτε εθνικό κοινοβούλιο των μελών, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να ξεκινήσει καν νομοθετήματα. Είναι οι απρόσωποι τεχνοκράτες του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κομισιόν που το κάνουν αυτό, και οι γερμανοί απαρτίζουν μόλις 10% του μη τεχνικού προσωπικού της κομισιόν, ενώ ο πληθυσμός της Γερμανίας αντιστοιχεί στο 16% της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Υπάρχουν ισάριθμοι ιταλοί και βέλγοι μεταξύ των διοικήσεων της ΕΕ. Και δεν είναι ακριβώς ότι οι γερμανοί υπερ-εκπροσωπούνται στις βασικές διευθύνσεις: η υψηλότερη συγκέντρωσή τους είναι στο αναλυτικό κέντρο της κομισιόν.
Η Γερμανία, πράγματι, υπερ-εκπροσωπείται κάπως σε ότι αφορά τη συνεισφορά χρήματος στα προγράμματα της ΕΕ. Η οικονομική της παραγωγή το 2015 ήταν περίπου 20,7% ολόκληρης της ΕΕ, και το μερίδιό της στον προϋπολογισμό της ΕΕ έφτασε το 21,4%. Το Ηνωμένο Βασίλειο είχε περίπου το 16% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της ΕΕ, περισσότερο από το 12,6% που ήταν το μερίδιό του στον προϋπολογισμό. Δεν έχει κανένα λόγο να διαμαρτύρεται για τη γερμανική «κυριαρχία» στην πληρωμή των προγραμμάτων της ΕΕ.
Οι διαμαρτυρίες των υποστηρικτών της εξόδου, συνεπώς, δεν έχουν να κάνουν με κάποια μετρήσιμη υπερ-εκπροσώπηση της Γερμανίας στο «υπερκράτος» των Βρυξελλών. Έχουν να κάνουν με την εντύπωση πως η Γερμανία είναι υπερβολικά ισχυρή πολιτικά και οικονομικά, πως είναι στην πράξη το κέντρο λήψης αποφάσεων της ΕΕ. Υπάρχει, πράγματι, κάποια αλήθεια σε αυτό: η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έχει πιέσει τους ευρωπαίους να επιβάλουν κυρώσεις στη Ρωσία για τη συμπεριφορά της στην Ουκρανία. Εκείνη και ο υπουργός Οικονομικών της Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ηγήθηκαν πέρυσι της απόφασης για τη διαχείριση της ελληνικής κρίσης. Δε συμβουλεύτηκε σχεδόν κανέναν στην ΕΕ όταν κάλεσε τους σύρους πρόσφυγες στη Γερμανία.
Εάν υπήρξε κανείς πρόσφατα που να καθόρισε την ευρωπαϊκή πολιτική όποτε προέκυψε κρίση, αυτή ήταν η Μέρκελ. Ή «Μερκιαβέλλι», όπως την αποκάλεσαν οι ιταλοί δημοσιογράφοι Βιτόριο Φέλτρι και Τζενάρο Σαντζιλιάνο στο βιβλίο τους για το «Τέταρτο Ράιχ».
Η Γερμανία, φυσικά, είναι η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της ένωσης και η πιο πολυπληθής της χώρα, όμως εάν η ΕΕ είχε σχεδιαστεί ώστε να δίνει θεσμικό πλεονέκτημα στις μεγαλύτερες χώρες, κανείς δε θα είχε συμμετάσχει εξ αρχής. Η ευμεγέθης πολιτική δύναμη της Μέρκελ και της Γερμανίας προέρχεται από μια προθυμία να αναλάβουν ευθύνη και να επωμιστούν τα οικονομικά βάρη.
Η Ελλάδα δε θα είχε μείνει στην επιφάνεια οικονομικά χωρίς τα χρήματα της Γερμανίας. Ως ο μεγαλύτερος πιστωτής είναι λογικό να έχει μεγαλύτερο λόγο από άλλους στις διαπραγματεύσεις των όρων διάσωσης. Οι γερμανοί πολιτικοί αισθάνθηκαν την ευθύνη να διατηρήσουν το ευρώ ανέπαφο – ίσως επειδή η Γερμανία επωφελείται οικονομικά έχοντας το ίδιο νόμισμα με πιο αδύναμες οικονομίες.
Η Γερμανία αποτελεί ασφαλές καταφύγιο για τους επενδυτές όταν άλλες χώρες του ευρώ αντιμετωπίζουν προβλήματα. Δεν είναι λάθος της Γερμανίας, ωστόσο, το ότι έχει μια ισχυρή, προσανατολισμένη προς τις εξαγωγές οικονομία – αυτό είναι κάτι που οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ υποτίθεται πως πρέπει να θέλουν επίσης, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, του οποίοι οι εξαγωγές έφτασαν μόλις το ένα τρίτο αυτών της Γερμανίας πέρυσι. Αυτή η πλευρά της γερμανικής «κυριαρχίας» δεν μπορεί να ρυθμιστεί ή να λυθεί με διαπραγματεύσεις – είναι γνήσια, οργανική οικονομική δύναμη.
Και στο προσφυγικό, η Μέρκελ ανέλαβε τα ηνία επειδή η κυβέρνησή της ήταν πρόθυμη να αναλάβει τον λογαριασμό. Οι υπόλοιποι δεν ήταν. Η Γερμανία διαχειρίστηκε 441.800 αιτήσεις ασύλου πέρυσι, σε σύγκριση με τις 38.370 του Ηνωμένου Βασιλείου.
Τόσο η ελληνική διάσωση όσο και η προσφυγική κρίση έχουν αναδείξει τα όρια της γερμανικής κυριαρχίας: το μεγαλύτερο έθνος της ΕΕ έχει τη δυνατότητα να ηγηθεί – που σημαίνει ότι η φωνή του έχει επιρροή στις ατελείωτες, δύσκολες διαπραγματεύσεις – μόνο εάν είναι πρόθυμο να συμβάλει περισσότερο από τους υπόλοιπους στα κοινά προγράμματα. Ακόμη και τώρα, άλλοι διαφωνούν βίαια: η Γερμανία ουσιαστικά απομονώθηκε με το προσφυγικό και αναγκάστηκε να προχωρήσει σε ταπεινωτική συμφωνία με την Τουρκία για να μειώσει την εισροή. Και για τις σχετικά ανώδυνες κυρώσεις της Ρωσίας – μια πρόταση που έχει μεγαλύτερο κόστος για τη Γερμανία απ’ ότι για τα περισσότερα υπόλοιπα μέλη της ΕΕ λόγων των μεγαλύτερων όγκων συναλλαγών πριν τις κυρώσεις – η συναίνεση της ΕΕ αρχίζει να αποσυντίθεται.
Υπό τη Μέρκελ, η Γερμανία δεν έχει τόσο ηγηθεί όσο προσπαθήσει να συγκρατήσει την ΕΕ και την ευρωζώνη ενωμένη – με περιορισμένη επιτυχία, όπως έχει αποδειχθεί. Η κυριαρχία θα σήμαινε, όπως ανέφερε ο Χέφερ, πίεση για στενότερη ενοποίηση, μια δημοσιονομική ένωση, κάτι παρεμφερές με αν «ομοσπονδιακό κράτος» - όμως η Μέρκελ δεν έχει επιδείξει καμία πολιτική βούληση για μια τέτοια ώθηση. Η γερμανική κυβέρνηση δε θα είναι η πρώτη που θα πιέσει για στενότερη ενοποίηση επειδή αυτό θα ξυπνούσε μνήμες το παραλήρημα του υπουργού προπαγάνδας των Ναζί Γιόζεφ Γκέμπελς το 1945 για την Ευρώπη το 2000. Ο Γκέμπελς έγραφε:
«Μπορεί κανείς να προβλέψει επίσης με μεγάλο βαθμό βεβαιότητας πως η Ευρώπη θα είναι μια ενωμένη ήπειρος το έτος 2000. Η Γερμανία δε θα είναι κατειλημμένη από τους εχθρούς της το έτος 2000. Το γερμανικό έθνος θα είναι ο πνευματικός ηγέτης της πολιτισμένης ανθρωπότητας.»
Περισσότερα από 70 χρόνια μετά τον θάνατο του Γκέμπελς, οι φόβοι περί «τέταρτου Ράιχ» αποτελούν το μεγαλύτερη εμπόδιο για τη γερμανική ηγεσία, πόσο μάλλον κυριαρχία, στο ευρωπαϊκό σχέδιο. Κανείς γερμανός ηγέτης δε θέλει να επιδιώξει περισσότερη εξουσία και να συγκριθεί με τους Ναζί. Η Μέρκελ θα παρέδιδε πρόθυμα την εικόνα της ηγεσίας εάν κάποιος άλλον ενδιαφερόταν να συγκρατήσει την ένωση ενωμένη, και να πληρώσει για αυτό. Η Γαλλία, ωστόσο, είναι ικανοποιημένη να παίζει το δεύτερο βιολί, αν μη τι άλλο επειδή είναι λιγότερο σταθερή οικονομικά. Και οι συμμαχίες άλλων χωρών – όπως ο συνασπισμός των αντιμεταναστευτικών ανατολικοευρωπαίων – είναι καθαρά ευκαιριακές, και όχι προσπάθεια ανάληψης ηγετικού ρόλου.
Το 2016, η γερμανική κυριαρχία στην ΕΕ είναι ένας μύθος. Το μόνο πλεονέκτημα που έχει η Γερμανία απέναντι στους γείτονές της είναι η ισχυρότερη οικονομία. Η ΕΕ δε θα μετατραπεί σε ομοσπονδιακό κράτος στο προβλέψιμο μέλλον, και οι αντίπαλοι της στενότερης ενοποίησης έχουν να ευχαριστούν το παλιό κόμπλεξ κατωτερότητας της Γερμανίας για αυτό.

