Ακούμε συχνά, πως η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει βαθιά τον ήδη πολύπαθο χώρο των ελληνικών γραμμάτων, αλλά στις μέρες μας, μαζί με την αποδόμηση ενός ολόκληρου σαθρού κράτους, έχουμε θυσιάσει στο βωμό της ύφεσης μια ολόκληρη γενιά νέων λογοτεχνών που μάταια αναζητά να επικοινωνήσει με το αναγνωστικό της κοινό.
Του Αλέξανδρου Κεφαλά
Συνεπώς η καλή ή πρωτοπόρα λογοτεχνία και οι δημιουργοί της, που δεν είχαν την τύχη να μεγαλουργήσουν σε εποχές παχιών αγελάδων, περιθωριοποιείται χάριν της εύπεπτης λογοτεχνιας παραλίας και των επανεκδόσεων παλαιότερων καθιερωμένων συγγραφέων. Δεν είναι τυχαίο πως οι Έλληνες λογοτέχνες των δεκαετιών ’80, 90 εώς και 2000 περίπου έχουν οι περισσότεροι ένα πλούσιο βιογραφικό να επιδείξουν αφού ανά έτος ή πολύ κοντά χρονικά οτιδήποτε έγραφαν εκδιδόταν με ευκολία. Δεν έχει κάποιος παρά να ανατρέξει στις βιογραφίες της ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ για του λόγου το αληθές. Οι νέοι λογοτέχνες, από την άλλη, ανεξάρτητα από την ποιότητα της δουλειάς τους πολλές φορές αναγκάζονται να αφήσουν για χρόνια στο συρτάρι τα έργα τους αφού το τείχος των εκδοτικών είναι απροσπέλαστο. Αλλά ακόμα κι αν καταφέρουν μετά κόπων και βασάνων να το περάσουν κι αυτό έχουν να συναντήσουν ακρετούς σκοπέλους μπροστά τους. Η χαρά μιας έκδοσης έχει δυστυχώς αντικατασταθεί με το άγχος μιας αμφίβολης και δύσκολης συνεργασίας. Ανέκαθεν ο λογοτέχνης ήταν ο «ρηγμένος» της υπόθεσης (χαμηλά ποσοστά επί των πωλήσεων κλπ) αλλά σήμερα πολύ περισσότερο μια έκδοση ενέχει τον κίνδυνο μεγάλης οκονομικής στήριξης με ελάχιστα κέρδη, όχι πλέον από τον εκδότη, αλλά από τον ίδιο το λογοτέχνη. Φυσικά, όλοι οι τομείς της καλλιτεχνικής δημιουργίας, έχουν μπει στην ίδια λογική. Για παράδειγμα, οι σύγχρονες γκαλερί ζητάνε ποσά ενοικίασης από τους καλλιτέχνες προκειμένου να προβάλλουν στις αίθουσες τους τη δουλειά τους, και σχεδόν πάντα παίρνουν και κάποιο ποσοστό επί των πωλήσεων. Δυστυχώς, δεν απέχει και πολύ το σύγχρονο ελληνικό βιβλίο από αυτές τις «μεθόδους».
Οι εκδοτικοί οίκοι ήταν και είναι επιχειρήσεις, πρωτίστως, δεν το ξεχνάμε. Απλώς, στις μέρες μας, έχουν πετάξει το προσωπείο των πυλώνων πολιτισμού, που κάποτε φόραγαν. Δεν είναι τυχαίο πως αρκετοί απορρίπτουν εκ των προτέρων συγκεκριμένα «μη εμπορικά» είδη (όπως η ποίηση, το θέατρο, το δοκίμιο κλπ). Άλλοι πάλι στις επίσημες ιστοσελίδες τους ζητάνε (άκουσον άκουσον) συγκεκριμένο αριθμό λέξεων... Έτσι οι μεγάλοι και κραταιοί εκδότες, προσπαθώντας, να επιβιώσουν έχουν γίνει υπέρ το δέον επιλεκτικοί προωθώντας συγκεκριμένα «ονόματα» για τη σίγουρη εμπορική τους επιτυχία, ενώ οι πιο μικροί δρουν πλέον απροκάλυπτα ως τυπογραφεία ζητώντας από τη νέα γενιά λογοτεχνών που θέλει να δει το έργο της τυπωμένο υπέρογκα ποσά (της τάξεως των 2,000 ευρώ και περισσότερο ανάλογα με το τιράζ) χωρίς έπειτα να προβάλλον ανάλογα τα βιβλία τους. Η συμμετοχή του λογοτέχνη στο κόστος της έκδοσης, η λεγόμενη συνέκδοση ή αυτοέκδοση (o tempora o mores…), είναι «τακτική» συνηθισμένη πλέον. Πολλοί είναι οι νέοι δημιουργοί που πιστεύουν πως με αυτό τον τρόπο θα κερδίσουν μια θέση στα ελληνικά γράμματα και καταφεύγουν σε αυτή τη λύση, αλλά πλανώνται πλάνην οικτράν. Σπάνια τα βιβλία τους μπαίνουν στις προθήκες των μεγάλων βιβλιοπωλείων, που ας μη γελιόμαστε είναι οι βασικές κοιτίδες επαφής με το αναγνωστικό κοινό. Επίσης το σύνολο των εφημερίδων και των έντυπων ευρείας κυκλοφορίας αγνοεί επιδεικτικά τα δελτία τύπου, ενώ οι βιβλιοκριτικοί δεν στέλνουν καν μια ευχαριστήρια απαντητική επιστολή για τις νέες κυκλοφορίες που έρχονται στα χέρια τους μέσω των μικρών αυτών εκδοτικών. Παντελής αδιαφορία από τα μέσα και μηδαμινή «επικοινωνία» του βιβλίου με το κοινό είναι το τελικό αποτέλεσμα μίας συνέκδοσης στις περισσότερες των περιπτώσεων.
Φυσικά το καλό βιβλίο, θα πουν ορισμένοι, δε χρειάζεται προβολή, βρίσκει το δρόμο του και δε θα διαφωνήσω. Με τον όρο όμως να έχει ίσες ευκαιρίες στις διόδους επαφής, δηλαδή τα βιβλιοπωλεία και κυρίως τις μεγάλες αλυσίδες. Επίσης, οι εκδότες δεν πρέπει να ξεχνάνε πως απαξιώνοντας μία ολόκληρη γενιά νέων λογοτεχνών είναι μία τακτική που μελλοντικά ίσως γυρίσει εναντιον τους. Αν δε σπείρεις δε θα θερίσεις δε λέει ο πάνσοφος λαός;
* Ο Αλέξανδρος Κεφαλάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Είναι απόφοιτος του Αμερικάνικου Κολλεγίου της Ελλάδας στον τομέα της Ιστορίας της Τέχνης. Έχει εργασθεί ως επιμελητής εκθέσεων, ενώ ασχολήθηκε και με τη διδασκαλία της ιστορίας της τέχνης. Το πρώτο του μυθιστόρημα Η Αγγλίδα Κυρία κυκλοφόρησε το 2007 από τις εκδόσεις Διόπτρα. Από τις εκδόσεις Άπαρσις κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του Επικίνδυνες Συνδέσεις 2011και Ιερό Πάθος 2013.
