Περίπλοκες και αντιφατικές οι ρωσο-τουρκικές σχέσεις

Στις 29 Ιανουαρίου 2023, περίπου εκατό ημέρες πριν από τις τουρκικές εκλογές, σε μια νέα προεκλογική ομιλία του προς τους νέους, ο Τούρκος Πρόεδρος επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά ότι «η Τουρκία του Ερντογάν απομακρύνεται από τη Δύση και προσεγγίζει ολοένα και περισσότερο τη Ρωσία». Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ανέφερε:

Από: topontiki.gr / Του Βασίλη Γιαννακόπουλου

«Οι ΗΠΑ δεν δίνουν στην Τουρκία ούτε F-35 ούτε F-16, αυτό θα έχει τίμημα… Στις σχέσεις μας με τη Ρωσία υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη. Υπάρχει σεβασμός. Οι σχέσεις μου με τον κ. Πούτιν βασίζονται στην εντιμότητα… Τους πήραμε τους S-400, τους έχουμε στην τσέπη μας… Η Τουρκία δεν είναι η παλιά Τουρκία… Νομίζουν πως η Τουρκία είναι αυτή που ήταν πριν από 20, 30 ή 40 χρόνια. Δεν είναι έτσι…».

Για μεγάλο μέρος της σύγχρονης ιστορίας τους, η Τουρκία και η Ρωσία συμμετείχαν σε έντονες περιφερειακές αντιπαλότητες. Ο ανταγωνισμός κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, για τον έλεγχο των εδαφών στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, της Κασπίας και των Βαλκανίων, οδήγησε σε περισσότερους από δώδεκα ρωσο-τουρκικούς πολέμους μεταξύ του 16ου και του 20ού αιώνα.

Η μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Τουρκία, κυρίως λόγω της τουρκο-σοβιετικής κρίσης των Στενών (1946), που κορυφώθηκε με την είσοδο της Τουρκίας και της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ (1952), είχε αποτέλεσμα να δημιουργηθούν συγκρουσιακές σχέσεις μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Από την πλευρά τους οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνώρισαν την Τουρκία ως έναν στρατηγικό σύμμαχο ενάντια στον σοβιετικό επεκτατισμό και την επιδίωξη διείσδυσης της Σοβιετικής Ένωσης τόσο στην Ανατολική Μεσόγειο όσο και στη Μέση Ανατολή.

Οι σχέσεις Άγκυρας και Μόσχας υπήρξαν ιστορικά ταραχώδεις, κυρίως λόγω του ανταγωνισμού για επιρροή και εξουσία στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου. Η αναθέρμανση των σχέσεών τους, που ξεκίνησε με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, κυρίως στον τομέα του εμπορίου και της ενέργειας, έδινε την εντύπωση ότι υπήρχαν προοπτικές για μια σημαντική και διαρκή σχέση συνεργασίας.

Τα τελευταία περίπου είκοσι χρόνια η Τουρκία αντιπροσώπευε για τη Ρωσία έναν γεωπολιτικά σημαντικό γείτονα, μια σημαντική αγορά ενέργειας, μια χώρα που παρουσίαζε ευκαιρίες για επέκταση των διαδρομών του ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, αλλά και μια χώρα που μπορούσε να επηρεάσει τις εξελίξεις σε ΝΑΤΟϊκό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Είναι γεγονός ότι, παρά τον κλιμακούμενο ρωσο-τουρκικό ανταγωνισμό για επιρροή σε περιφερειακό επίπεδο, η Δύση προβληματίζεται ολοένα και περισσότερο, εξαιτίας της απροκάλυπτης προσέγγισης μεταξύ της Ρωσίας του Βλαντίμιρ Πούτιν και της Τουρκίας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, η Τουρκία έχει επιδιώξει στενότερους δεσμούς με τη Ρωσία.

Πρώτον, για να μειώσει την εξάρτησή της από τη Δύση.

Δεύτερον, για να ενισχυθεί η ταλαιπωρημένη τουρκική οικονομία, καθώς οι κυρώσεις της Δύσης περιόρισαν αισθητά τους οικονομικούς εταίρους της Ρωσίας.

Τρίτον, για να της δοθεί η ευκαιρία αύξησης της τουρκικής επιρροής σε περιφερειακό επίπεδο, καθώς αυξανόταν οι πιθανότητες μείωσης της αντίστοιχης ρωσικής περιφερειακής επιρροής.

Ρωσο-ουκρανική σύγκρουση

Στην Ουκρανία, όπου συνεχίζεται η ρωσο-ουκρανική σύγκρουση, η Τουρκία αφενός εμφανίστηκε ως προστάτης της μειονότητας των Τατάρων της Κριμαίας, αφετέρου προμήθευσε το Κίεβο με μη επανδρωμένα οπλισμένα αεροσκάφη, τα οποία αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικά κατά του ρωσικού στρατού.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει εντείνει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Τουρκία όσον αφορά την εξισορρόπηση των σχέσεών της με τις δύο χώρες και τη διαχείριση της πρόσβασης στη Μαύρη Θάλασσα. Όπως πολύ εύστοχα δήλωσε ο πρώην Αμερικανός αξιωματούχος Rich Outzen, «η ήττα και ο διαμελισμός της Ουκρανίας θα ήταν καταστροφή για την Τουρκία, αλλά και μια ηττημένη και δυνητικά ασταθής Ρωσία θα επηρέαζε αρνητικά τα τουρκικά συμφέροντα στη Συρία και τον Καύκασο, καθώς και στην οικονομία της».

Ως εκ τούτου, η Άγκυρα επιδίωξε να ελαχιστοποιήσει τις τυχόν αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις από τον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας, εν μέρει μέσω της ενίσχυσης διαφόρων μορφών οικονομικής και ενεργειακής συνεργασίας με τη Ρωσία, που είχαν αποτέλεσμα την άμεση αύξηση του όγκου του διμερούς εμπορίου. Ως γνωστόν, η τουρκική κυβέρνηση δεν έχει επιβάλει οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας ούτε έκλεισε τον εναέριο χώρο της στις πτήσεις των ρωσικών πολιτικών αεροσκαφών.

Πέραν αυτών, η σημαντική μείωση των Ρώσων και Ουκρανών τουριστών έχει επηρεάσει την τουρκική οικονομία, όμως η τουρκική κυβέρνηση παραμένει επιφυλακτική για πιθανές ρωσικές ενέργειες που θα μπορούσαν να βλάψουν περαιτέρω την τουρκική οικονομία, όπως η διακοπή εξαγωγών φυσικού αερίου και σιταριού ή η αύξηση προσφυγικών ροών προς την Τουρκία εξαιτίας του πολέμου.

Τον Αύγουστο του 2022 οι Πρόεδροι Ερντογάν και Πούτιν συμφώνησαν δημόσια να ενισχύσουν τη συνεργασία Τουρκίας – Ρωσίας σε όλους τους οικονομικούς τομείς. Ως αποτέλεσμα της στενότερης οικονομικής τους συνεργασίας, πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες, στις οποίες απαγορεύεται λόγω κυρώσεων να εξάγουν απευθείας στη Ρωσία, χρησιμοποιούν την Τουρκία ως ενδιάμεση χώρα για τις εξαγωγές τους προς τη Ρωσική Ομοσπονδία.

Επιπρόσθετα η Τουρκία επωφελείται από τις κυρώσεις κατά των Ρώσων ολιγαρχών, τους οποίους φιλοξενεί ως τουρίστες ή ως επενδυτές. Βέβαια, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της επιβολής κυρώσεων και κατά της Τουρκίας για την παροχή διευκολύνσεων προς τη Μόσχα.

Πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα

Τα συμφέροντα των δύο χωρών στη Μαύρη Θάλασσα θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως σημαντικά και ελαφρώς συγκλίνοντα. Στην εν λόγω θαλάσσια περιοχή η Ρωσία ενδιαφέρεται να συνεργαστεί με την Τουρκία, προκειμένου αφενός να περιορίσει την παρουσία άλλων ΝΑΤΟϊκών ναυτικών δυνάμεων στη Μαύρη Θάλασσα, αφετέρου να συνεχιστεί η ανεμπόδιστη διέλευση του στόλου της για την υποστήριξη των ρωσικών επιχειρήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.

Τον Φεβρουάριο του 2022 η Τουρκία αναγνώρισε ως «κατάσταση πολέμου» την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και ανακοίνωσε ότι θα εφαρμόσει το άρθρο 19 της Σύμβασης του Μοντρέ, το οποίο σε γενικές γραμμές απαγορεύει στα πολεμικά πλοία των εμπόλεμων χωρών να διασχίζουν τα Στενά, εκτός εάν επιστρέφουν στη βάση προέλευσής τους. Η τουρκική κυβέρνηση επιδίωξε επίσης να αποκλιμακώσει τη συγκρουσιακή κατάσταση στον Εύξεινο Πόντο και προειδοποίησε όλες τις χώρες να μην στείλουν πολεμικά πλοία.

Συρία, Λιβύη και Ναγκόρνο Καραμπάχ

Στη Συρία, ενώ οι δύο χώρες υποστηρίζουν αντίπαλες πλευρές, εντούτοις έχουν αναπτύξει έναν ιδιότυπο μηχανισμό διαπραγμάτευσης, που επικεντρώνεται στην προσωπική διπλωματία μεταξύ του Πούτιν και του Ερντογάν.

Η τουρκική πλευρά έχει ουσιαστικά αποδεχτεί ότι, στο ορατό μέλλον, ο υποστηριζόμενος από τη Ρωσία και το Ιράν Μπασάρ Αλ Άσαντ θα παραμείνει στην εξουσία, ενώ η ρωσική πλευρά επέτρεψε στην Τουρκία να δημιουργήσει και να ελέγχει ζώνες κατά μήκος των συρο-τουρκικών συνόρων, προκειμένου να περιορίσει την παρουσία και τη δράση των Κούρδων μαχητών.

Στη Λιβύη οι δύο χώρες αναζητούν πρόσβαση σε λιβυκούς πόρους, αλλά ταυτόχρονα επιδιώκουν τον αποκλεισμό των Ηνωμένων Πολιτειών από την εκμετάλλευση των νέων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου. Οι ρωσικές και τουρκικές δυνάμεις ενεπλάκησαν στον λιβυκό εμφύλιο υποστηρίζοντας αντίπαλα στρατόπεδα. Μάλιστα, με την τουρκική υποστήριξη ηττήθηκε ο υποστηριζόμενος από τη Ρωσία πολέμαρχος Χαλίφα Χάφταρ.

Το 2020 η ανάμειξη της Τουρκίας ήταν επίσης καθοριστική στην επίθεση του Αζερμπαϊτζάν για την ανάκτηση του Ναγκόρνο Καραμπάχ, το οποίο ελέγχεται από την Αρμενία, ανατρέποντας ένα status quo που η Ρωσία από καιρό χειραγωγούσε για τους δικούς της σκοπούς. Ο Δεύτερος Πόλεμος του Ναγκόρνο Καραμπάχ είχε αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στον Νότιο Καύκασο ένα νέο μέτωπο του ρωσο-τουρκικού περιφερειακού ανταγωνισμού.

Παρά την ανεπιθύμητη εισβολή της Άγκυρας σε μια περιοχή που η Ρωσία θεωρούσε ως το «κατώφλι» της, οι δύο χώρες κατάφεραν να επιβάλουν μια εκεχειρία, η οποία παραγκώνιζε σε μεγάλο βαθμό τους εξωτερικούς κρατικούς δρώντες, επιβεβαίωνε τον σημαντικό περιφερειακό ρόλο της Άγκυρας, ενώ παράλληλα αναγνώριζε τη Μόσχα ως τον κύριο μεσολαβητή μεταξύ Μπακού και Ερεβάν.

Αναμφίβολα οι ρωσο-τουρκικές σχέσεις είναι περίπλοκες και αντιφατικές, καθότι μεταβάλλονται τάχιστα από συγκρουσιακές σε σχέσεις συνεργασίας. Για παράδειγμα, τον Νοέμβριο του 2015, η τουρκική Πολεμική Αεροπορία κατέρριψε ένα ρωσικό αεροσκάφος Sukhoi Su-24, το οποίο εισήλθε στον τουρκικό εναέριο χώρο από τη Συρία, προκαλώντας μια προσυγκρουσιακή κατάσταση μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας.

Εννέα μήνες αργότερα ο Ερντογάν ζήτησε συγγνώμη (!), γεγονός που οδήγησε στην ομαλοποίηση των ρωσο-τουρκικών σχέσεων. Την επόμενη χρονιά, στον απόηχο της αποτυχημένης απόπειρας του πραξικοπήματος (Ιούλιος 2016), ο Ερντογάν στράφηκε για υποστήριξη προς τη Μόσχα, κατηγορώντας ταυτόχρονα τις Ηνωμένες Πολιτείες για υπόθαλψη του κληρικού Φετουλάχ Γκιουλέν.

Παρότι στη Συρία συνεχίζονταν αυξομειούμενες οι ρωσο-τουρκικές τριβές, η Άγκυρα αποφάσισε να προμηθευτεί το ρωσικής κατασκευής σύστημα αεράμυνας S-400, αψηφώντας τις προειδοποιήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους για ενδεχόμενη απομάκρυνσή της από το πρόγραμμα των μαχητικών αεροσκαφών F-35.

Αντι-δυτικό μέτωπο

Χωρίς σοβαρή απόκλιση από την πραγματικότητα, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι, μεταξύ άλλων, η επιστροφή σε αυτό το «αντι-δυτικοκεντρικό, μετα-αυτοκρατορικό και συνάμα αναθεωρητικό μοντέλο περιφερειακής επιρροής» οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις γεωπολιτικές συνθήκες που προέκυψαν μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς επίσης στις ιδιόρρυθμες ισχυρές προσωπικότητες των δύο ηγετών και ιδιαίτερα στον μεγαλοϊδεατισμό και τη χαρακτηριστική εμμονή του Ερντογάν για «αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».

Εξάλλου πώς αλλιώς θα μπορούσε να ερμηνευτεί η πρόσφατη απαγγελία ενός ποιήματος από τον Τούρκο Πρόεδρο, στο οποίο ο ίδιος παρουσιάζεται ως «νέος Μωάμεθ ο Πορθητής» και αποκαλεί ως «δεύτερη Άλωση» τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί;

Σε όλες τις περιοχές όπου συγκρούονται οι φιλοδοξίες τους η Άγκυρα και η Μόσχα επιδιώκουν όλο και περισσότερο ένα είδος συγκυριαρχίας με στόχο να ελαχιστοποιήσουν την επιρροή της Δύσης, αλλά και την πιθανότητα ρωσο-τουρκικής σύγκρουσης. Οι αλληλεπιδράσεις τους αντικατοπτρίζουν μια κοινή αντίληψη ότι «η εποχή της δυτικής κυριαρχίας πλησιάζει στο τέλος της και ότι μελλοντικά οι ισχυρές περιφερειακές δυνάμεις θα επικρατήσουν».

Το μοντέλο αυτό αναμένεται να συνεχιστεί τουλάχιστον για όσο χρονικό διάστημα οι δύο ηγέτες, Πούτιν και Ερντογάν, θα παραμείνουν στην ηγεσία της Ρωσίας και της Τουρκίας αντίστοιχα. Ωστόσο, σε μερικούς μήνες (14 Μαΐου 2023), αναμένεται να διεξαχθούν οι προεδρικές και βουλευτικές εκλογές της Τουρκίας, όπου, σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, η αντιπολίτευση προηγείται του Ερντογάν. Επομένως δεν αποκλείεται να προκύψει μια νέα τουρκική κυβέρνηση με δυτικό προσανατολισμό και να ανατραπεί το υφιστάμενο αντι-δυτικό ρωσο-τουρκικό μοντέλο περιφερειακής επιρροής.

Πώς θα διαμορφωθούν άραγε στη μετά Ερντογάν εποχή οι ρωσο-τουρκικές, οι αμερικανο-τουρκικές και οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις; Αναμφισβήτητα οι εκλογές του 2023 στην Τουρκία χαρακτηρίζονται ως ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός, όχι μόνο σε περιφερειακό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.

* Ο Βασίλης Γιαννακόπουλος είναι γεωστρατηγικός αναλυτής (geostrategical@yahoo.gr)

 

Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail