Συνεχίζεται η τουριστική έκρηξη

Πολύ θετικά είναι τα πρώτα μηνύματα για την πορεία του ελληνικού τουρισμού τη νέα τουριστική περίοδο του 2023 και διάχυτη είναι η αισιοδοξία για αποτελέσματα ακόμα καλύτερα και από αυτά του 2022, που για πολλές περιοχές της χώρας είναι πλέον βάση σύγκρισης για το μέλλον, μια και ξεπέρασαν το έτος 2019 σε αφίξεις και έσοδα.

Από: Το Ποντίκι - Αντριάνα Βασιλά

Άλλωστε σημαντική αύξηση 42,9% σημείωσαν τα έσοδα από τον τουρισμό τον Φεβρουάριο του 2023, σε σύγκριση με τον περσινό Φεβρουάριο, ενώ κατά το πρώτο δίμηνο τα έσοδα αυξήθηκαν κατά 50,7%.

Θυμίζουμε ότι, σύμφωνα με την Eurostat, η Ελλάδα κατέγραψε την τουριστική περίοδο του 2022 τη μεγαλύτερη ανάκαμψη στην Ε.Ε. στις εμπορικές πτήσεις, ενώ ήταν η μοναδική χώρα που καθ’ όλη τη διάρκεια της σεζόν παρουσίαζε αύξηση πτήσεων σε σύγκριση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2019. Και τα στοιχεία του Βαρόμετρου του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού, όμως, δείχνουν ότι το 2022 ο τουριστικός κλάδος μπόρεσε να καλύψει μόνο το 60% των επιπέδων της προ Covid-19 περιόδου.

Σχεδόν πλήρης ανάκαμψη των πτήσεων στα προ Covid-19 επίπεδα την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου

Φέτος η σεζόν ξεκινά ήδη πολύ δυναμικά, αφού οι αερομεταφορές, σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία του Eurocontrol για τον Μάιο, σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς έχουν ήδη αρχίσει να καταγράφουν αύξηση.

Κατά την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου κατεγράφησαν συνολικά 1.325 ημερήσιες πτήσεις από και προς την Ελλάδα, με την αύξηση του 17% να τοποθετεί τη χώρα μας στην ένατη θέση της λίστας με τις 10 χώρες που παρουσίασαν τη μεγαλύτερη αύξηση αεροπορικής κίνησης την περίοδο αυτή.

Οι πτήσεις προς Αθήνα κατέγραψαν αύξηση 6% και διαμορφώθηκαν σε 646 καθημερινά, ενώ ο συνολικός αριθμός ημερήσιων πτήσεων που κατεγράφησαν τον Μάιο ήταν 28.444, αυξημένος κατά 0,3% έναντι της προηγούμενης εβδομάδας. Ο αριθμός των πτήσεων θα ήταν ακόμη μεγαλύτερος, όμως εξαιτίας της απεργίας της Πρωτομαγιάς ακυρώθηκαν 1.700 πτήσεις. Σε γενικές γραμμές, κατά την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου παρατηρήθηκε σχεδόν πλήρης ανάκαμψη στα επίπεδα προ της πανδημίας, με τις πτήσεις να φτάνουν στο 92% των επιπέδων του 2019.

Ταχύτερη η έναρξη

Εν τω μεταξύ και η νέα οικονομική ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας «Τάσεις του Επιχειρείν» επισημαίνει ότι όχι μόνο το 2023 αλλά και την επόμενη τριετία τα ελληνικά ξενοδοχεία θα επιβεβαιώνουν το δυναμικό κλίμα, διατηρώντας προσδοκίες για αναπτυξιακή υπεροχή. Μάλιστα βασικό εύρημα της ανάλυσης είναι ότι τα ελληνικά ξενοδοχεία επιβεβαιώνουν το θετικό κλίμα, διατηρώντας προσδοκίες για αναπτυξιακή υπεροχή τόσο για το 2023 όσο και για την επόμενη τριετία.

Ειδικότερα, εμφανή είναι τα σημάδια ότι η τουριστική περίοδος ξεκίνησε ταχύτερα σε σχέση με το παρελθόν, διαμορφώνοντας παράλληλα ευνοϊκές προοπτικές για μια συνολικά ανοδική χρονιά. Σε αυτό συνηγορούν στοιχεία όπως:

● Η ενισχυμένη επίδοση του διμήνου Φεβρουαρίου – Μαρτίου σε όρους ισοζυγίου καθαρών προσλήψεων σε ξενοδοχεία (υψηλό 20ετίας για την περίοδο) και αεροπορικών αφίξεων εξωτερικού (6,5% υψηλότερες του 2019).

● Οι ευνοϊκοί για την Ελλάδα πρόδρομοι δείκτες τουριστικής δραστηριότητας στο κρίσιμο διάστημα Μαρτίου – Απριλίου, όπως οι κρατήσεις πτήσεων (+16% έναντι του 2022 και 12% υψηλότερα των ανταγωνιστών) και οι κρατήσεις ξενοδοχείων (+27% έναντι του 2022).

Σημειώνεται ότι η βασική στήριξη την περίοδο αυτήν προήλθε:

● από τις αεροπορικές αφίξεις (6% υψηλότερες του χειμώνα 2019-2020, έναντι -22% για τις οδικές) και

● από τις τέσσερις βασικές αγορές προέλευσης (Η.Β., ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία), οι οποίες αύξησαν τη συμμετοχή τους στο 28% των αφίξεων τον χειμώνα του 2022-2023 (από το 21% τον χειμώνα 2019-2020).

Αισιοδοξία για τα ξενοδοχεία

Σε αυτό το περιβάλλον τα ελληνικά ξενοδοχεία (με οδηγό τα νησιά) αύξησαν τις πωλήσεις τους κατά 19% σε αποπληθωρισμένους όρους έναντι του 2019 (+32% σε ονομαστικούς όρους), κυρίως μέσω αυξημένου εύρους και ποιότητας υπηρεσιών.

Η Εθνική Τράπεζα προχώρησε σε έρευνα πεδίου σε 200 ξενοδοχειακές ΜμΕ προκειμένου να αφουγκραστεί τις προσλαμβάνουσες που δέχονται από την πλευρά της ζήτησης, καθώς και τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές και προκλήσεις που αντιμετωπίζουν.

Βάσιμες οι θετικές προσδοκίες και για την επόμενη τριετία

Συγκεκριμένα, όσον αφορά το 2023, τα ελληνικά ξενοδοχεία εμφανίζονται πιο αισιόδοξα σε σχέση με τον λοιπό επιχειρηματικό τομέα (σε όρους Δείκτη Εμπιστοσύνης), αναμένοντας διπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης (10% έναντι 5%) και συνεπώς προχωρώντας σε επιθετικότερες προσλήψεις και επενδύσεις. Η επεκτατική στρατηγική τους στόχευση επιβεβαιώνεται από την εκτίμησή τους ότι η φετινή αναπτυξιακή τους υπεροχή θα διατηρηθεί σε ορίζοντα τριετίας.

Βελτίωση υποδομών

Ως κρίσιμη εξωγενή παράμετρο που στηρίζει τον επεκτατικό τους σχεδιασμό αναγνωρίζουν τη βελτίωση των υποδομών που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια (με το 58% του τομέα να αναγνωρίζει σημαντικό όφελος έναντι 1/3 για τις λοιπές επιχειρήσεις). Στον αντίποδα, ως βασικό εμπόδιο στον δρόμο τους αναγνωρίζουν τη δυσκολία εύρεσης προσωπικού (ασκώντας πίεση στα 2/3 του τομέα έναντι 1/2 των λοιπών ΜμΕ), οδηγώντας σε μισθολογικές αυξήσεις που φθάνουν έως και 20% σε νησιωτικές περιοχές για το 2023.

Όσον αφορά στη στρατηγική, ευρεία ήταν η κατανομή των απαντήσεων για την προτεραιότητα που πρέπει να τεθεί, με ορισμένες περιοχές να θέτουν τις υποδομές ως βασική ευκαιρία για την ανάπτυξή τους (π.χ. Κρήτη, Δωδεκάνησα), ενώ άλλες να δίνουν προτεραιότητα στην ενίσχυση αεροπορικών συνδέσεων (π.χ. Κυκλάδες) ή στην προώθηση εναλλακτικών μορφών τουρισμού (Πελοπόννησος).

Καθώς λοιπόν το τουριστικό προϊόν της χώρας μας δεν δείχνει ομοιογενές, η χάραξη των προτεραιοτήτων στρατηγικής είναι σημαντικό να λαμβάνει υπ’ όψιν τις τοπικές ιδιαιτερότητες καθώς και το διαφορετικό επίπεδο ωριμότητας του τουριστικού προϊόντος κάθε περιοχής, ενώ κρίσιμη αναδεικνύεται η κατάρτιση συμπληρωματικών σχεδίων ανάπτυξης ανά περιφέρεια. 

Να ξεφορτωθούν τα «κόκκινα» δάνεια

Την οριστική απαλλαγή των τραπεζών από το υφιστάμενο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων ζητάει η ΤτΕ από τις τράπεζες με την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που έδωσε στη δημοσιότητα.

Πίεση της ΤτΕ στις τράπεζες με την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας

Όπως σημειώνει, το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων στο σύνολο των δανείων (Δεκέμβριος 2022: 8,7%) μειώθηκε, αλλά παραμένει σημαντικά υψηλότερο του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου. Συνεπώς, οι ενέργειες των τραπεζών θα πρέπει να συνεχιστούν, προκειμένου να επιτευχθεί περαιτέρω σύγκλιση.

Επιπρόσθετα, ο πληθωρισμός και η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας ενδέχεται να επηρεάσουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, και να συμβάλουν στη δημιουργία νέων ΜΕΔ.

Φυσικά, ο τρόπος για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων είναι είτε να πέσουν «ουρανοκατέβατα» χρήματα στους δανειολήπτες και να πληρώνουν τις δόσεις τους είτε να πωληθούν στα funds σε εξευτελιστικές τιμές, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια. Αποτέλεσμα, οι ισολογισμοί των τραπεζών να αποδεσμευτούν από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ωστόσο αυτά μεταφέρονται στα χέρια των funds και οι δανειολήπτες συνεχίζουν να πληρώνουν, απλώς αλλάζουν «εισπράκτορα».

Η επιστροφή των τραπεζών στην κερδοφορία το 2022 αποτελεί θετική εξέλιξη, ενώ και το 2023 αναμένεται περαιτέρω ενίσχυση των οργανικών εσόδων. Βραχυπρόθεσμα, η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ ενισχύει τα καθαρά έσοδα των τραπεζών από τόκους, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος των δανείων έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο.

Εν τούτοις, μεσοπρόθεσμα η επίδραση αυτή ενδέχεται να μετριαστεί από την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών λόγω, αφενός, της σταδιακής αύξησης των επιτοκίων καταθέσεων και, αφετέρου, του αυξημένου κόστους έκδοσης ομολόγων για την άντληση ρευστότητας και την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων.

Όπως επισημαίνει, η εν δυνάμει ενίσχυση των γεωπολιτικών κινδύνων, η διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλό επίπεδο, οι σταδιακά διαμορφούμενες αδυναμίες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα στην αγορά των επαγγελματικών ακινήτων, αλλά και ο κίνδυνος εμφάνισης εξωγενών αναταράξεων στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου συνθέτουν και καταδεικνύουν με τον πιο εμφατικό τρόπο το ευμετάβλητο διεθνές χρηματοπιστωτικό περιβάλλον.

Στο πλαίσιο αυτό, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας καλείται να προσαρμοστεί άμεσα αντιμετωπίζοντας προκλήσεις, όπως η περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού και της κεφαλαιακής επάρκειας, και η επίτευξη διατηρήσιμης κερδοφορίας.

Οι πρόσφατες αναταράξεις στα τραπεζικά συστήματα των ΗΠΑ και της Ελβετίας καθιστούν αναγκαία την εγρήγορση όλων των εμπλεκόμενων φορέων και έφεραν στο προσκήνιο, με εμφατικό τρόπο, την ανάγκη ολοκλήρωσης της τραπεζικής ένωσης. Η πρόσφατη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αναθεώρηση του πλαισίου διαχείρισης κρίσεων είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση και θα πρέπει – μεταξύ άλλων – να πλαισιωθεί από τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων (European Deposit Insurance Scheme – EDIS).

Μείωση του δανεισμού των τραπεζών κατά 22,5 δισ. ευρώ

Περισσότερα από 22 δισ. ευρώ (22,5 δισ. ευρώ για την ακρίβεια) επέστρεψαν οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες (Εθνική, Πειραιώς, Eurobank και Alpha Bank) στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τους τελευταίους δώδεκα μήνες. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Τράπεζα της Ελλάδος, ο δανεισμός των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ στο τέλος Απριλίου περιορίστηκε στα 28,3 δισ. ευρώ από 50,8 δισ. ευρώ που ήταν πριν από έναν χρόνο (Απρίλιος 2022).

Η εξέλιξη αυτή αντανακλά το «τέλος του φθηνού χρήματος» λόγω αύξησης των επιτοκίων

Η εξέλιξη αυτή αντανακλά το «τέλος του φθηνού χρήματος» που σηματοδοτούν οι αλλεπάλληλες αυξήσεις των επιτοκίων στις οποίες έχει προχωρήσει η ΕΚΤ, αρχής γενομένης από τον περασμένο Ιούλιο. Από τον Ιούλιο του 2022 έως και τον Μάιο του 2023, τα βασικά επιτόκια πολιτικής του Ευρωσυστήματος αυξήθηκαν κατά 3,75%, ενώ τον Οκτώβριο του 2022 η ΕΚΤ αποφάσισε να τροποποιήσει τους όρους των πράξεων TLTRO III και να αναπροσαρμόσει τον εκτοκισμό των ελάχιστων αποθεματικών.

Tην περίοδο των αρνητικών επιτοκίων οι ελληνικές τράπεζες, όπως και όλες σχεδόν της Ευρωζώνης, στην ουσία επιδοτούνταν από την ΕΚΤ μέσω των ειδικών χρηματοδοτικών της εργαλείων (ΤLTRO) προκειμένου να αντλήσουν όσο το δυνατόν περισσότερη ρευστότητα.

Όπως προκύπτει και από τα στοιχεία της ΤτΕ, οι τράπεζες σταδιακά ξεκίνησαν να αποπληρώνουν στην ΕΚΤ το μεγαλύτερο μέρος από τη ρευστότητα που είχαν λάβει.

Η συνολική ρευστότητά τους σε μεγάλο βαθμό αποκαταστάθηκε χάρη στην αύξηση των καταθέσεων παρά στην πρόωρη και μερική αποπληρωμή των ποσών που είχαν αντληθεί μέσω των πράξεων TLTRO III. Ωστόσο, η ανοδική πορεία των καταθέσεων ανακόπηκε το πρώτο τρίμηνο του 2023.

Συγκεκριμένα το υπόλοιπο των καταθέσεων στην Ελλάδα από κατοίκους εσωτερικού τον Δεκέμβριο του 2022 ανήλθε σε 196,7 δισ. ευρώ, σημειώνοντας νέο ιστορικό υψηλό δεκαετίας, ενώ στο πρώτο τρίμηνο του 2023 σημείωσε πτώση 1% και ανήλθε στα 194,6 δισ. ευρώ. Το 2022, αύξηση παρατηρήθηκε στις καταθέσεις τόσο των νοικοκυριών όσο και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, που ανήλθαν σε 141,3 δισ. ευρώ και 43,8 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 6,2 δισ. ευρώ και 3,4 δισ. ευρώ αντίστοιχα.

Πάντως, όπως διαπιστώνεται και στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δημοσίευσε η ΤτΕ την προηγούμενη εβδομάδα, ο δείκτης ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, παρόλο που κινήθηκε ελαφρώς καθοδικά το 2022, κλείνοντας στο 197,3%, παραμένει διπλάσιος από την υποχρεωτική εποπτική απαίτηση, η οποία ορίζεται στο 100%.

Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail