Έπαψε ξαφνικά να τους φοβίζει μια ενδεχόμενη κλιμάκωση των
τουρκικών προκλήσεων; Ή είναι σίγουροι ότι το «ξέσπασμα» Δένδια ήταν
απλώς λόγια άνευ ουσίας, και συνεπώς δεν πρόκειται να περάσουμε ποτέ σε
ΕΜΠΡΑΚΤΗ απάντηση στις τουρκικές προκλήσεις; Αν ισχύει το δεύτερο, δεν
κοροϊδεύουν τον εαυτό τους όλοι αυτοί που καμαρώνουν τώρα για την τζάμπα
μαγκιά του υπουργού Εξωτερικών; Δεν αντιλαμβάνονται ότι πολύ σύντομα θα
λήξει το διάλειμμα της ψυχικής ανάτασης που τους σέρβιρε επιδέξια η
κυβέρνηση Μητσοτάκη, και θα αρχίσουμε πάλι να «τρώμε ξύλο» από τις
υπερπτήσεις των τουρκικών αεροσκαφών πάνω από τα νησιά μας και από τις
επισκέψεις των τουρκικών ερευνητικών σκαφών στην υφαλοκρηπίδα μας;
Όλες οι ενδείξεις που εγώ τουλάχιστον προσλαμβάνω λένε ότι η απόφαση
της κυβέρνησης Μητσοτάκη να εκχωρήσει μέρος των κυριαρχικών μας
δικαιωμάτων στους Τούρκους είναι ειλημμένη και δεν πρόκειται να αλλάξει
σε καμία περίπτωση. Η παρακμιακή και ψοφοδεής ελληνική πολιτική ελίτ
ενδιαφέρεται μόνο για τη διαιώνιση της νομής της εξουσίας, έχει
αποδεχθεί τη μετατροπή της Ελλάδας σε πειθήνιο δορυφόρο της
νεοοθωμανικής Τουρκίας, την οποία δεν χάνει ευκαιρία να χαρακτηρίζει ως
μεγάλη περιφερειακή Δύναμη, και συμμορφώνεται απόλυτα με τα κελεύσματα
των Αμερικανών και των Γερμανών προκειμένου να κρατήσει τις καρέκλες
της. Οι δύο αυτοί ξένοι παράγοντες έχουν ξεκαθαρίσει με τον πιο σαφή
τρόπο τη στάση που τηρούν στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Οι Γερμανοί
είναι εμφανώς φιλότουρκοι διότι αυτό υπαγορεύει η στενή παραδοσιακή
σχέση που έχουν με τους Τούρκους και το οικονομικό συμφέρον τους, ενώ οι
Αμερικανοί τηρούν πάντα γραμμή ίσων αποστάσεων μεταξύ Ελλάδας και
Τουρκίας και επαναλαμβάνουν μονότονα και απολύτως προβλέψιμα «σύμμαχοι
είστε, πρέπει να τα βρείτε μόνοι σας, καθίστε και συζητήστε». Δεν
υπάρχει ούτε μία πιθανότητα στο εκατομμύριο να αποφασίσει η κυβέρνηση
Μητσοτάκη να ενεργήσει αντίθετα στις υποδείξεις των ξένων αφεντικών της.
Η αντίσταση που έχει η κυβέρνηση Μητσοτάκη (όπως και η προηγούμενη
κυβέρνηση Τσίπρα) απέναντι στις πιέσεις Αμερικανών και Γερμανών έχει την
ίδια δύναμη με αυτή ενός βρασμένου μακαρονιού. Επομένως πυροτεχνήματα
εντυπωσιασμού σαν αυτό που εξαπέλυσε ο Δένδιας στην Άγκυρα δεν έχουν
κανένα ουσιαστικό αντίκρισμα εφόσον εκ των πραγμάτων δεν συνοδεύονται
από αλλαγή πλεύσης στην εξωτερική πολιτική μας. Την ίδια στρατηγική που
είχαμε έναντι της Τουρκίας πριν πάει ο Δένδιας στη γείτονα χώρα,
εξακολουθούμε να έχουμε και σήμερα, και θα έχουμε και αύριο. Δεν έχει
αλλάξει απολύτως τίποτα και καλό θα είναι να μην βαυκαλιζόμαστε με
φρούδες ελπίδες.
Θα ρωτήσει κανείς εύλογα: «Μα αν όλα έχουν συμφωνηθεί με τους
Τούρκους, ποιος ο λόγος να στηθεί το σόου Δένδια-Τσαβούσογλου;». Είναι
προφανές (τουλάχιστον σε εμένα) πως η ελληνική κυβέρνηση είναι μεν
διατεθειμένη να δώσει στους Τούρκους μεγάλο μέρος των ελληνικών
κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά ξέρει ότι δεν μπορεί να το κάνει αυτό με
τον τρόπο που θα ήθελαν οι ανατολικοί γείτονές μας, δηλαδή με διμερείς
διαπραγματεύσεις τύπου «συμφωνίας των Πρεσπών». Οι Τούρκοι θα ήθελαν
φυσικά μια τέτοιου είδους συμφωνία διότι στην περίπτωση αυτή θα έπαιρναν
σχεδόν όλα όσα διεκδικούν από εμάς. Το σκεπτικό τους είναι απλό και
πολύ λογικό: εφόσον οι Σκοπιανοί που είναι ένα ανίσχυρο και ανύπαρκτο
οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά κρατικό μόρφωμα, κέρδισαν τα πάντα
από την Ελλάδα προβάλλοντας εντελώς γελοίους, ανυπόστατους, ανιστόρητους
και εξωφρενικούς ισχυρισμούς, πώς είναι δυνατόν να μην κερδίσουν τα
πάντα οι ισχυροί οικονομικά και στρατιωτικά Τούρκοι αν μας σύρουν σε
παρόμοια διμερή διαπραγμάτευση; Το πρόβλημα όμως είναι πως η κυβέρνηση
Μητσοτάκη δεν έχει καμία όρεξη να μιμηθεί τον ΣΥΡΙΖΑ και να αυτοκτονήσει
πολιτικά, ιδίως επειδή διατείνεται (ψευδώς) ότι εκπροσωπεί τη Δεξιά
στην Ελλάδα. Ξέρει πολύ καλά ότι ο μόνος τρόπος για να μείνει στη θέση
της έπειτα από μία οδυνηρή εθνική ήττα έναντι των Τούρκων, είναι να βρει
μια εύσχημη δικαιολογία που θα πείσει τους αφελείς και τους άσχετους
που είναι δυστυχώς η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών. Η
δικαιολογία αυτή είναι έτοιμη από καιρό. Η κυβέρνηση επιδιώκει να πάει
τις ελληνοτουρκικές διαφορές στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ώστε να
αποφασίσει εκείνο.
Η Χάγη όμως είναι ένα δικαστήριο του οποίου τα μέλη διορίζονται από
τις Μεγάλες Δυνάμεις και φυσικά δικάζουν με βάση κυρίως πολιτικά και όχι
νομικά κριτήρια. Αν συμφωνήσει η Τουρκία να προσφύγουμε στη Χάγη, τότε
είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι οι γείτονές μας θα βγουν κερδισμένοι
και εμείς χαμένοι, διότι αυτοί διεκδικούν περίπου τα πάντα από εμάς ενώ
εμείς τίποτα από αυτούς. Άρα οι Τούρκοι έχουν ΜΟΝΟ να κερδίσουν στη Χάγη
και εμείς ΜΟΝΟ να χάσουμε. Επίσης, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι το μόνο
ζήτημα που θα κληθεί να επιλύσει η Χάγη θα είναι το εύρος των «θαλάσσιων
ζωνών» (εδώ περιλαμβάνεται ύπουλα ΚΑΙ η αιγιαλίτιδα ζώνη μας, και όχι
μόνο η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ) στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, θα
τεθεί αυτομάτως θέμα κυριαρχίας επί νησιών και βραχονησίδων. Αν η Χάγη
δεν ξέρει σε ποιον ανήκει π.χ. το Φαρμακονήσι, το Αγαθονήσι, οι
Οινούσσες και δεκάδες άλλα ΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΑ ελληνικά νησιά που οι Τούρκοι
ισχυρίζονται ότι τους ανήκουν, απλούστατα δεν μπορεί να δικάσει και να
βγάλει απόφαση. Άρα εμμέσως θα αποφασιστούν και ζητήματα ελληνικής
εθνικής κυριαρχίας πέρα από εκείνα των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Όταν θα υποστούμε την εθνική πανωλεθρία με τη βούλα του Διεθνούς
Δικαστηρίου της Χάγης, η κυβέρνηση Μητσοτάκη περιχαρής που θα έχει
καταφέρει να ξεγλιστρήσει με τόσο καπάτσο και πονηρό τρόπο από τη
δύσκολη θέση, θα βγει και θα πει στους Έλληνες: «Πάγια ελληνική θέση επί
δεκαετίες είναι ότι συμμορφωνόμαστε με το διεθνές δίκαιο. Εφόσον λοιπόν
το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, που είναι ο κατ’ εξοχήν αντικειμενικός
ερμηνευτής του διεθνούς δικαίου, έβγαλε μία απόφαση, είμαστε
υποχρεωμένοι να τη σεβαστούμε είτε μας αρέσει είτε όχι». Έτσι, θα έχει
πετάξει ουσιαστικά το μπαλάκι της εθνικής ήττας στη Χάγη και θα μπορεί
να λέει «εμείς κάναμε ό,τι μπορούσαμε, αλλά δεν γινόταν να πετύχουμε
τίποτα καλύτερο». Ήδη ο Μητσοτάκης μας προετοιμάζει για αυτό που
έρχεται. Σε τηλεοπτική συνέντευξή του τον Φεβρουάριο είπε ότι είναι «μία
ένδειξη ωριμότητας της ελληνικής κοινής γνώμης το γεγονός ότι λέμε
ξεκάθαρα ότι αν διαφωνούμε για το θέμα αυτό να πάμε στο Διεθνές
Δικαστήριο». Αισθάνεται δηλαδή ότι με την κατάλληλη πλύση εγκεφάλου από
τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ κατάφερε τους Έλληνες να δεχτούν μια προσφυγή στη
Χάγη, όπου όμως «ξέρει κανείς ότι μπορεί να μην πετύχει το μέγιστο των
διεκδικήσεών του. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Όμως το λέμε και το
εννοούμε».
Παραλείπει βεβαίως πάντα ο Μητσοτάκης να μας πει ΠΟΙΟ ΑΚΡΙΒΩΣ είναι
αυτό το «μέγιστο» των διεκδικήσεών μας. Δεν έχει βγει δηλαδή ποτέ να
εξηγήσει ξεκάθαρα και ντόμπρα στον ελληνικό λαό ποιος είναι ο στόχος της
διαπραγμάτευσής μας με την Τουρκία, ποιο είναι το επιθυμητό για εμάς
αποτέλεσμα. Είναι μία υφαλοκρηπίδα που θα καλύπτει τα όρια που μας δίνει
ο χάρτης της Σεβίλλης; Είναι μία υφαλοκρηπίδα που θα φτάνει μέχρι τον
28ο μεσημβρινό; Είναι μια υφαλοκρηπίδα που θα ταυτίζεται μόνο με τα
χωρικά μας ύδατα; Σε τι στοχεύουμε; Επί μήνες τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη
τηρεί απόλυτη σιωπή πάνω σ' αυτό το ζήτημα. Ο πρωθυπουργός αφήνει
επίτηδες τους Έλληνες στο σκοτάδι, να μην γνωρίζουν για ποιον στόχο
ακριβώς υποτίθεται ότι «μάχεται» η κυβέρνηση, για να μπορεί εκ των
υστέρων να βαφτίσει την επονείδιστη εθνική ήττα ως σπουδαία νίκη,
λέγοντας ότι «κερδίσαμε περισσότερα από όσα ελπίζαμε». Αφού δεν θα ξέρει
κανείς εκ των προτέρων τι ελπίζαμε, θα πιστέψει το παραμύθι ότι «φθηνά
τη γλιτώσαμε με τους Τούρκους, και αποφύγαμε και τον πόλεμο». Ωραιότατη
πολιτική κομπίνα, δεν αντιλέγω, μόνο που απευθύνεται σε ηλίθιους.
Τώρα βρισκόμαστε στη φάση που πρέπει να πειστούν οι Τούρκοι ότι δεν
υπάρχει άλλη πρακτική λύση για να πάρουν αυτά που θέλουν, παρά μόνο η
προσφυγή στη Χάγη. Οι Τούρκοι βεβαίως αντιδρούν και επιμένουν στη διμερή
διαπραγμάτευση διότι ξέρουν ότι αυτή είναι η μεγάλη ευκαιρία που
περίμεναν 50 χρόνια για να βάλουν επί τάπητος ζητήματα εκτός των
«θαλασσίων ζωνών», όπως η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού
Αιγαίου και η τροποποίηση της Συνθήκης της Λωζάννης στα σημεία που δεν
τους συμφέρει. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπαθεί στα πλαίσια της μυστικής
διπλωματίας που κάνει, να τους πείσει ότι «δεν μπορώ να περάσω από τον
ελληνικό λαό όλα αυτά που θέλετε. Αρκεστείτε σε αυτά που ούτως ή άλλως
ξέρουμε και οι δύο ότι θα σας δώσει η Χάγη, και μην ζητάτε αυτά που δεν
μπορούμε πολιτικά να σας δώσουμε». Η σκηνοθετημένη ρήξη
Δένδια-Τσαβούσογλου με αυτό ακριβώς είχε να κάνει. Αν διαβάσει κανείς
πίσω από τις λέξεις που ειπώθηκαν από τον Δένδια στον «φίλο Μεβλούτ», θα
δει ότι οι Τούρκοι επιμένουν να λύσουμε όλες τις διαφορές μας διμερώς,
«αλά Πρέσπες», ενώ η ελληνική κυβέρνηση απαντά: «Κατανοώ το δίκιο που
έχετε, θέλω να σας ικανοποιήσω, σας το λέω και όταν συζητάμε μεταξύ μας
κεκλεισμένων των θυρών, αλλά μην μου ζητάτε να αυτοκτονήσω πολιτικά.
Πάμε στη Χάγη να τελειώνουμε».
Σε όλους εκείνους που έσπευσαν να χαρούν από τη δήθεν γενναία στάση
του Δένδια στην Άγκυρα, έχω να πω ότι θα πρέπει κάποια στιγμή να πάψουν
να είναι αφελείς και να αντιληφθούν πώς λειτουργεί ο πραγματικός κόσμος
γύρω τους. Ένα ξεπουλημένο και απολύτως φιλοτομαριστικό πολιτικό σύστημα
σαν αυτό που κυβερνάει την Ελλάδα τα τελευταία 6 χρόνια, δεν είναι ποτέ
δυνατόν να βρει ξαφνικά το θάρρος να μετατραπεί από κότα σε λιοντάρι.
Μόνο κάποιος που ζει εκτός τόπου και χρόνου μπορεί να πιστέψει ότι
ξαφνικά ήρθε επιφοίτηση στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών και θέλησε να
βάλει τους Τούρκους στη θέση τους – και μάλιστα όταν λίγες ώρες νωρίτερα
είχε συναντηθεί με τον Ερντογάν με τον οποίο είχε μια
«εξαιρετική» συζήτηση, όπως ο ίδιος δήλωσε, καθισμένος στον ίδιο καναπέ
όπου εξευτελίστηκε προσφάτως η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Τέτοιες ξαφνικές
μεταστροφές απλούστατα δεν συμβαίνουν ποτέ στον κόσμο της διπλωματίας –
τουλάχιστον όχι της ελληνικής. Να είστε βέβαιοι ότι η κυβέρνηση
Μητσοτάκη παίζει ΠΑΝΤΑ εκ του ασφαλούς, και είναι σε πλήρη συνεννόηση με
τους Τούρκους για ό,τι κάνει. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να ρισκάρει ο
Μητσοτάκης το δικό του πολιτικό μέλλον, ή εκείνο του ανιψιού του που
πρέπει να κυβερνήσει την Ελλάδα σε περίπου 10 χρόνια από σήμερα, ή των
παιδιών του που προγραμματίζεται να μας κυβερνήσουν σε περίπου 20-25
χρόνια. Έχουμε να κάνουμε με μία εξαιρετικά έμπειρη, μακρόβια,
προσοδοφόρα και φιλόδοξη οικογενειακή πολιτική επιχείρηση η οποία είναι
απλώς ασυναγώνιστη σε κυνισμό και ικανότητα χειραγώγησης και εξαπάτησης
των πολιτών. Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε τις
«χάντρες και τα καθρεφτάκια» που κατά καιρούς προσπαθεί να πουλήσει
στους ιθαγενείς.
Ακόμη και εκείνοι οι σχολιαστές του forum που επέμεναν τόσο καιρό ότι
δεν υπάρχει άλλη επιλογή στις σχέσεις μας με την Τουρκία από το να
προσπαθούμε να την κατευνάσουμε και να ρίχνουμε τους τόνους της έντασης,
που κατακεραύνωναν τους οπαδούς της «σκληρής γραμμής» έναντι της
γείτονος ως δήθεν «πολεμοκάπηλους» αναμασώντας το γνωστό ψευδοδίλημμα
«και τι θέλετε, να κάνουμε πόλεμο;», βγήκαν τώρα και έδωσαν συγχαρητήρια
στον Δένδια επειδή τα είχε χύμα στον Τσαβούσογλου – δηλαδή ταυτίστηκαν
με τις θέσεις εκείνων που καθύβριζαν τόσα χρόνια. Αναρωτιέμαι όμως, δεν
φοβούνται τώρα όλοι αυτοί οι οπαδοί του κατευνασμού τι θα ακολουθήσει
στη συνέχεια;