Η αποπαγκοσμιοποίηση, λόγω της πανδημίας, του πολέμου και της Κίνας

Οι οικονομικές πολιτικές της παγκοσμιοποίησης ήταν προσαρμοσμένες στα συμφέροντα ενός μικρού αριθμού εξαιρετικά ισχυρών εταιριών – ενώ μία μικρή «κοσμοκρατική» ελίτ, κατάφερε να συγκεντρώσει τεράστιο πλούτο και δύναμη. Η συγκεκριμένη δε «νέα τάξη πραγμάτων», φτωχοποίησε τους εργαζομένους – ενώ κατέστρεψε τη βιομηχανική ικανότητα των δυτικών κρατών,  τις δημόσιες υπηρεσίες, τις ζωτικές υποδομές και τις τοπικές κοινωνίες τους. Εκτός αυτού, τα δυτικά έθνη έχουν γίνει όλο και περισσότερο εξαρτημένα από τις ξένες χώρες, για την κάλυψη σχεδόν όλων των αναγκών τους – από την ενέργεια και τα τρόφιμα, έως τις βασικές ιατρικές προμήθειες. Για την Ελλάδα, η αποπαγκοσμιοποίηση είναι σίγουρα μία μεγάλη ευκαιρία, για να αναπτύξει τον πρωτογενή της τομέα, τη μεταποίηση και τη βιομηχανία – πιθανότατα η τελευταία της. Μία ευκαιρία για να καταφέρει να ξεφύγει από τη μονοκαλλιέργεια του φθηνού, μαζικού τουρισμού, με εισαγόμενα προϊόντα τα οποία προκαλούν όλο και μεγαλύτερα εμπορικά ελλείμματα, ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, καθώς επίσης εξωτερικά χρέη, μειώνοντας παράλληλα το ΑΕΠ της.

Από: analyst.gr - Βασίλης Βιλιάρδος

Ανάλυση

Το θέμα της προβληματικής παγκοσμιοποίησης μας έχει απασχολήσει πολλές φορές – όπου όμως, έως σχετικά πρόσφατα, όλοι όσοι ήταν αντίθετοι θεωρούνταν αναχρονιστικοί, εάν όχι απλά «λαϊκιστές». Εν τούτοις, το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα – ενώ δεν υπάρχει σήμερα σαφέστερο μήνυμα του σκεπτικισμού των ελίτ, απέναντι σε μία καπιταλιστική οικονομία χωρίς σύνορα, από το βιβλίο της Rana Foroohar με τον τίτλο «Homecoming: The Path to Prosperity in a Post Global World» (πηγή).

Εν προκειμένω, η παραπάνω συγγραφέας και αρθρογράφος των Financial Times, αναφέρεται στο ξεκίνημα μίας νέας εποχής οικονομικού τοπικισμού – δηλώνοντας πως η παγκοσμιοποίηση είναι νεκρή και ότι πρέπει να είμαστε όλοι ευγνώμονες!

Με απλά λόγια, σε αντίθεση με το βιβλίο του T. Friedman «The World is flat» στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το οποίο αποτύπωνε τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό της εποχής, με την αμέριστη πίστη στο ελεύθερο εμπόριο, στην αμερικανική «μονοπολικότητα» και στις δυτικές αξίες, το βιβλίο της Foroohar αντανακλά στην ουσία την παραδοχή των δυτικών ελίτ – σύμφωνα με την οποία το εγχείρημα της παγκοσμιοποίησης απέτυχε.

Όπως γράφει, οι οικονομικές πολιτικές της παγκοσμιοποίησης ήταν προσαρμοσμένες στα συμφέροντα ενός μικρού αριθμού εξαιρετικά ισχυρών εταιριών – ενώ μία μικρή «κοσμοκρατική» ελίτ κατάφερε να συγκεντρώσει τεράστιο πλούτο και δύναμη. Η συγκεκριμένη δε «νέα τάξη πραγμάτων», φτωχοποίησε τους εργαζομένους – ενώ κατέστρεψε τη βιομηχανική ικανότητα των δυτικών κρατών,  τις δημόσιες υπηρεσίες, τις ζωτικές υποδομές και τις τοπικές κοινωνίες τους. Εκτός αυτού, τα δυτικά έθνη έχουν γίνει όλο και περισσότερο εξαρτημένα από τις ξένες χώρες, για την κάλυψη σχεδόν όλων των αναγκών τους – από την ενέργεια και τα τρόφιμα, έως τις βασικές ιατρικές προμήθειες.

Όσον αφορά τον άλλο μεγάλο νικητή της παγκοσμιοποίησης, εκτός από τους πολυεθνικούς ομίλους και την κοσμοκρατική ελίτ, ήταν η Κίνα – όπου, ενώ ο νεοφιλελευθερισμός συνδέεται κυρίως με τον R. Reagan και την M. Thatcher στη δεκαετία του 1980, η ώθηση προς την παγκοσμιοποίηση ξεκίνησε στην ουσία από τον B. Clinton, τη δεκαετία του 1990. Εκείνη την εποχή, η παγκόσμια οικονομία διαμορφώθηκε από μία σειρά εμπορικών συμφωνιών – με αποκορύφωμα την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001.

Κατά τη συγγραφέα, προκαλεί εντύπωση αλλά είναι αληθινό το γεγονός ότι, οι Δημοκρατικοί στη δεκαετία του 1990 ήταν πολύ λιγότερο προστατευτικοί σε εμπορικά θέματα, από τους Ρεπουμπλικάνους – υποστηρίζοντας στην πραγματικότητα τους κανόνες του ΠΟΕ που καθιστούσαν σχεδόν αδύνατο έως το 2000 στις διάφορες χώρες, να διαμορφώνουν τη δική τους εμπορική πολιτική.

Ως αποτέλεσμα τώρα αυτής της πολιτικής, πολλές βιομηχανίες των ΗΠΑ (της Ελλάδας και άλλων χωρών επίσης) έκλεισαν κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου – ενώ το 80% της μείωσης της απασχόλησης στον αμερικανικό ιδιωτικό τομέα, μεταξύ των ετών 2000 και 2003, οφειλόταν στις απώλειες θέσεων εργασίας στα εργοστάσια.

Οι παραπάνω απώλειες, είχαν σχέση με αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «σοκ της Κίνας» – με τη διαδικασία δηλαδή που έχουμε περιγράψει εμείς πολλά χρόνια πριν, κατά την οποία μία φαινομενικά απεριόριστη προσφορά χαμηλόμισθων Κινέζων εργαζομένων έγινε διαθέσιμη στις πολυεθνικές, μετά την ένταξη της Κίνας στον ΠΟΕ. Έτσι η παραγωγή της Δύσης, οπότε και ο πλούτος της, μεταφέρθηκε στην Ασία – ενώ η ενδιάμεση δυτική ευημερία, ήταν πλασματική, όπως τεκμηριώνεται από την κατακόρυφη άνοδο των δημοσίων και ιδιωτικών χρεών.

Συνεχίζοντας, η παγκοσμιοποίηση δεν ήταν μόνο ένα οικονομικό εγχείρημα αλλά, επίσης, ένα πολιτικό – με την έννοια πως αφορούσε αφενός μεν την ενδυνάμωση των εταιριών, αφετέρου  την αποδυνάμωση των ψηφοφόρων. Πώς; Απλούστατα, με την εκχώρηση εθνικών προνομίων σε διεθνείς και υπερεθνικούς θεσμούς, καθώς επίσης σε «υπερκρατικές» γραφειοκρατίες – όπως ο ΠΟΕ και η ΕΕ.

Οι συγκεκριμένοι θεσμοί, πάντοτε κατά τη συγγραφέα, έχουν αποσυνδέσει πλήρως το κεφάλαιο από τις εθνικές δημοκρατίες – με αποτέλεσμα τη δημιουργία μίας όλο και περισσότερο «κούφιας» δημοκρατίας, παρόμοιας με μία πλουτοκρατία ή «εταιριοκρατία». Εν προκειμένω, οι αλλαγές στην πολιτική είναι ελάχιστες και σχεδιαστικές, έτσι ώστε να προσαρμόζονται στις τοπικές κοινωνίες – χωρίς να επιτρέπονται ποτέ σημαντικές αποκλίσεις από τους «χρυσούς» βασικούς κανόνες του νεοφιλελευθερισμού.

Έτσι, τα τελευταία 40 χρόνια, η οικονομία εξελίχθηκε σε μία όλο και πιο «παγκόσμια υπόθεση» – με τους κανόνες να υπαγορεύονται από μία παγκόσμια τεχνοκρατική τάξη, σε συμφωνία με τα μέλη της και με τις χρηματοπιστωτικές αγορές, παρά με την πλειοψηφία των ανθρώπων στις χώρες τους. Εύλογα λοιπόν ξεκίνησαν οι αντιδράσεις μετά το 2010 σε διάφορα κράτη, όπως τα κίτρινα γιλέκα στη Γαλλία – καθώς επίσης η εκλογή «λαϊκιστών» ηγετών σε ορισμένα.

Σε αντίθεση όμως με τότε, δεν είναι πλέον μόνο οι δυτικοί ψηφοφόροι που αντιτίθενται στην παγκοσμιοποίηση – αλλά, επί πλέον, οι πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ. Οι αντιδράσεις τους αυτές βέβαια αποτελούν φυσική συνέπεια της πανδημίας – όπου φάνηκε πόσο εύθραυστες είναι οι διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες και η αποκεντρωμένη παραγωγή. Μεταξύ άλλων, διαπιστώθηκε στη Δύση πως δεν διέθετε καν εργοστάσια παραγωγής προστατευτικού ιατρικού εξοπλισμού ή βασικών φαρμάκων – τεκμηριώνοντας πως, σε τελική ανάλυση, η παγκοσμιοποίηση απειλεί την εκάστοτε εθνική ασφάλεια.

Επί πλέον, οι διακοπές της παραγωγής που σχετίζονταν με την πανδημία στην Κίνα και αλλού, παρεμπόδισαν την κατασκευή, τη μεταφορά και τη διανομή προϊόντων σε ολόκληρο τον πλανήτη – ειδικά στις δυτικές βιομηχανίες αυτοκινήτων, ηλεκτρονικών και ενδυμάτων, ακόμη και όταν χαλάρωσαν τα μέτρα για τον περιορισμό του Covid.

Ως αποτέλεσμα τώρα των παραπάνω, οι δυτικές εταιρίες άρχισαν να επανεξετάζουν τα μοντέλα της εφοδιαστικής τους αλυσίδας – με κατεύθυνση από την παγκοσμιοποίηση, προς την τοπική προσαρμογή και στην περιφερειοποίηση. Σύμφωνα με μία έρευνα από το 2020, το 64% των αμερικανικών βιομηχανικών και μεταποιητικών εταιριών σχεδίαζαν να μεταφέρουν μέρος της παραγωγής τους πίσω στη Βόρεια Αμερική – τότε λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας.

Γενικότερα δε, η βιομηχανία έχει αρχίσει ήδη να μεταμορφώνει τις αλυσίδες εφοδιασμού της – έτσι ώστε να εξαρτάται λιγότερο από μία ή δύο μεγάλες χώρες και να είναι πιο ανθεκτική σε κινδύνους κάθε είδους. Από την άλλη πλευρά, οι κυβερνήσεις στηρίζουν αυξητικά αυτές τις τάσεις – όπως οι ΗΠΑ με τη νέα βιομηχανική της πολιτική που ψηφίσθηκε, ενώ η ΕΕ προωθεί την «αναδιαμόρφωση των εφοδιαστικών αλυσίδων σε τοπικό επίπεδο».

Η επιστροφή στο έθνος κράτος και η γεωοικονομία  

Περαιτέρω, οι γεωπολιτικές συγκρούσεις έδωσαν μία πρόσθετη ώθηση στην αποπαγκοσμιοποίηση – όπως ο πόλεμος της Ουκρανίας που έχει διχάσει τον πλανήτη σε γεωπολιτικές γραμμές, ενώ έχει αυξήσει τις ήδη υφιστάμενες εντάσεις μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ. Πρόσφατα, το Νοέμβρη, ο πρόεδρος Biden ξεκίνησε έναν πλήρη οικονομικό πόλεμο εναντίον της Κίνας, όπως τον περιέγραψαν οι FT – δηλαδή μία αλυσίδα περιορισμών στην πώληση τσιπ ημιαγωγών σε κινεζικές εταιρίες, σε συνδυασμό με τον εξοπλισμό που απαιτείται για την κατασκευή τους.

Εν προκειμένω, με δεδομένο το ότι οι ΗΠΑ ελέγχουν ορισμένους από τους πλέον κρίσιμους κόμβους της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού ημιαγωγών, όπως η προηγμένη έρευνα και ο σχεδιασμός τσιπ, ενώ η Κίνα εξακολουθεί να βασίζεται στις εισαγωγές για ένα μεγάλο μέρος των αναγκών της σε τσιπ υψηλής ποιότητας, οι συνέπειες θα μπορούσαν να είναι πολύ σημαντικές – όσον αφορά την παραγωγή προϊόντων που απαιτούν ημιαγωγούς, καθώς επίσης την ικανότητα της Κίνας να κατασκευάζει δικά της τσιπ.

Εκτός αυτού, η αμερικανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ακόμη πιο πολλούς περιορισμούς για τις εταιρίες της Κίνας που δίνουν πρόσβαση σε τεχνολογία, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικούς σκοπούς – συμπεριλαμβανομένων επί πλέον απαγορεύσεων σε ημιαγωγούς, τεχνητή νοημοσύνη και μικροτσίπ.

Στην ουσία, οι βαθύτερες αιτίες όλων αυτών των απαγορεύσεων, έχουν σχέση με τη διαφοροποίηση της Κίνας από το δυτικό οικονομικό μοντέλο – σημειώνοντας πως την εποχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης, το πρώτο εξάμηνο του 2009, οι κρατικές επενδύσεις αντιπροσώπευαν το 88% της αύξησης του κινεζικού ΑΕΠ. Εδώ πρόκειται για ένα ποσοστό που δεν συναντάται σε καμία άλλη χώρα – ενώ ανέκαθεν η Κίνα ήταν εύλογα επιφυλακτική, σε σχέση με τις υπερβολές του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.

Ακόμη περισσότερο, τα περιουσιακά στοιχεία που διαχειρίζεται το κινεζικό κράτος, υπερδιπλασιάσθηκαν μεταξύ των ετών 2008 και 2012 – ενώ, μετά την άνοδο στην εξουσία του Xi Jinping, οι κρατικές επενδύσεις αυξήθηκαν, για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες, ταχύτερα από τις ιδιωτικές. Ως εκ τούτου, κατέστη πλέον σαφές το ότι, η Κίνα δεν θα ακολουθούσε το δρόμο που χάραξαν οι κυρίαρχοι της παγκοσμιοποίησης, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ – με την Κίνα να μην αποδέχεται το ρόλο που της είχε ανατεθεί, στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας: να κατασκευάζει δηλαδή προϊόντα για τις δυτικές πολυεθνικές με χαμηλό κόστος, έως εκείνη τη στιγμή που θα αποδεχόταν με τη σειρά της τον δυτικού τύπου οικονομικό νεοφιλελευθερισμό.

Αντίθετα, τα τελευταία δέκα χρόνια η Κίνα έχει αναρριχηθεί στην παγκόσμια αλυσίδα αξίας, με αποτέλεσμα σήμερα να ανταγωνίζεται τις δυτικές εταιρίες σε πολλούς τομείς – όταν ταυτόχρονα ο ρόλος του κράτους στην οικονομία γίνεται όλο και πιο σημαντικός. Εν προκειμένω, οι ανησυχίες για την άνοδο της Κίνας και για τις συνέπειες της στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας των ΗΠΑ, έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια – ενώ το γεγονός αυτό αποτυπώθηκε αρχικά στην πολιτική, με τη μορφή του εμπορικού πολέμου που της κήρυξε ο Trump.

Εν τούτοις, εκείνη την εποχή οι προστατευτικές πολιτικές του Trump δέχθηκαν επιθέσεις – τόσο από Ρεπουμπλικάνους του Εμπορικού Επιμελητηρίου, όσο και από τους νεοφιλελεύθερους Δημοκρατικούς. Παρ’ όλα αυτά, ο πρόεδρος Biden ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τα βήματα του Trump, όσον αφορά την Κίνα – ενισχύοντας ακόμη περισσότερο την προστατευτική του πολιτική. Έτσι σήμερα, η ενίσχυση των αλυσίδων εφοδιασμού των ΗΠΑ απέναντι σε κινδύνους που έχουν σχέση με το κλίμα, με τη γεωπολιτική ή είναι απλά απρόβλεπτοι, αποτελεί πλέον την κορυφαία οικονομική προτεραιότητα της κυβέρνησης – γεγονός που σημαίνει καθαρά ότι, τάσσεται υπέρ της αποπαγκοσμιοποίησης.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, για την Foroohar αυτές οι εξελίξεις είναι εξαιρετικά θετικές, αφού προαναγγέλλουν την άνοδο μίας νέας οικονομίας που θα βασίζεται στη χώρα, στον τόπο – η οποία, λόγω ενός κύματος τεχνολογικής καινοτομίας, δημιουργεί μία μεγάλη ευκαιρία επανεκκίνησης, για κράτη σε ολόκληρο τον πλανήτη. Όπως γράφει,

«H ιδέα πως η παγκόσμια οικονομία είναι αυτοσκοπός και όχι μέσον για την επίτευξη εθνικής ευημερίας, πρέπει να πάψει να υπάρχει – ενώ οφείλει να γίνει κατανοητό το ότι, η παγκοσμιοποίηση είναι κάτι που διαμορφώνουμε εμείς και όχι κάτι που μας διαμορφώνει de facto. Είναι δε σωστό, διαφορετικές χώρες και κοινότητες να ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους – ανάλογα με τις ανάγκες των Πολιτών τους και όχι της πλουτοκρατίας».

Εν τούτοις, εάν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί, η τρέχουσα τάση στη Δύση, κυρίως στις ΗΠΑ προς την αποπαγκοσμιοποίηση, δεν οφείλεται στην επιθυμία να δημιουργηθούν πιο δίκαιες, βιώσιμες και αυτάρκεις οικονομίες που θα εξυπηρετούν την ευημερία των Πολιτών – αλλά καθοδηγείται από το στόχο της αποδυνάμωσης της Κίνας, ακόμη και εις βάρος των Πολιτών της Δύσης, για να μην αναφερθούμε καθόλου στη Ρωσία.

Μπορεί λοιπόν να είναι σωστή η αποπαγκοσμιοποίηση, όπως έχουμε τονίσει σε πολλές αναλύσεις μας και να αποτελεί πραγματικά μεγάλη ευκαιρία, αλλά το βαθύ κράτος των ΗΠΑ την αντιμετωπίζει ως μία άλλη μορφή οικοδόμησης αυτοκρατοριών – όπως φαίνεται καθαρά στην περίπτωση της Ευρώπης που αποτελεί το μεγάλο θύμα του πολέμου της Ουκρανίας. Ας ελπίσουμε πάντως πως δεν θα συνοδευθεί από έναν παγκόσμιο πόλεμο – όπως συνέβη με την πρώτη εποχή της παγκοσμιοποίησης που τελείωσε με τον 1ο ΠΠ.

Για την Ελλάδα βέβαια είναι σίγουρα μία μεγάλη ευκαιρία, για να αναπτύξει τον πρωτογενή της τομέα, τη μεταποίηση και τη βιομηχανία – πιθανότατα η τελευταία της. Μία ευκαιρία για να καταφέρει να ξεφύγει από τη μονοκαλλιέργεια του φθηνού, μαζικού τουρισμού, με εισαγόμενα προϊόντα – τα οποία προκαλούν όλο και μεγαλύτερα εμπορικά ελλείμματα, ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, καθώς επίσης τεράστια εξωτερικά χρέη, μειώνοντας παράλληλα το ΑΕΠ της.

Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail