(Photo by Dan Kitwood/Getty Images) |
Το παιχνίδι με το χρόνο αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά ζημιογόνο για τον τόπο, και η κυβέρνηση βρίσκεται και πάλι στη θέση να τρέχει να προλάβει τα χειρότερα πίσω από εξελίξεις που η ίδια επιθυμεί να δρομολογήσει αλλά αδυνατεί να ελέγξει.
Χθες τα τηλέφωνα στις τράπεζες είχαν σπάσει -και αυτό δεν είναι υπερβολή- από προβληματισμένους πολίτες που ρωτούσαν αν υπάρχει κίνδυνος για τα χρήματά τους τα οποία παραμένουν εγκλωβισμένα από πέρυσι τον Ιούλιο στους λογαριασμούς τους. Δίπλα στον καταιγισμό των δηλώσεων και των ειδήσεων για τη νέα εμπλοκή στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, δέσποζε το «μονόστηλο» της νέας μείωσης του ύψους των καταθέσεων για τρίτο συνεχόμενο μήνα στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Ιούλιο του 2003. Οι δηλώσεις του μέλους της ΕΚΤ Μπενουά Κερέ αμέσως μετά τη συνομιλία του με τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο για την καλή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών ήταν ενδεικτικές της προσπάθειας να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις.
Για το κλίμα που επικρατεί στην αγορά και την κατάσταση των ταμειακών διαθεσίμων της χώρας, δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά. Η κατάσταση μιλά από μόνη της και δεν εμπνέει καμιά αισιοδοξία για την ευόδωση της στρατηγικής της κυβέρνησης, που ενώ διαπραγματεύεται ξανά με την πλάτη στον τοίχο, ταυτόχρονα θεωρεί ότι είναι η χώρα που κρατά την τύχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα χέρια της ενόψει του βρετανικού δημοψηφίσματος.
Αφού ξοδεύτηκε πολύτιμος χρόνος και στεγνώσαμε από ρευστό, αφού χάθηκαν οι χρονικοί στόχοι της αξιολόγησης όχι μόνο μια και δύο (Οκτώβριος, Δεκέμβριος) αλλά και τρεις (Πάσχα Καθολικών) και τέσσερις φορές (Πάσχα Ορθοδόξων), τώρα βρισκόμαστε μέσα σε 24 ώρες να εκλιπαρούμε για πολιτική λύση ως προς την απαίτηση προσδιορισμού των επιπλέον μέτρων 3,6 δις. ευρώ, και οι δανειστές να μας δείχνουν επιμόνως το δύσκολο δρόμο ενός (ακόμη απροσδιόριστου χρονικά) Eurogroup όπου εκεί οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται με πολιτικά, αλλά -κυρίως- με ποσοτικά κριτήρια, αριθμούς και στόχους.
Η κυβέρνηση δείχνει πως δεν έχει εγκαταλείψει την επιδίωξη να πετύχει την αποπομπή του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα ή τουλάχιστον να την αποδυναμώσει. Όμως το μόνο που έχει καταφέρει μέχρι στιγμής βάζοντας αρχικά στο στόχαστρο το Ταμείο με αφορμή τις διαρροές της συνομιλίας των στελεχών του και στη συνέχεια ζητώντας την σύγκληση Συνόδου Κορυφής (σ.σ επισήμως το αίτημα δεν έχει υποβληθεί στον Ντ. Τουσκ με τον οποίο ο πρωθυπουργός θα επικοινωνήσει σήμερα), είναι αντί να προκαλέσει κόντρα με τη Γερμανία, να στρέψει αμφότερες τις δυνάμεις εναντίον της Ελλάδας.
Το πόσο δυσκολότερη έγινε τις τελευταίες ώρες η κατάσταση διαπραγματευτικά για την ελληνική πλευρά, αποτυπώθηκε στην αλλαγή στάσης της αμερικάνικης κυβέρνησης που πήρε ευθέως και ηχηρώς θέση υπέρ του ΔΝΤ και διέψευσε τις όποιες προσδοκίες καλλιεργούσε το Μαξίμου ότι θα μπορούσε να συμβάλει υπέρ των ελληνικών επιχειρημάτων.
Η τοποθέτηση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ, Νέιθαν Σίτς ότι το αμερικάνικο ΥΠΟΙΚ «στηρίζει την επιμονή του ΔΝΤ ώστε να αναδιαρθρωθεί το ελληνικό πρόγραμμα», μόνο τυχαία δεν ήταν. Αποτελεί ένα σαφές μήνυμα ότι σε αντίθεση με την ελληνική κυβέρνηση που υποστηρίζει ότι δεν συζητείται τίποτα πέραν της εφαρμογής της συμφωνίας του περσινού καλοκαιριού, βρίσκεται πλέον απλωμένη στο τραπέζι από όλες τις πλευρές η απαίτηση για την επί τα χείρω αναθεώρηση του τρίτου Μνημονίου με την προσθήκη νέων μέτρων όχι μόνο ως προϋπόθεση συμμετοχής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, αλλά και ως αναγκαία συνθήκη για την μελλοντική αναδιάρθρωση του χρέους. Έχει πλέον γίνει σαφές σε όλους πως το ζητούμενο δεν είναι πλέον αν θα ληφθούν τα προληπτικά μέτρα μείωσης δαπανών, αλλά ο χρόνος και ο ακριβής μηχανισμός μέσω του οποίου αυτό θα γίνει ώστε και συγκεκριμένες δαπάνες να μπουν στο κρεβάτι του Προκρούστη και να υπάρξει νομική κάλυψη τόσο των δανειστών όσο και της κυβέρνησης που θα τα αποφασίσει.
Η προσπάθεια συμβιβασμού που γίνεται από χθες το βράδυ και πιθανόν θα συνεχιστεί και κατά την επόμενη εβδομάδα από τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Γ. Χουλιαράκη, τους νομικούς συμβούλους και τους εκπροσώπους των δανειστών, δεν φαίνεται προς ώρας να οδηγεί σε απτά αποτελέσματα. Εξ ου και η αδυναμία χρονικού προσδιορισμού ενός έκτακτου Eurogroup το οποίο μπορεί να συγκληθεί κάποια στιγμή μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες, και βλέποντας…