Στο ερώτημα αυτό η απάντηση έχει δοθεί εδώ και μία τουλάχιστον δεκαετία. Αποκαλύπτοντας λάθη του παρελθόντος που εξακολουθούν να δυσχεραίνουν τον ελληνικό αμυντικό σχεδιασμό. Υπό την πραγματικότητα που επιβάλλουν τα δεδομένα που θα δούμε παρακάτω, επιχειρούμε μία συνολική προσέγγιση στο ζωτικής σημασίας αυτό θέμα.
Από: defence-point.gr
Του Στέργιου Δ. Θεοφανίδη
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, ο επιχειρησιακός σχεδιασμός της Πολεμικής Αεροπορίας προέβλεπε τη μόνιμη διατήρηση σε υπηρεσία 300 μαχητικών αεροπλάνων. Υπήρχε δε και καταγεγραμμένη ανάγκη για την προμήθεια νέου μαχητικού…
Η οικονομική κρίση και η δεκαετία των μνημονίων για τη χώρα μας, ήρθαν να αποδείξουν όχι μόνο ότι ο αριθμός 300 είναι ανέφικτος για τα ελληνικά δημοσιονομικά, αλλά και το ότι το αν μία αεροπορική δύναμη είναι πραγματικά αξιόμαχη, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και όχι μόνο από την ονομαστική – αριθμητική δύναμη των μέσων. Οι σημαντικότεροι από αυτούς τους παράγοντες είναι:
– Η διαθεσιμότητα. Μέχρι τότε (2005) η διαθεσιμότητα της δύναμης μαχητικών σε ποσοστό 75% που είναι το ΝΑΤΟϊκό στάνταρ, δεν είχε επιτευχθεί παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις και για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα στις τάξεις των Μοιρών πρώτης γραμμής της Πολεμικής Αεροπορίας. Η οποία ενώ κυνηγούσε την οροφή των 300 μαχητικών, δεν είχε βρει τρόπους διασφάλισης του πολυπόθητου 75%.
Δεν πρόκειται για απλή διαδικασία. Αυτή είναι η εξήγηση. Επειδή η διαθεσιμότητα επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες με τη σειρά της. Το κόστος, την απρόσκοπτη ροή ανταλλακτικών και αναλωσίμων καθημερινά και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, την επάρκεια του τεχνικού προσωπικού, τις εκπαιδεύσεις, τους ρυθμούς και τον προγραμματισμό της ΕΑΒ κ.ο.κ.
– Ομοιοτυπία αεροσκαφών και ομοιογένεια εξοπλισμού πτήσης και αποστολής. Η οροφή των 300 μαχητικών επιδιώκονταν σε μία εποχή που το πρόβλημα της πολυτυπίας παρέμενε σε ισχύ με ιδιαίτερα βαρύ τίμημα σε κόστος. Κατά συνέπεια έπρεπε πρώτο αυτό να αντιμετωπιστεί ως αναγνωρισμένο πρόβλημα και σε δεύτερο χρόνο να επιδιωχθεί αύξηση της δύναμης των μαχητικών.
Ενδεικτικό του μεγέθους του προβλήματος είναι το ότι μετά την απόσυρση των F-4E SRA στο τέλος του 2005, η Πολεμική Αεροπορία διατηρούσε σε υπηρεσία δύο εκδόσεις του Phantom (F-4E AUP εκσυγχρονισμένα και RF-4E), δύο εκδόσεις του βομβαρδιστικού Α-7 (-Ε και -Η), δύο εκδόσεις Mirage 2000 (-5Mk.2 και – EG) και τρεις F-16 (Block 30, Block 50 και Block 52+).
Από το 2010 ήρθε να προστεθεί και τέταρτη έκδοση F-16 (Block 52+ Advanced)! Στην πραγματικότητα δηλαδή είχε σε υπηρεσία εννιά διαφορετικούς τύπους μαχητικών με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε επενδύσεις σε γραμμές υποστήριξης και εκπαιδεύσεις…
– Υιοθέτηση νέων όπλων και συστημάτων. Οι κυβερνήσεις και οι στρατιωτικές ηγεσίες της περιόδου 2000-2005 απέτυχαν να αναγνωρίσουν έγκαιρα και να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του υψηλού κόστους διατήρησης δύο εκδόσεων του Mirage 2000 σε υπηρεσία. Επομένως το επιδείνωσαν στα χρόνια που ακολούθησαν.
Λόγω ηλικίας τα συστήματα των παλιών Μirage 2000EG/BG απαξιώθηκαν ταχύτατα και τα όπλα τους (διαφορετικά από αυτά των -5Mk.2) έληξαν μετά το 2010. Πρώτοι αποσύρθηκαν οι πύραυλοι αέρος – αέρος μέσης ακτίνας R530D για να ακολουθήσουν οι αντιπλοϊκοί ΑΜ39 Exocet και οι αέρος -αέρος, μικρής ακτίνας R550 Magic II. Μία Μοίρα με τα όπλα της εκτός ενέργειας λοιπόν…
Ενώ μέχρι το 2005 είχε φανεί καθαρά ότι η απόπειρα αύξησης των επιχειρησιακών δυνατοτήτων των φωτοαναγνωριστικών RF-4E απέτυχε, δεν έγινε καμία ενέργεια προς αναζήτηση και υιοθέτηση εναλλακτικών. Ποιες ήταν αυτές; Η προμήθεια περισσότερων συστημάτων ατρακτιδίων DB-110 που καθιστούν ικανά τα F-16 για τη διενέργεια αποστολών ISR μεγάλης ακτίνας και η προμήθεια μη επανδρωμένων αεροσκαφών, με ταυτόχρονη απόσυρση των RF-4E.
Ενώ από το 2010 είχε φανεί καθαρά ότι δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα εκσυγχρονισμού των F-16C/D Block 30 και Block 50, οι “πολιτικές αποφάσεις “ και πάλι απέτρεψαν την προμήθεια νέων όπλων αέρος-εδάφους που θα καθιστούσαν τους δύο αυτούς τύπους και τα παλιά Mirage 2000EG/BG πραγματικά αξιόμαχα σε αποστολές προσβολής στόχων εδάφους και επιφανείας.
Αναφερόμαστε στις συλλογές SPICE 2000 και 1000 που η Πολεμική Αεροπορία είχε ζητήσει από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000 και που “χάθηκαν” το 2011, ακόμα και αφού είχε εγκριθεί η προμήθειά τους από τη Βουλή των Ελλήνων!
Τι γίνεται από εδώ και πέρα;
Από: defence-point.gr
Του Στέργιου Δ. Θεοφανίδη
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, ο επιχειρησιακός σχεδιασμός της Πολεμικής Αεροπορίας προέβλεπε τη μόνιμη διατήρηση σε υπηρεσία 300 μαχητικών αεροπλάνων. Υπήρχε δε και καταγεγραμμένη ανάγκη για την προμήθεια νέου μαχητικού…
Η οικονομική κρίση και η δεκαετία των μνημονίων για τη χώρα μας, ήρθαν να αποδείξουν όχι μόνο ότι ο αριθμός 300 είναι ανέφικτος για τα ελληνικά δημοσιονομικά, αλλά και το ότι το αν μία αεροπορική δύναμη είναι πραγματικά αξιόμαχη, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και όχι μόνο από την ονομαστική – αριθμητική δύναμη των μέσων. Οι σημαντικότεροι από αυτούς τους παράγοντες είναι:
– Η διαθεσιμότητα. Μέχρι τότε (2005) η διαθεσιμότητα της δύναμης μαχητικών σε ποσοστό 75% που είναι το ΝΑΤΟϊκό στάνταρ, δεν είχε επιτευχθεί παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις και για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα στις τάξεις των Μοιρών πρώτης γραμμής της Πολεμικής Αεροπορίας. Η οποία ενώ κυνηγούσε την οροφή των 300 μαχητικών, δεν είχε βρει τρόπους διασφάλισης του πολυπόθητου 75%.
Δεν πρόκειται για απλή διαδικασία. Αυτή είναι η εξήγηση. Επειδή η διαθεσιμότητα επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες με τη σειρά της. Το κόστος, την απρόσκοπτη ροή ανταλλακτικών και αναλωσίμων καθημερινά και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, την επάρκεια του τεχνικού προσωπικού, τις εκπαιδεύσεις, τους ρυθμούς και τον προγραμματισμό της ΕΑΒ κ.ο.κ.
– Ομοιοτυπία αεροσκαφών και ομοιογένεια εξοπλισμού πτήσης και αποστολής. Η οροφή των 300 μαχητικών επιδιώκονταν σε μία εποχή που το πρόβλημα της πολυτυπίας παρέμενε σε ισχύ με ιδιαίτερα βαρύ τίμημα σε κόστος. Κατά συνέπεια έπρεπε πρώτο αυτό να αντιμετωπιστεί ως αναγνωρισμένο πρόβλημα και σε δεύτερο χρόνο να επιδιωχθεί αύξηση της δύναμης των μαχητικών.
Ενδεικτικό του μεγέθους του προβλήματος είναι το ότι μετά την απόσυρση των F-4E SRA στο τέλος του 2005, η Πολεμική Αεροπορία διατηρούσε σε υπηρεσία δύο εκδόσεις του Phantom (F-4E AUP εκσυγχρονισμένα και RF-4E), δύο εκδόσεις του βομβαρδιστικού Α-7 (-Ε και -Η), δύο εκδόσεις Mirage 2000 (-5Mk.2 και – EG) και τρεις F-16 (Block 30, Block 50 και Block 52+).
Από το 2010 ήρθε να προστεθεί και τέταρτη έκδοση F-16 (Block 52+ Advanced)! Στην πραγματικότητα δηλαδή είχε σε υπηρεσία εννιά διαφορετικούς τύπους μαχητικών με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε επενδύσεις σε γραμμές υποστήριξης και εκπαιδεύσεις…
– Υιοθέτηση νέων όπλων και συστημάτων. Οι κυβερνήσεις και οι στρατιωτικές ηγεσίες της περιόδου 2000-2005 απέτυχαν να αναγνωρίσουν έγκαιρα και να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του υψηλού κόστους διατήρησης δύο εκδόσεων του Mirage 2000 σε υπηρεσία. Επομένως το επιδείνωσαν στα χρόνια που ακολούθησαν.
Λόγω ηλικίας τα συστήματα των παλιών Μirage 2000EG/BG απαξιώθηκαν ταχύτατα και τα όπλα τους (διαφορετικά από αυτά των -5Mk.2) έληξαν μετά το 2010. Πρώτοι αποσύρθηκαν οι πύραυλοι αέρος – αέρος μέσης ακτίνας R530D για να ακολουθήσουν οι αντιπλοϊκοί ΑΜ39 Exocet και οι αέρος -αέρος, μικρής ακτίνας R550 Magic II. Μία Μοίρα με τα όπλα της εκτός ενέργειας λοιπόν…
Ενώ μέχρι το 2005 είχε φανεί καθαρά ότι η απόπειρα αύξησης των επιχειρησιακών δυνατοτήτων των φωτοαναγνωριστικών RF-4E απέτυχε, δεν έγινε καμία ενέργεια προς αναζήτηση και υιοθέτηση εναλλακτικών. Ποιες ήταν αυτές; Η προμήθεια περισσότερων συστημάτων ατρακτιδίων DB-110 που καθιστούν ικανά τα F-16 για τη διενέργεια αποστολών ISR μεγάλης ακτίνας και η προμήθεια μη επανδρωμένων αεροσκαφών, με ταυτόχρονη απόσυρση των RF-4E.
Ενώ από το 2010 είχε φανεί καθαρά ότι δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα εκσυγχρονισμού των F-16C/D Block 30 και Block 50, οι “πολιτικές αποφάσεις “ και πάλι απέτρεψαν την προμήθεια νέων όπλων αέρος-εδάφους που θα καθιστούσαν τους δύο αυτούς τύπους και τα παλιά Mirage 2000EG/BG πραγματικά αξιόμαχα σε αποστολές προσβολής στόχων εδάφους και επιφανείας.
Αναφερόμαστε στις συλλογές SPICE 2000 και 1000 που η Πολεμική Αεροπορία είχε ζητήσει από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000 και που “χάθηκαν” το 2011, ακόμα και αφού είχε εγκριθεί η προμήθειά τους από τη Βουλή των Ελλήνων!
Τι γίνεται από εδώ και πέρα;
Όλα τα παραπάνω έχουν γραφτεί και επαναλαμβάνονται για να σχηματιστεί συνολική εικόνα του από πόσους παράγοντες επηρεάζεται το αξιόμαχο μίας αεροπορικής δύναμης. Τα οικονομικά ήταν πάντα ζήτημα όχι μόνο για την Ελλάδα, σε ό,τι αφορά στις αμυντικές προμήθειες και όπως χαρακτηριστικά είπε ο ΥΠΕΘΑ Ν. Παναγιωτόπουλος σε πρόσφατη συνέντευξή του, “ασφαλώς όμως αυτό θα είναι και συνάρτηση των οικονομικών μας δυνατοτήτων οι οποίες δεν είναι ανεξάντλητες”.
Επειδή λοιπόν ασφαλώς οι οικονομικές μας δυνατότητες δεν είναι ανεξάντλητες, σήμερα που οι πάντες αναγνωρίζουν ότι ο Ελληνικός Στρατός είναι ο πτωχός συγγενής και θα πρέπει να πάψει να αντιμετωπίζεται έτσι, αλλά και το ότι το Πολεμικό Ναυτικό πρέπει το συντομότερο να αποκτήσει νέες μονάδες επιφανείας με δυνατότητα αεράμυνας περιοχής και αυξημένες δυνατότητες κρούσης και ανθυποβρυχιακού αγώνα (ASW), τα πράγματα είναι ξεκάθαρα για την Πολεμική Αεροπορία.
Η διατήρηση 200 μαχητικών σε υπηρεσία ΕΙΝΑΙ εφικτή υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και με το δεδομένο ότι θα εξακολουθήσει να αξιοποιεί μονοκινητήρια, ίδιας διαμόρφωσης, χαμηλού κόστους εκμετάλλευσης, μαχητικά αεροπλάνα.
Οι αριθμοί μας βοηθούν να κατανοήσουμε την κατάσταση καλύτερα… 84 εκσυγχρονισμένα F-16V, 38 F-16C/D Block 50 που αναμένεται η απόφαση εκσυγχρονισμού τους στο επίπεδο Block 50+ Advanced και 32 Block 30. Σύνολο 154 μονάδες. Προσθέτοντας τα 24 Mirage 2000-5Mk.2 πάμε στα 178 μονοκινητήρια μαχητικά.
Η παραλαβή και ένταξη σε υπηρεσία των 18 Rafale F3R μέχρι το τέλος του 2023, ανεβάζει το συνολικό αριθμό στα 196 μαχητικά, με δεδομένη την απόσυρση των εκσυγχρονισμένων F-4E AUP. Επομένως είμαστε στον στόχο, ή πολύ κοντά στο να τον πετύχουμε.
Ο πλέον οικονομικός τρόπος αλλά και άμεσος για να μείνουμε σε αυτό το νούμερο και για τα επόμενα 10 έως 15 τουλάχιστον χρόνια, είναι ο εκσυγχρονισμός και των Block 50 και των Block 30 στο ίδιο επίπεδο. Ομογενοποίηση του στόλου των F-16 δηλαδή σε δύο εκδόσεις, προκειμένου να παραμείνουν αξιόμαχα για το χρονικό διάστημα που προαναφέραμε, με το χαμηλότερο δυνατό κόστος, αλλά και για πολλούς άλλους λόγους.
Ο σημαντικότερος είναι ότι τα Block 30 έχουν υποστεί ήδη δύο δομικές αναβαθμίσεις (Falcon Up και FALCON STAR), καθώς και αναβάθμιση κινητήρα. Έχουμε ήδη επενδύσει σημαντικά ποσά στα αεροσκάφη αυτά επομένως, οπότε ο εκσυγχρονισμός του ηλεκτρονικού τους εξοπλισμού μέσω της αξιοποίησης των απαρτίων και των συστημάτων που θα προκύψουν από τα 84 F-16V, θεωρούμε ότι πρέπει να αξιολογηθεί και υπό το πρίσμα της ενίσχυσης του ρόλου του F-16 στις τάξεις του μεγαλύτερου χρήστη του. Της Αεροπορίας των ΗΠΑ δηλαδή που θα συνεχίσει να το αξιοποιεί μέχρι το έτος 2050 τουλάχιστον…