Από: menshouse.gr
Το οχηματαγωγό που έχει γίνει συνώνυμο της τραγωδίας, είχε αποπλεύσει από τον Πειραιά στις 26 Σεπτεμβρίου 2000
με 472 επιβάτες και 61 μέλη πληρώματος, προκειμένου να πραγματοποιήσει
το δρομολόγιο προς Πάρο, Νάξο, Ικαρία, Πάτμο, Λειψούς. Όμως η πορεία του
σταμάτησε μόλις 2 μίλια από το λιμάνι της Παροικιάς στην Πάρο, περίπου
10 λεπτά μετά τις 10 το βράδυ, όταν προσέκρουσε στις νησίδες Πόρτες, παρά το γεγονός ότι αυτές ήταν χαρτογραφημένες.
Μετά
το αρχικό σοκ από την είδηση και μόνο ότι δεκάδες άνθρωποι έχασαν την
ζωή τους τόσο άδικα, οι προσπάθειες των Αρχών επικεντρώθηκαν στην άντληση του πετρελαίου από τις δεξαμενές
του. Μια δουλειά η οποία ωστόσο δεν ολοκληρώθηκε, όπως αποδείχθηκε πριν
από κάτι παραπάνω από έναν χρόνο, όταν το καλοκαίρι του 2020
παρατηρήθηκε ρύπανση στο σημείο του ναυαγίου. Το περιστατικό ήταν μια…
ενοχλητική υπενθύμιση ότι το θέμα δεν είχε κλείσει οριστικά και μάλιστα
εν μέσω της τουριστικής σεζόν. Τότε οι διάφορες υπηρεσίες έσπευσαν να
συνεργαστούν προκειμένου οι διάσημες παραλίες της Πάρου να παραμείνουν
αλώβητες, την ώρα που διάφορα πλεούμενα, βάρκες, κότερα κλπ γυρόφερναν
το σημείο, γεμάτα από περίεργους που ήθελαν να δουν την αρνητική
«ατραξιόν» του νησιού.
Ακόμη και μετά από αυτή την τελευταία επιχείρηση οι ειδικοί συνέχισαν να υποστηρίζουν ότι αυτή η τακτική δεν θα οδηγούσε πουθενά και (για πολλούς και διάφορους λόγους) χρειαζόταν να δοθεί μια οριστική και τελεσίδικη λύση. Τόνιζαν ότι είναι πολύ πιθανό τα προβλήματα να επανέλθουν και να μην αφορούν μόνο τα πετρελαιοειδή που παρέμεναν στο πλοίο. Σύμφωνα με αυτούς το πρόβλημα εντάθηκε εξαιτίας του γεγονότος ότι το κουφάρι του «Εξπρές Σάμινα», μετά την βύθισή του, έσπασε στα δύο και παραμένει πλέον κομματιασμένο στα 30 με 35 μέτρα κάτω από την επιφάνεια, έρμαιο στις διαθέσεις του καιρού που συνεχίζει να διαβρώνει τον σκελετό του. Ως αποτέλεσμα προέκυψε πιθανότατα και η μετακίνηση των καυσίμων που ακολούθως βρήκαν τον δρόμο τους μέχρι την επιφάνεια, αναγκάζοντας τις Αρχές να παρέμβουν πριν η κατάσταση «αμαυρώσει» διεθνώς την φήμη της Πάρου.
Πλέον η κατάσταση θεωρείται ελεγχόμενη, αφού όπως τονίζουν όσοι ανέλαβαν αυτό το δύσκολο έργο τονίζουν ότι πραγματοποιήθηκε η καλύτερη δυνατή επιχείρηση στον βυθό, ενώ συμπληρώνουν ότι οι μετρήσεις που ακολούθησαν τους επόμενους μήνες έδειξαν ότι ακόμη και με δύσκολο καιρό, δεν προκύπτουν διαρροές επικίνδυνων και ρυπογόνων υλικών.
Ωστόσο το θέμα δεν περιορίζεται μόνο στο περιβαλλοντικό του χαρακτήρα. Έχει και ηθικές προεκτάσεις –και μάλιστα τεράστιας σημασίας- όπως υπενθυμίζει το μικρό εκκλησάκι που στέκεται ακριβώς απέναντι του ναυαγίου. Εκείνο που χτίστηκε από τους συγγενείς των θυμάτων, περίπου στο ίδιο σημείο όπου στην ακτή το κύμα ξέβραζε τις σορούς των αδικοχαμένων ψυχών. Και εκείνοι ζητούν να μπει ένα τέλος σε αυτή την ιστορία, γνωρίζοντας ότι αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με ένα τρόπο. Με την ανέλκυσή του. Οπότε, το ερώτημα έρχεται αβίαστα. Γιατί μετά από 21 χρόνια το κουφάρι παραμένει εκεί;
Όπως λένε οι γνωρίζοντες η ανέλκυση δεν είναι μια απλή υπόθεση. Για να πραγματοποιηθεί μια τόσο τεχνική και σαφώς ιδιαίτερα δαπανηρή επιχείρηση πρέπει να συντρέχουν πολύ συγκεκριμένοι λόγοι οι οποίοι κυρίως έχουν να κάνουν με θέματα ασφάλειας. Ασφάλειας τόσο από την άποψη της ενδεχόμενης ρύπανσης των θαλασσών όσο και για την ναυσιπλοΐα. Φαίνεται ότι την δεδομένη στιγμή και μετά τα μέτρα που έχουν ληφθεί, τέτοιο ενδεχόμενο δεν υπάρχει. Όσο για το ηθικό κομμάτι της υπόθεσης, η απάντηση είναι της φύσης «ναι, μεν, αλλά»…
Και αυτό διότι το θέμα δεν έχει κλείσει καν δικαστικά, ενώ εκκρεμεί ακόμη και το να αποσαφηνιστεί το ποιος φέρει την ευθύνη για την ανέλκυσή του, εφόσον αποφασιστεί ότι θα πραγματοποιηθεί αυτή η επιχείρηση η οποία συνεπάγεται και ένα κόστος που ανέρχεται σε εκατομμύρια ευρώ. Ένα κόστος που κανείς δεν δέχεται να αναλάβει. Ένα κόστος που κανείς δεν υποχρεώνει κανέναν να αναλάβει, 21 χρόνια μετά την τραγωδία…