Τα «Οκτωβριανά» της Κύπρου και ο Ελευθέριος Βενιζέλος

Τα γεγονότα του Οκτωβρίου του 1931 αποτέλεσαν αναμφίβολα τη σημαντικότερη και δυναμικότερη έκφραση της επιθυμίας του κυπριακού ελληνισμού για ένωση με την Ελλάδα από την έναρξη της βρετανοκρατίας στην Κύπρο το 1878, μέχρι και την εμφάνιση της ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) το 1955.

Από: topontiki.gr / Του Μιχαήλ Εμμανουήλ Δημάκα

Από τα τέλη του 19ου αιώνα είχαν ήδη αρχίσει να εκδηλώνονται τα πρώτα αισθήματα των Ελληνοκυπρίων για ένωση με τη «μητέρα πατρίδα», τα οποία έγιναν εντονότερα μετά τις δύο προτάσεις των Βρετανών το 1912 και το 1915 για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

Συγκεκριμένα:
● Στην πρώτη πρόταση η Μεγάλη Βρετανία παραχώρησε στην Ελλάδα την Κύπρο ζητώντας ως αντάλλαγμα το δικαίωμα χρήσης του λιμένα του Αργοστολίου, αλλά η συμφωνία δεν επετεύχθη εξαιτίας του ξεσπάσματος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου (1913) και των προετοιμασιών και πολιτικών διεργασιών για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

● Η δεύτερη πρόταση, που αφορούσε την παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα, με αντάλλαγμα την ένταξή της στο στρατόπεδο της Αντάντ, ανακλήθηκε λόγω της διστακτικότητας της κυβέρνησης του Αλέξανδρου Ζαΐμη.

Οι βρετανικές αυτές προτάσεις αποτέλεσαν μια έμμεση αναγνώριση της ελληνικότητας της Μεγαλονήσου και μέσα στα επόμενα χρόνια η επιθυμία των Ελληνοκυπρίων για πλήρη ενσωμάτωση της Κύπρου στην Ελλάδα άρχισε να εκφράζεται με επίσημο τρόπο μέσω μαζικών συλλαλητηρίων, χωρίς ωστόσο να υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα.

Αργότερα, κατά τα πρώτα χρόνια μετά την επίσημη ανακήρυξη της Κύπρου σε αποικία του βρετανικού στέμματος, οι Ελληνοκύπριοι προέβαλλαν ολοένα και εντονότερα το ενωτικό αίτημα και η βρετανική διοίκηση απάντησε εφαρμόζοντας αυστηρά μέτρα, όπως εξορίες και απελάσεις επιφανών ενωτικών παραγόντων.

Ο διαρκώς αυξανόμενος βρετανικός αυταρχισμός αποτέλεσε αφορμή για την ίδρυση των πρώτων εθνικιστικών οργανώσεων στη Μεγαλόνησο, της ΕΟΚ (Εθνική Οργάνωση Κύπρου) και της ΕΡΕΚ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση Κύπρου), οι οποίες είχαν πρωταρχικό στόχο τον συντονισμό του ελληνοκυπριακού αγώνα για την επίτευξη της εθνικής αποκατάστασης της Κύπρου, δηλαδή την ένωσή της με την Ελλάδα.

Το χρονικό

Στις 18 Οκτωβρίου του 1931 ο μητροπολίτης Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς και άλλοι τρεις βουλευτές παραιτήθηκαν από το Νομοθετικό Συμβούλιο σε ένδειξη αποδοκιμασίας της βρετανικής πολιτικής, ενώ την ίδια μέρα ο Νικόδημος Μυλωνάς οργάνωσε από κοινού με τον πολιτευτή Μιχάλη Νικολαΐδη μεγάλη συγκέντρωση στο γραφείο της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας Λάρνακας, όπου διακήρυξε την αναγκαιότητα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.

Στις 20 Οκτωβρίου επανέλαβε τις ίδιες διακηρύξεις σε ένα εξίσου ογκώδες συλλαλητήριο που πραγματοποιήθηκε στο στάδιο ΓΣΟ (Γυμναστικός Σύλλογος «Τα Ολύμπια») της Λεμεσού.

Την επόμενη μέρα οι παλλαϊκές συγκεντρώσεις κορυφώθηκαν και ένα μεγάλο πλήθος κόσμου που είχε συγκεντρωθεί στην Εμπορική Λέσχη Λευκωσίας, εκστασιασμένο από τα εθνικιστικά κηρύγματα των μελών της ΕΡΕΚ και τους διαπρύσιους λόγους του αρχιμανδρίτη της Εκκλησίας της Φανερωμένης Διονύσιου Κυκκώτη, κατευθύνθηκε προς το κυβερνείο του Sir Ronald Storrs, το οποίο και πυρπόλησε.

Τα επεισοδιακά γεγονότα της 21ης Οκτωβρίου αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα για το ξέσπασμα αντιαποικιακών εξεγέρσεων στη Μεγαλόνησο, κατά τη διάρκεια των οποίων πυρπολήθηκαν αστυνομικοί σταθμοί και κυβερνητικά κτήρια και λεηλατήθηκαν κρατικές αποθήκες.
Εν τέλει η βρετανική φρουρά με τη βοήθεια κάποιων μικρών στρατιωτικών αποσπασμάτων από την Αίγυπτο κατόρθωσε να καταστείλει τις εξεγέρσεις μέσα σε διάστημα περίπου μίας εβδομάδας.

Μια αποτίμηση

Οι εξεγέρσεις του Οκτωβρίου του 1931 αποτέλεσαν ουσιαστικά αυθόρμητες εκφράσεις διαμαρτυρίας απέναντι στους Βρετανούς αποικιοκράτες, για τη μόνιμα απορριπτική τους στάση έναντι του ενωτικού αιτήματος, αλλά και για τη στυγνή φορολογική πολιτική που επέβαλλαν.

Ήταν εξ αρχής καταδικασμένες σε αποτυχία, καθώς οι εξεγερθέντες δεν κατείχαν οπλισμό ούτε ήταν οργανωμένοι σε ομάδες κρούσης, ενώ δεν είχαν καμία απολύτως στήριξη από το εθνικό κέντρο, δηλαδή την Ελλάδα. Μοναδικά τους «όπλα» ήταν η οργή και η αγανάκτηση για την αποικιοκρατική διακυβέρνηση, όπως επίσης και ο άσβεστος ενωτικός τους πόθος.

Μπορεί τα «Οκτωβριανά» να έφεραν ελληνοκυπριακή σφραγίδα, ωστόσο σε αυτά συμμετείχε και μια μικρή μερίδα Τουρκοκυπρίων που συμμεριζόταν τη δυσαρέσκεια των Ελληνοκυπρίων για την εξοντωτική φορολογική πολιτική των Βρετανών.

Βέβαια η ελληνοκυπριακή κοινότητα ήταν εκείνη που πλήρωσε το βαρύ τίμημα, καθώς, πέραν των απωλειών που μέτρησε (εννέα νεκροί, μεταξύ των οποίων και ο δεκαεπτάχρονος Ονούφριος Κληρίδης) από το κατασταλτικό μένος των Βρετανών στρατιωτών, αναγκάστηκε να καταβάλει υπέρογκα ποσά ως αποζημίωση για τις καταστροφές και τις λεηλασίες, ενώ πολλά ηγετικά της στελέχη συνελήφθησαν και εξορίστηκαν και εκατοντάδες απλοί πολίτες κατέληξαν στη φυλακή.

Αργότερα, όταν η σκόνη των εξεγέρσεων του Οκτωβρίου είχε πλέον κατακαθίσει, ακολούθησε μια περίοδος βρετανικού απολυταρχισμού, κατά τη διάρκεια της οποίας επιβλήθηκαν περιορισμοί στις ατομικές ελευθερίες, όπως επίσης και απαγορεύσεις στη χρήση των ελληνικών πατριωτικών συμβόλων και στις κωδωνοκρουσίες που δεν σχετίζονταν με θρησκευτικές λειτουργίες.

Παράλληλα επιβλήθηκε λογοκρισία στον ελληνικό Τύπο και στα τηλεγραφεία, ενώ καταργήθηκε το Νομοθετικό Συμβούλιο, με αποτέλεσμα οι Ελληνοκύπριοι να απολέσουν τη δυνατότητα πολιτικής εκπροσώπησης. Η «μαύρη» αυτή περίοδος της νεότερης κυπριακής ιστορίας ονομάστηκε «Παλμεροκρατία» (από το όνομα του κυβερνήτη Sir Herbert Richmond Palmer) και ταυτίστηκε στη συνείδηση των Ελληνοκυπρίων με τη στυγνή δικτατορία.

Η στάση του Βενιζέλου – κριτική

Κατά τη διάρκεια των «Οκτωβριανών» τη διακυβέρνηση της Ελλάδας ασκούσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Τέσσερις ημέρες μετά το ξέσπασμα των εξεγέρσεων, ο Χανιώτης πολιτικός συνέταξε μνημόνιο προς τον Άγγλο πρεσβευτή στην Αθήνα, στο οποίο ανέφερε τα εξής:

«Είμαι περισσότερο αγανακτισμένος με την ανόητη πολιτική ηγεσία των Ελληνοκυπρίων, διότι δεν μου επιτρέπει να διανοηθώ να ζητήσω σήμερα την Κύπρο από τη Μεγάλη Βρετανία, καθώς θα χρειαστεί να περάσουν πολλά χρόνια για να ξεχαστούν οι πρόσφατες ταραχές και να μη δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η Μεγάλη Βρετανία υπέκυψε στις επαναστατικές πιέσεις των Ελληνοκυπρίων».

Ταυτόχρονα, σε μια προσπάθειά του να εξευμενίσει τη Μεγάλη Βρετανία, ανακάλεσε από την Κύπρο τον Έλληνα πρόξενο Αλέξη Κύρου, τον οποίο ο κυβερνήτης Sir Ronald Storrs θεωρούσε έναν εκ των βασικών υπαιτίων για την υποκίνηση των «Οκτωβριανών».

Μερικές μέρες αργότερα, και συγκεκριμένα στις 18 Νοεμβρίου, καταδίκασε επισήμως τα γεγονότα από το βήμα της Βουλής και κατέκρινε την πολιτική ηγεσία των Ελληνοκυπρίων, την οποία μάλιστα είχε συμβουλέψει λίγους μήνες πριν από το ξέσπασμα των «Οκτωβριανών» να εγκαταλείψει τα όποια σχέδια για υποκίνηση εξεγέρσεων εναντίον του αποικιοκρατικού καθεστώτος και να στραφεί προς την κατεύθυνση της διεκδίκησης περισσότερων ελευθεριών, μέσω της οποίας θα μπορούσε να επιτευχθεί η αυτοδιάθεση που θα οδηγούσε στην ένωση.

Συγκεκριμένα δήλωσε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

«Η πολιτική ηγεσία της Μεγαλονήσου δεν συγκράτησε, ως όφειλε, τον άσβεστο εθνικό πόθο των Ελληνοκυπρίων στα όρια των νόμιμων εκδηλώσεων, με συνέπεια να ξεσπάσουν ταραχές, οι οποίες, για προφανείς λόγους, δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τον επιδιωκόμενο σκοπό.

(…) Το κίνημα στην Κύπρο ήταν φυσικό να έχει μεγάλη απήχηση σε ολόκληρο το ελληνικό έθνος. Δράττομαι, όμως, της ευκαιρίας να δηλώσω επισήμως ποια είναι η θέση της παρούσας κυβέρνησης σε σχέση με τις εθνικές διεκδικήσεις όχι μόνον των Κυπρίων αλλά και των Δωδεκανησίων. Όσο βαθιά και αν είναι η απήχηση των εθνικών πόθων στις ψυχές των Ελλήνων κατοίκων της Κύπρου και των Δωδεκανήσων, είναι αδύνατον το ελληνικό κράτος να αναλάβει την υποστήριξή τους.

(…) Έχουμε μάλιστα το δικαίωμα να ζητήσουμε από τους Έλληνες κατοίκους των νήσων αυτών να είναι λιγότερο εγωιστές. Οφείλουν να πειστούν ότι η επιθυμία τους να διαταραχθούν οι φιλικές και αρμονικές σχέσεις της Ελλάδας με τη Μεγάλη Βρετανία και την Ιταλία δεν θα συμβάλει στην επίτευξη των εθνικών τους πόθων, αλλά θα προκαλέσει μεγάλη συμφορά στην Ελλάδα με την οποία ζητούν να ταυτιστούν».

Η καταδίκη των εξεγέρσεων στη Μεγαλόνησο από τον Βενιζέλο προκάλεσε θυελλώδεις αντιδράσεις στον ελλαδικό ελληνισμό, ο οποίος εξέφρασε τη συμπαράστασή του προς τον ελληνοκυπριακό αγώνα και προέβη στην οργάνωση συλλαλητηρίων υποστήριξης, αγνοώντας τις κυβερνητικές απαγορεύσεις.

Επίσης, τα «Οκτωβριανά» έτυχαν θερμής αναγνώρισης και υποστήριξης από τον ελλαδικό Τύπο, ενώ προσωπικότητες της χώρας από τον πολιτικό και τον καλλιτεχνικό χώρο αλλά και από τις ένοπλες δυνάμεις τάχθηκαν αναφανδόν υπέρ των εξεγερθέντων.

Σε κάθε περίπτωση η καταδίκη των «Οκτωβριανών» από πλευράς Βενιζέλου δεν επέφερε τον «ενταφιασμό» της ένωσης, όπως πολλοί υποστήριξαν, ούτε αποτέλεσε μία ακόμα πράξη υποταγής της Ελλάδας στις επιταγές των Μεγάλων Δυνάμεων.

Η στάση του απλώς συμβάδιζε με τη γενικότερη πολιτική που είχε επιλέξει να υιοθετήσει επί του Κυπριακού Ζητήματος.

Συγκεκριμένα θεωρούσε πως η αποστασιοποίηση από τα εσωτερικά της Κύπρου ήταν η πλέον συμφέρουσα κίνηση, καθώς έτσι δεν θα υπονομεύονταν η ελληνική εξωτερική πολιτική και τα συμφέροντα του κυπριακού ελληνισμού, ενώ παράλληλα πίστευε πως ο πολυπόθητος στόχος τής ένωσης θα επιτυγχανόταν, όταν και εφόσον το επέτρεπαν οι συνθήκες, στο πλαίσιο της ελληνοβρετανικής φιλίας.

Η πεποίθησή του αυτή είχε ενισχυθεί από τις δύο βρετανικές προτάσεις παραχώρησης της Κύπρου, το 1912 και το 1915.

Τέλος, αντιλαμβανόταν πως η βρετανική κυριαρχία στην Κύπρο θα τερματιζόταν μόνο σε περίπτωση που η Μεγάλονησος έχανε τη γεωπολιτική της αξία και έπαυε να εξυπηρετεί τα βρετανικά συμφέροντα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Ο Μιχαήλ Εμμανουήλ Δημάκας είναι υποψήφιος διδάκτορας, MSc: «Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές», MA: «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία»
Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail