Το δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα από το 1891 ως σήμερα μέσα από αναλυτικούς πίνακες

Τι είναι το δημογραφικό πρόβλημα; – Η πληθυσμιακή εξέλιξη της νεότερης Ελλάδας (1821 – 2021) – Γεννητικότητα και γονιμότητα – Θνησιμότητα και γήρανση – Μετανάστευση, κοινωνικά – δημογραφικά φαινόμενα – Αιτίες της μείωσης του πληθυσμού και οι συνέπειες από αυτή

Από: Πρώτο Θέμα - Μιχάλης Στούκας

Στα τέλη του 2022 δημοσιεύτηκαν τα επίσημα στοιχεία της ελληνικής απογραφής του 2021 από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Σύμφωνα με αυτά ο πληθυσμός της χώρας μας ανέρχεται σε 10.432.481 άτομα, μειωμένος κατά 382.716 άτομα (ποσοστό 3,6%) σε σχέση με το 2011, όταν ο πληθυσμός της χώρας μας ήταν 10.815.197. Τα στοιχεία αυτά έρχονται να επιβεβαιώσουν με τον πλέον επίσημο τρόπο το δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα μας και στο οποίο έχουμε αναφερθεί και εμείς σε κάποια άρθρα μας. Θα ασχοληθούμε σήμερα με τα δημογραφικά στοιχεία του νεότερου ελληνικού κράτους από την Επανάσταση του 1821, μέχρι τις μέρες μας. Τα πολύτιμα στοιχεία που παραθέτουμε στους σχετικούς πίνακες προέρχονται από την Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ, Τόμος 7, Έκδοση 2005, λήμμα: «δημογραφικό πρόβλημα».


Το δημογραφικό πρόβλημα και η πληθυσμιακή εξέλιξη της νεότερης Ελλάδας

Με τον όρο δημογραφικό πρόβλημα (ή ζήτημα), εννοούμε τις αρνητικές συνέπειες της δυσανάλογης μείωσης ή αύξησης του πληθυσμού μιας χώρας, μιας περιοχής ή ολόκληρου του πλανήτη. Η χώρα μας αντιμετωπίζει δυστυχώς προβλήματα από τη μείωση του πληθυσμού της, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες. Το δημογραφικό πρόβλημα δεν είναι κάτι που απασχολεί μόνο τις σύγχρονες κοινωνίες. Ακόμα και από την αρχαιότητα υπάρχουν σχετικές αναφορές. Γράφει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’ απώλετο δια την ολιγανθρωπίαν».

Πραγματικά κανένα έθνος (πόλις) δεν μπορεί να επιζήσει αν δεν πιστεύει στη ζωή. Αυτή η άποψη έχει τις απαρχές της στην αρχαία Ελλάδα και την εφαρμογή της στην νεότερη, όπου το δημογραφικό πρόβλημα έχει λάβει σοβαρές διαστάσεις.

Αν μελετήσουμε την πληθυσμιακή εξέλιξη της Ελλάδας από το 1821, θα παρατηρήσουμε την ύπαρξη μιας εξελικτικής διαδικασίας, γνωστής στην επιστήμη και ως διαδικασία της δημογραφικής εξέλιξης.

Το πρώτο στάδιο, μεταξύ 1820 και 1910 χαρακτηρίζεται από υψηλή πληθυσμιακή στασιμότητα, ως αποτέλεσμα των υψηλών συντελεστών γεννητικότητας και θνησιμότητας ( οι γεννήσεις ξεπερνούν τις 40 – 50 και οι θάνατοι τους 30 – 35 στους 1.000 κατοίκους). Το δεύτερο στάδιο, μεταξύ 1910 και 1940 παρουσιάζει επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης του ελληνικού πληθυσμού, που οφείλεται στη μείωση της θνησιμότητας. Το τρίτο στάδιο μεταξύ 1940 και 1980 αποτελεί μια περίοδο σημαντικής πληθυσμιακής αύξησης, ως αποτέλεσμα της συνεχούς αλλά διαφοροποιημένης μείωσης των δύο αυτών συντελεστών. Το τέταρτο και τελευταίο στάδιο, μετά το 1980 δείχνει χαμηλή πληθυσμιακή σταθερότητα, λόγω της διαρκούς μείωσης του συντελεστή γεννητικότητας και της παράλληλης αύξησης του συντελεστή θνησιμότητας λόγω γήρανσης.

Από το 2015, όπως βλέπουμε στον πίνακα της ΕΛΣΤΑΤ η κατάσταση είναι δραματική: το 2015 οι γεννήσεις στη χώρα μας ήταν 91.847 και οι θάνατοι 121.183 (29.336 περισσότεροι από τις γεννήσεις) , το 2017 οι γεννήσεις ήταν 88.553 και οι θάνατοι 124.495 (35.942 περισσότεροι από τις γεννήσεις) και το 2020 οι γεννήσεις ήταν 84.767 και οι θάνατοι 131.084 (46.317 περισσότεροι από τις γεννήσεις).


Γεννητικότητα και γονιμότητα

Μετά το 1981 παρατηρείται μια σταδιακή μείωση της γεννητικότητας- γονιμότητας του πληθυσμού με ρυθμό που δεν έχει σημειωθεί άλλη φορά στον ελληνικό χώρο. Όπως βλέπουμε, ενώ οι γεννήσεις από το 1950 ως το 1981 ήταν γύρω στις 150.000 ετησίως, έφτασαν μόλις τις 100.643 το 1990 και μετά το 2017 βρίσκονται σταθερά κάτω από τις 90.000. Ο συντελεστής γεννητικότητας δείχνει τον αριθμό γεννήσεων σε 1.000 κατοίκους. Όπως βλέπουμε (πίνακας 2) , μεταπολεμικά οι γεννήσεις μειώθηκαν περισσότερο από 50%. Στον πίνακα 3 βλέπουμε ότι υπάρχει μια μετατόπιση της γεννητικότητας από την περιφέρεια που ήταν η παραδοσιακή δημογραφική δεξαμενή της χώρας μας προς τα αστικά κέντρα (πίνακας 3). Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα και τη μείωση των πολύτεκνων οικογενειών (γύρω στο 50% από το 1971).

Πολύ σημαντικός είναι επίσης ο δείκτης γονιμότητας, που αναφέρεται στον μέσο όρο των παιδιών που γεννιούνται από γυναίκες που βρίσκονται στην αναπαραγωγική ηλικία. Το 1980 ο συντελεστής αυτός ήταν 2,1 (δηλαδή κάθε γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας γεννούσε κατά μέσο όρο 2,1 παιδιά). Ο συντελεστής αυτός (2.1) , είναι οριακά ίσος για την αντικατάσταση των γονέων. Το 1999 ο δείκτης γονιμότητας μειώθηκε στο 1,3. Τα τελευταία χρόνια κυμαίνεται από 1,2 έως 1,5. Το 2021 ήταν 1,38.
 
Θνησιμότητα και γήρανση

Οι θάνατοι κατά τα μεταπολεμικά χρόνια σχεδόν διπλασιάστηκαν. Από 53.000 το 1950, σε 103.304 (δείτε τον πίνακα 4). Ο συντελεστής θνησιμότητας (η αύξηση των θανάτων επί 1.000 κατοίκων) , δείχνει επίσης μια αύξηση μεταπολεμικά της τάξης του 39%, από 7,04 σε 9,79 (πίνακας 4). Στην αύξηση αυτή συμβάλλουν σημαντικά και τα τροχαία ατυχήματα. Έτσι, προ πανδημίας, το 2019, 701 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στη χώρα μας λόγω τροχαίων ατυχημάτων (το 2018 ο αριθμός ήταν 709) και άλλοι 642 τραυματίστηκαν σοβαρά. Δυστυχώς κάποιοι και από αυτούς χάνουν τη ζωή τους στην πορεία…

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η αύξηση των θανάτων δεν οφείλεται στην αύξηση της νοσηρότητας του πληθυσμού, αλλά είναι αποτέλεσμα της γήρανσής του. Αυτό το στοιχείο αποτελεί την άλλη όψη του δημογραφικού προβλήματος που ενισχύθηκε υπερβολικά τα τελευταία χρόνια. Όπως βλέπετε στον πίνακα 5, οι ηλικιωμένοι (όσοι έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 65 ετών) το 1951 αποτελούσαν το 6,7% του πληθυσμού της Ελλάδας και οι νέοι (όσοι είναι κάτω των 14 ετών), το 28,8%. Το 1999 το μεν ποσοστό των ηλικιωμένων σχεδόν τριπλασιάστηκε (17,2%), το δε ποσοστό των νέων έπεσε σχεδόν στο μισό (15,2%). Δυστυχώς τα επόμενα χρόνια το ποσοστό των ηλικιωμένων αυξήθηκε, και το 2021 έφτασε το 22,6%, ενώ το ποσοστό των νέων την ίδια χρονιά, έπεσε στο 14,1%.


Ο ρόλος της μετανάστευσης

Η μετανάστευση έπαιξε σημαντικό ρόλο στις πληθυσμιακές εξελίξεις στη χώρα μας κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Η μετανάστευση Ελλήνων στο εξωτερικό κατά τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες συνέβαλε στη γήρανση και την αποδυνάμωση του πληθυσμού της χώρας μας, αφήνοντας ένα σημαντικό πληθυσμιακό έλλειμα, αφού στέρησε την Ελλάδα από νέους ανθρώπους και «συσσώρευσε» πλήθος ηλικιωμένων ανθρώπων. Έτσι μεταξύ 1961 – 1970, η μετανάστευση παρουσιάζει ένα έλλειμμα περίπου 460.000 ατόμων. Στη συνέχεια όμως τα πράγματα άλλαξαν. Τη δεκαετία 1971 – 1980, ένα πλεόνασμα 330.000 παλιννοστούντων διαδέχτηκε το έλλειμμα. Το 1981 – 1990 η «θετική μετανάστευση» έφτασε τα 250.000 άτομα, ενώ από το 1991 ως το 2.000, με τη διάλυση του ανατολικού μπλοκ και τον ερχομό εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών από τις χώρες του, αλλά και την Αλβανία το πλεόνασμα έφτασε τις 290.000.

Το 2001 οι μετανάστες στη χώρα μας εκτιμήθηκαν σε 730.000 άτομα. Είναι χαρακτηριστικό και εντυπωσιακό αυτό που ανακαλύψαμε: ότι το 2015 σε μια χρονιά μόνο δηλαδή, στη χώρα μας ήρθαν 861.630 πρόσφυγες και μετανάστες! Όσο για το πόσοι νόμιμοι μετανάστες βρίσκονται σήμερα στην Ελλάδα, αυτό δεν το γνωρίζει ούτε η ίδια η κυβέρνηση! Απαντώντας σε σχετική ερώτηση στη Βουλή πριν λίγες μέρες ο Υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Νότης Μηταράκης, είπε ότι στη χώρα μας ζουν 220.000 Ευρωπαίοι πολίτες και ομογενείς, 287.000 άτομα από την Αλβανία και 185.000 από τρίτες χώρες, ενώ 60.000 έχουν αναγνωριστεί ως πρόσφυγες.

Δεν γνωρίζουμε όμως πόσοι ακριβώς βρίσκονται εδώ, καθώς αυτό εντοπίζεται κάθε τρία χρόνια, όταν πρέπει να ανανεώσουν το δελτίο παραμονής τους. Η αύξηση του πληθυσμού της χώρας μας κατά 679.705 άτομα μεταξύ 1991 και 2001 οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στους μετανάστες. Το 2011 ο πληθυσμός της χώρας μας μειώθηκε κατά 0,88% σε σχέση με το 2001, ενώ το 2021, όπως αναφέραμε ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε σε ποσοστό 3,5%. To brain drain της προηγούμενης δεκαετίας που οδήγησε στη μετανάστευση 450.000- 500.000 περίπου νέους Έλληνες και νέες Ελληνίδες ήταν η βασική αιτία γι' αυτό. Προφανώς, λογικές και απόψεις ότι οι μετανάστες θα λύσουν το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας, μας βρίσκουν ριζικά αντίθετους.
 
Κοινωνικά και δημογραφικά φαινόμενα: γάμοι και διαζύγια

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο αριθμός των γάμων που τελούνται στη χώρα μας, όπως επίσης η γαμηλιότητα, η σχέση του αριθμού των γάμων προς τον πληθυσμό μιας περιοχής ή ομάδας ατόμων και ο αριθμός των διαζυγίων. Όπως βλέπετε στον πίνακα 6, μεταξύ 1961 και 1971 έγιναν 70.914 γάμοι ή 8,46 ανά 1.000 κατοίκους. Από το 1981 ως το 1991 έγιναν 71.178 γάμοι ή 7,31 ανά 1.000 κατοίκους. Το 1999 ο αριθμός των γάμων ήταν 61.165 ή 5,47 ανά 1.000 κατοίκους.

Το 2019 έγιναν στη χώρα μας 47.137 γάμοι και το 2020, προφανώς και λόγω της πανδημίας μόλις 31.475. Βέβαια πλέον υπάρχουν και τα σύμφωνα συμβίωσης, που αποτελούν έναν τρόπο επισημοποίησης μιας σχέσης. Κι ενώ ο αριθμός των γάμων μειώνεται, ο αριθμός των διαζυγίων αυξάνεται, ενώ αυξάνεται και η ηλικία των νυμφευομένων. Τη δεκαετία του 1960 τα διαζύγια έφταναν τα 5 ανά 100 γάμους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, τα διαζύγια έφτασαν τα 13 ανά 100 γάμους και στη δεκαετία του 1990 τα 15 ανά 100 γάμους. Στη δεκαετία του 2000 22-25 γάμοι από τους 100 λύνονταν, ενώ την προηγούμενη δεκαετία 1 στους 4 γάμους (περισσότεροι από 25 ανά 100), οδηγούνταν σε διαζύγιο.
 
Ποια είναι τα αίτια και οι αφορμές της αρνητικής δημογραφικής εξέλιξης;

Οι ειδικοί επιστήμονες δεν συμφωνούν απόλυτα για τα κύρια αίτια και την απαρχή της αρνητικής δημογραφικής εξέλιξης στη χώρα μας, ωστόσο η μετανάστευση των Ελλήνων στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, αλλά και τα τελευταία χρόνια και η αστυφιλία είναι τα σοβαρότερα. Αντίθετα, οι αφορμές και οι δευτερεύουσες αιτίες είναι πολλές. Ενδεικτικά αναφέρουμε: α) η εγκατάλειψη των γεωργικών εργασιών και του αγροτικού περιβάλλοντος. Με την αποδυνάμωση των αγροτικών περιοχών, η χώρα στερήθηκε πλέον τη δημογραφική της δεξαμενή, β) το αστικό περιβάλλον, καθώς οι συνθήκες στέγασης στις πόλεις δεν επιτρέπουν τη δημιουργία πολυμελών οικογενειών, γ) η απασχόληση των γυναικών, καθώς οι ευνοϊκότερες συνθήκες για την απασχόληση των γυναικών έξω από το σπίτι, σε επαγγέλματα που ευνοούν ελάχιστα την απόκτηση παιδιών, επηρεάζουν σημαντικά την υπογεννητικότητα. Δυστυχώς όμως δεν δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες εκείνες συνθήκες που διευκολύνουν τις εργαζόμενες μητέρες που θέλουν να αποκτήσουν και άλλα παιδιά, δ) τα νέα πρότυπα ζωής, η επικράτηση των οποίων είναι σημαντική, ιδιαίτερα στις πόλεις, αλλά και στις αγροτικές περιοχές, όπου μεγαλύτερο βάρος δίνεται στην ικανοποίηση καταναλωτικών αναγκών, ε) η κοινωνική και οικονομική ανασφάλεια πολλών νέων ζευγαριών στα αστικά κέντρα, με βασικότερο παράγοντα την ανεργία, σε αντιδιαστολή με τη μόνιμη απασχόληση στον αγροτικό χώρο, στ) οι οικονομικοί λόγοι (εισοδηματικοί περιορισμοί) που προέρχονται και από τις ανάγκες για την ανατροφή των παιδιών.

Τα 2.000Ε που δίνονται για τη γέννηση κάθε παιδιού (επίδομα γέννησης) είναι πολύ λίγα. Οι οικονομικές δυσκολίες και τα έξοδα δεν τελειώνουν μετά τη γέννηση ενός παιδιού, καθώς η ανατροφή του στη συνέχεια είναι ιδιαίτερα δαπανηρή, ζ) τέλος, η έλλειψη ενός ικανοποιητικού συστήματος βρεφονηπιακών σταθμών, αλλά και ο σχετικά μικρός αριθμός ολοήμερων Δημοτικών σχολείων, φαίνεται ότι επιδρά ανασταλτικά στην επιθυμία των γυναικών για την απόκτηση παιδιών.
 
Προβλήματα από τις δημογραφικές εξελίξεις

Όπως είναι αναμενόμενο οι δημογραφικές εξελίξεις έχουν επιπτώσεις σε διάφορους τομείς της ζωής (Παιδεία, υγεία, πρόνοια, Ένοπλες Δυνάμεις κλπ.). Στο χώρο της Παιδείας, κάθε χρόνο χιλιάδες λιγότερα παιδιά φοιτούν στα Δημοτικά Σχολεία. Τη δεκαετία 1991-2001 οι μαθητές της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης μειώθηκαν κατά 20%, από 1.231.358 σε 1.000.613. Το 2017, ο αριθμός αυτός ήταν 749.263.

Αυτό σημαίνει ότι εκατοντάδες οργανικές θέσεις δασκάλων καταργήθηκαν και δεκάδες σχολεία, ιδιαίτερα στις παραμεθόριες και τις ορεινές περιοχές της χώρας μας έπαψαν να λειτουργούν.

Έτσι οι μαθητές συγκεντρώνονται και μεταφέρονται σε μεγάλους οικισμούς, κωμοπόλεις και πόλεις. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το 2017, φοιτούσαν 321.867 μαθητές και 295.806 μαθήτριες(συνολικά 617.673). Τέλος, λόγω της μεγάλης εισροής μεταναστών που χαρακτηρίζονται από «υψηλή γονιμότητα», προκύπτει μια πολυπολιτισμική διαφοροποίηση.

Υπολογίζεται ότι το 10% των μαθητών και μαθητριών που φοιτούσαν στα σχολεία της χώρας μας το ακαδημαϊκό έτος 2000-2001, ήταν παιδιά μεταναστών. Ένα πιο πρόσφατο στοιχείο που βρήκαμε, είναι ότι ως και 95% των παιδιών με προσφυγικό και μεταναστευτικό υπόβαθρο εντάχθηκαν στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας κατά το σχολικό έτος 2021-2022.
 
Σοβαρά προβλήματα δημιουργούνται επίσης και στην υγεία

Το κόστος περίθαλψης των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών, είναι πέντε φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο του συνολικού πληθυσμού και δεκαπέντε φορές υψηλότερο από τον νεανικό πληθυσμό. Η περίθαλψη δε των ατόμων ηλικίας άνω των 80 ετών είναι ακόμα πιο κοστοβόρα. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να μην περιθάλπονται οι ηλικιωμένοι και υπερήλικες στη χώρα μας, αλλά ότι η γήρανση του πληθυσμού σημαίνει και αύξηση των συνολικών δαπανών για την υγεία.

Η παρατηρούμενη μείωση του πληθυσμού και η επακόλουθη αύξηση του συντελεστή αντικατάστασης (πλήθος ατόμων ηλικίας 60-64 ετών, προς το πλήθος ατόμων ηλικίας 10-14 ετών) εξηγεί τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και συνταξιοδοτικά Ταμεία.

Για να είναι ομαλή η οικονομική πορεία των ασφαλιστικών οργανισμών σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, πρέπει η αναλογία συνταξιούχων προς εργαζομένους να είναι 1: 4,5. Δυστυχώς στη χώρα μας σήμερα είναι 1: 1,7.

Τέλος πρόβλημα δημιουργείται και στις Ένοπλες Δυνάμεις. Οι δημογραφικές εξελίξεις έχουν σαν αποτέλεσμα ο αριθμός των στρατευσίμων να μειώνεται κάθε χρόνο κατά 4.000-5.000. Ο συνολικός αριθμός των στρατευσίμων σε περίοδο ειρήνης είναι κατά τουλάχιστον 15.000 άνδρες, μικρότερος από τον απαιτούμενο.
 
Άλλα ενδιαφέρονται στοιχεία για το δημογραφικό πρόβλημα

Το 1991 το ποσοστό των θρησκευτικών γάμων στη χώρα μας ήταν 91,1% και των πολιτικών 8,9%. Το 2019, οι θρησκευτικοί γάμοι ήταν το 42,3%, οι θρησκευτικοί 43,3% και τα σύμφωνα συμβίωσης 14,4% Η έναρξη της πανδημίας το 2020 είχε ως αποτέλεσμα τη χρονιά αυτή οι θρησκευτικοί γάμοι να "πέσουν" στο 29,5% του συνόλου, οι πολιτικοί να "ανέβουν" στο 48,3% και τα σύμφωνα συμβίωσης να εκτοξευθούν στο 22,2%.

Η μέση ηλικία της γέννησης του πρώτου παιδιού τους για τις Ελληνίδες ήταν το 1990 περίπου 26 έτη. Το 2013 έφτασε τα 30 και το 2019 προσέγγισε τα 31.

Τεράστια σημασία έχει η μεγάλη μείωση της βρεφικής θνησιμότητας. Στις αρχές του 20ου αιώνα ένα στα εικοσιπέντε βρέφη αποβίωνε πριν συμπληρώσει το πρώτο έτος της ηλικίας του (40/1000). Το ποσοστό αυτό σήμερα έχει μειωθεί θεαματικά (3/1000 βρέφη).
 
Επίλογος

Το δημογραφικό, είναι ένα τεράστιο πρόβλημα, μια πραγματική βόμβα στα θεμέλια της Ελλάδας. Δυστυχώς όλες οι κυβερνήσεις διαχρονικά, το έχουν αντιμετωπίσει επιδερμικά και κοντόφθαλμα. Με αποσπασματικά μέτρα, επιδόματα και έλλειψη ουσιαστικής στήριξης στα νέα ζευγάρια που θέλουν να αποκτήσουν παιδιά, η Ελλάδα δεν κινδυνεύει απλά με πληθυσμιακή συρρίκνωση τις επόμενες δεκαετίες αλλά και με αφανισμό...

Βασική πηγή μας για το άρθρο ήταν η εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ, Τόμος 7, έκδοση 2005, απ' όπου προέρχονται και οι πίνακες που παραθέτουμε. Στοιχεία αντλήσαμε επίσης από δελτία της ΕΛΣΤΑΤ.

Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail