Η ιστορία της θέρμανσης - Από την ανακάλυψη της φωτιάς στα ενεργειακά τζάκια και τα air condition

Πώς ζεσταίνονταν οι αρχαίοι; - Το τζάκι και οι καπνοδόχοι - Η κεντρική θέρμανση στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη - Η θέρμανση τον Μεσαίωνα - Η θερμάστρα - Πότε και πώς κατασκευάστηκε η πρώτη σόμπα στην Ελλάδα; - Τα πρώτα κλιματιστικά - Το ταντούρι, το μαγκάλι, η φουφού και η μασίνα

Από: Πρώτο Θέμα - Μιχάλης Στούκας 

Ένα από τα θέματα που σχετίζονται με την εποχή που διανύουμε, τον χειμώνα, είναι η θέρμανση ανθρώπων, κατοικιών, χώρων εργασίας κλπ. Το αυξημένο κόστος της, ειδικά φέτος, πονοκεφαλιάζει πολλούς, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σε ολόκληρο το Βόρειο Ημισφαίριο. Κι αν σήμερα μας προβληματίζουν οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, ας σκεφτούμε ότι αυτά τα προβλήματα ωχριούν μπροστά σε όσα αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι πριν από εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια. Θα δούμε σήμερα την ιστορία της θέρμανσης από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι την εποχή μας.
 
Η ανακάλυψη της φωτιάς και η χρήση της στη θέρμανση

Για μια μεγάλη περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας η πρόκληση της φωτιάς ήταν εφικτή μόνο χάρη στους κεραυνούς και σε άλλους τυχαίους παράγοντες. Πρόσφατα ευρήματα δείχνουν ότι μακρινοί πρόγονοί μας, 1,7-2 εκατομμύρια χρόνια πριν, χρησιμοποιούσαν ελεγχόμενα τη φωτιά. Στο Ισραήλ βρέθηκαν ίχνη ελεγχόμενης φωτιάς που χρονολογούνται πριν από 800.000 περίπου χρόνια. Μόλις γύρω στο 7.000 π.Χ. όμως ο νεολιθικός άνθρωπος απέκτησε αξιόπιστες τεχνικές για το άναμμα της φωτιάς είτε με τη βοήθεια εργαλείων που προκαλούσαν τριβή είτε με την κρούση κομματιών σιδηροπυρίτη και πυριτόλιθου. Μια από τις πρώτες χρήσεις της φωτιάς ήταν η θέρμανση.

Η εστία (τζάκι)

Στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο αρχαιολογικές έρευνες αποκάλυψαν κυκλοτερείς εστίες στο μέσο του δώματος, του δωματίου δηλαδή μετά τον πρόδομο της οικίας των προϊστορικών χρόνων (Διμηνιό, Σέσκλο, δεύτερη πόλη Τροίας). Στα μυκηναϊκά ανάκτορα Τίρυνθας και Μυκηνών ανακαλύφθηκαν παρόμοιες κεντρικές εστίες στο τρίτο τους διαμέρισμα δηλαδή στο “κυρίως μέγαρο” μετά την αίθουσα δώματος (στην αρχή) και τον πρόδομο (στη μέση). Ο Όμηρος αποκαλεί την εστία αυτή “εσχάρη” «η δ’ (Αρήτη (σύζυγος του βασιλιά των Φαιάκων, Αλκίνοου) ,ήσται εντ’ εσχάρη εν πυρός αυγή»(“Οδύσσεια” ζ 305) και «... ανέκαιον επ’ εσχάρη ακάματον πυρ» (“Οδύσσεια” υ 123). Γύρω από την εστία υπήρχαν τέσσερις ξύλινες κολόνες σε πέτρινα βάθρα που υποβάσταζαν ιδιαίτερη στέγη που κάλυπτε το “οπαίον”, το τετράγωνο δηλαδή άνοιγμα της οροφής από το οποίο έβγαινε ο καπνός της εστίας και των φωτιστικών δαδών και έμπαινε το φως της ημέρας.

Τα πρώτα τζάκια, ανάλογα με τα σημερινά, εμφανίστηκαν όταν οι μεσαιωνικοί πύργοι και οι κατοικίες απέκτησαν καπνοδόχους για την έξοδο του καπνού. Στο Βυζάντιο υπήρχε ο καπνικός φόρος που επιβαλλόταν στις οικοδομές ανάλογα με τον αριθμό καπνοδόχων της καθεμιάς! Μάλιστα το όνομα της βυζαντινής εκκλησίας της Καπνικαρέας (11ος αι.) στην Αθήνα οφείλεται στον κτήτορά της που ήταν καπνικάρης, εισέπραττε δηλαδή τον καπνικό φόρο για λογαριασμό του κράτους. Τα τζάκια δεν βελτιώθηκαν ιδιαίτερα μέχρι το 1634 οπότε ο Louis Savor, αρχιτέκτονας που εργάστηκε στην κατασκευή των ανακτόρων του Λούβρου στο Παρίσι, επινόησε ένα τζάκι στο οποίο αέρας αναρροφούνταν μέσω αγωγών κάτω από το δάπεδο της εστίας και πίσω από τη σχάρα και διοχετευόταν πάλι στο δωμάτιο μέσω κιγκλιδόφρακτου ανοίγματος στην κορνίζα. Η ανακάλυψη αυτή βρήκε εφαρμογή τον 20ο αιώνα σε προκατασκευασμένες χαλύβδινες επενδύσεις τζακιών με διπλά τοιχώματα, ο κοίλος χώρος μεταξύ των οποίων χρησιμεύει ως αεραγωγός.




Στη δεκαετία του 1970 η απότομη αύξηση του κόστους των καυσίμων οδήγησε στην επινόηση νέων κατασκευαστικών βελτιώσεων για την εξοικονόμηση ενέργειας. Γυάλινα παραπετάσματα τοποθετήθηκαν κοντά στην πρόσοψη των τζακιών ώστε να επιτρέπουν μεν την ακτινοβολία θερμότητας προς το δωμάτιο, αλλά να εμποδίζουν τη διαφυγή του ήδη θερμού αέρα του δωματίου μέσω της καπνοδόχου. Σήμερα υπάρχουν τα λεγόμενα ενεργειακά τζάκια ,σύγχρονα τζάκια κλειστού τύπου με υψηλή απόδοση καύσης και χαμηλή κατανάλωση καυσόξυλων. Ενώ στα συνήθη τζάκια ανοιχτού τύπου ο βαθμός απόδοσης είναι γύρω στο 20% στα ενεργειακά τζάκια ο βαθμός απόδοσης μπορεί να φτάσει το 75%.

Η θερμάστρα (σόμπα) - Πότε κατασκευάστηκε η πρώτη σόμπα στην Ελλάδα;

Η πρώτη ιστορική αναφορά θερμάστρας ανάγεται στο 1490. Η σόμπα αυτή που κατασκευάστηκε στην Αλσατία της Γαλλίας ήταν φτιαγμένη από πλίνθους και κεραμικά πλακίδια όπως και η “καπνοδόχος” της. Η μεταγενέστερη σκανδιναβική θερμάστρα είχε ψηλή σιδερένια “καπνοδόχο” με σιδερένια διαφράγματα, διευθετημένα έτσι ώστε να μεγαλώνει η διαδρομή των καυσαερίων και να μεγιστοποιείται η αποδιδόμενη θερμότητα. Οι ρωσικές θερμάστρες είχαν μέχρι και έξι χτιστές καπνοδόχους με παχιά τοιχώματα. Ο τύπος αυτός χρησιμοποιείται ευρύτατα μέχρι σήμερα στις σκανδιναβικές χώρες. Η πρώτη θερμάστρα από χυτοσίδηρο κατασκευάστηκε στο Lynn της Μασαχουσέτης το 1642 και ήταν απλά ένα μαντεμένιο κιβώτιο. Γύρω στο 1742 ο Βενιαμίν Φραγκλίνος εφεύρε μία θερμάστρα η οποία συγκέντρωνε τα βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης σόμπας (Franklin stove). Αρνήθηκε όμως για φιλανθρωπικούς λόγους να κατοχυρώσει την εφεύρεση του. Στην αρχική αυτή μορφή της η θερμάστρα μπορούσε να τοποθετηθεί στο εσωτερικού μεγάλου τζακιού ή να είναι αυτόνομη σε άλλον χώρο συνδεδεμένη με καπνοδόχο. Η θερμάστρα του Φραγκλίνου χρησιμοποιήθηκε για δύο και πλέον αιώνες για θέρμανση και είχε ως καύσιμη ύλη τα ξύλα.

Κατά τον 20ο αιώνα ο τύπος αυτός θερμάστρας κατασκευαζόταν από χάλυβα. Σήμερα υπάρχουν σόμπες πετρελαίου, υγραερίου, αλογόνου, πέλετ (συμπυκνωμένης βιομάζας που προκύπτει συνήθως από τη συμπίεση ακατέργαστου ξύλου ή γεωργικών υπολειμμάτων) κ.ά.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το πότε και πώς κατασκευάστηκε η πρώτη σόμπα στην Ελλάδα. Αυτό έγινε πριν από 190 χρόνια το 1832. Σχετικές πληροφορίες μας δίνουν ο William Miller και ο Δημήτρης Φωτιάδης.

 

«Ουδεμία θερμάστρα υπήρχε εν Αθήναις μολονότι κατά το φθινόπωρον εκείνο (σημ: του 1832) η Πάρνης είχε καλυφθεί υπό χιόνος τον Σεπτέμβριον και ο χειμών ήτο βαρύτερος πάντων των από του 1813. Ο Λύδερς (σημ: Γερμανός στην καταγωγή) όμως ηυτοσχεδίασε μίαν σιδηράν θερμάστραν θεωρηθείσαν ως θαύμα και προκαλέσασαν την επίσκεψιν του επισκόπου και την συρροήν των προεξεχόντων Τούρκων εις των οποίων ανεφώνησεν: “Ο Θεός είναι μεγάλος αλλ’ η επίνοια των Φράγκων δεν έχει όρια».

(William Miller, “ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΕΤΗ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΑΘΗΝΩΝ”, ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ, ΤΟΜΟΣ Α’ ΤΕΥΧΟΣ Α’, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1926, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ “ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ” Α.Ε., ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ)

Ας δούμε και τι γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης:

«Κείνον τον καιρό, που στα σπίτια της Αθήνας ο καθρέφτης και τα τζάμια στα παράθυρα λογαριάζονταν για μεγάλη πολυτέλεια, ξάφνιασαν τους Αθηναίους και δυο άλλα πράματα: η κουνιστή πολυθρόνα που ο ιεραπόστολος Χιλλ (ιδρυτής της γνωστής Σχολής Χιλλ) έφερε από την Αμερική κι η σιδερένια σόμπα που στο βαρύ χειμώνα του 1832-1833 κατάφερε να φτιάσει ο Γερμανός Λίντερς με τη βοήθεια κάποιου γύφτου. Η άγαρμπη τούτη σόμπα λογαριάστηκε γι’ αληθινό θαύμα κι όλη η Αθήνα πέρασε να τηνε δει. Δεν έλειψε μήτε ο καντής (Τούρκος δικαστής, οι Οθωμανοί εγκατέλειψαν την Αθήνα το 1833) που όταν την αντίκρισε σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό κι είπε: “Μεγάλος ο Αλλάχ κι άπειρα τα σοφίσματα των Φράγκων”» (ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΩΤΙΑΔΗ “ΟΘΩΝΑΣ-Η ΜΟΝΑΡΧΙΑ” ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Σ.Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1988)

Η κεντρική θέρμανση

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν διακρίνει τα πλεονεκτήματα της κεντρικής θέρμανσης ωστόσο αυτή αναπτύχθηκε από τους Ρωμαίους με το σύστημα γνωστό ως “υπόκαυστο”. Το δάπεδο υπερυψωνόταν πάνω σε υποστυλώματα και τα θερμά αέρια οδηγούνταν από έναν φούρνο στον χώρο κάτω από το δάπεδο από όπου ανέβαιναν μέσα από εντοιχισμένους αγωγούς από τερακότα (ψημένη άργιλο). Τέτοια συστήματα υπήρχαν σε όλες τις περιοχές που είχε επεκταθεί η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ως καύσιμη ύλη στο “υπόκαυστο” χρησιμοποιούνταν ξυλοκάρβουνο και ξερά κλαδιά. Η πτώση όμως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο Μεσαίωνας οδήγησαν στη επιστροφή σε ένα λιγότερο πολιτισμένο τρόπο ζωής. Στα σπίτια και τα κάστρα χρησιμοποιούνταν και πάλι πρωτόγονες μέθοδοι θέρμανσης. Μεγάλες αίθουσες θερμαίνονταν με ξύλα που έκαιγαν στο κέντρο του πέτρινου δαπέδου και η ανεπαρκής θέρμανση δημιουργούσε την ανάγκη στους ανθρώπους να φορούν πολύ βαριά ρούχα και να καταφεύγουν σε διάφορες αλχημείες για να ζεσταθούν, όπως η τοποθέτηση υφασμάτων ή δερμάτων στα παράθυρα. Χρειάστηκε να περάσουν 1.500 χρόνια για να ανακαλυφθεί ξανά η αξία του θερμαινόμενου δαπέδου.

Η χρησιμοποίηση του ατμού τον 18ο και τον 19ο αιώνα προσέφερε ένα νέο τρόπο θέρμανσης που πρωτοχρησιμοποιήθηκε στα εργοστάσια. Ο ατμός που κυκλοφορούσε μέσα σε σωλήνες χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια και για τη θέρμανση σχολείων, εκκλησιών, δικαστηρίων, αιθουσών συγκεντρώσεων, ακόμα και σπιτιών και θερμοκηπίων. Γύρω στο 1830 στο νοσοκομείο Νιου Γουέστμινστερ του Λονδίνου εγκαταστάθηκε ένα από τα πρώτα συστήματα θέρμανσης με ζεστό νερό, το οποίο έχει λιγότερο θερμές επιφάνειες και ένα ηπιότερο γενικά αποτέλεσμα από εκείνο του ατμού. Το 1831 ο Άγγλος ο Τζέικομπ Πάρκινς εφεύρε μια καινοτόμο μέθοδο θέρμανσης με ζεστό νερό υπό υψηλή πίεση, κατά την οποία ένα κλειστό δίκτυο σωληνώσεων με πολυανθεκτικούς σωλήνες μετέφερε ζεστό νερό που έπαιρνε από σπείρωμα μέσα από κάμινο σε άλλα σπειρώματα που ήταν εγκατεστημένα σε διάφορα σημεία του κτιρίου. Το σύστημα αυτό διαδόθηκε ευρέως και η αρχή της θέρμανσης με ζεστό νερό υπό υψηλή πίεση επαναχρησιμοποιήθηκε και σε ένα καινούριο σύστημα που αναπτύχθηκε πρώτα στην Ευρώπη και αργότερα και στον υπόλοιπο κόσμο. Γύρω στο 1850 ιδρύθηκαν στη Γερμανία οι πρώτες βιομηχανίες κεντρικής θέρμανσης, ενώ το 1885 ιδρύθηκε στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου έδρα για την θέρμανση και τον εξαερισμό με καθηγητή τον Herman Rietchel , ο οποίος παρουσίασε την επιστημονική θεμελίωση της τεχνικής της θέρμανσης.

Στα σημερινά καλοριφέρ εξακολουθεί να χρησιμοποιείται, με βελτιώσεις βέβαια, η μέθοδος θέρμανσης που επινόησε ο Τζέικομπ Πέρκινς. Στο μηχανοστάσιο, με καυστήρα και λέβητα θερμαίνεται νερό που έρχεται από δεξαμενή και διοχετεύεται σε σωλήνωση στα σώματα καλοριφέρ. Επίσης, υπάρχουν και σώματα καλοριφέρ τα οποία αντί για νερό χρησιμοποιούν λάδι. Τα σώματα αυτά είναι κλειστά, περιέχουν λάδι, έχουν μικρές ρόδες ώστε να μετακινούνται και λειτουργούν με ηλεκτρικό ρεύμα.



Κλιματισμός: από τις ψάθες της Ινδίας στα ερκοντίσιον

Με τον όρο «κλιματισμός» εννοούμε σήμερα ένα σύστημα σε κλειστό χώρο, όπου ελέγχονται η θερμοκρασία και υγρασία ανεξάρτητα από εσωτερικές και εξωτερικές επιδράσεις. Περιλαμβάνει επίσης έλεγχο της καθαρότητας του αέρα και αποφυγή ρευμάτων και θορύβου.

Ο περιστροφικός ανεμιστήρας εφευρέθηκε τον 16ο αιώνα, όμως δεν υπήρχε η κατάλληλη πηγή ενέργειας για την χρήση του. Από τον 18ο αιώνα σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις χρησιμοποιήθηκε ο ατμός για την κίνηση ανεμιστήρων, ενώ η διάδοση του ηλεκτρισμού είχε σαν αποτέλεσμα και την χρήση του στην κίνηση ανεμιστήρων. Η μέθοδος της ψύξης διά της εξάτμισης έχει πιθανότατα ως αφετηρία της την Ινδία, όπου κρεμούσαν υγρές ψάθες σε προσήνεμα ανοίγματα κτιρίων, με αποτέλεσμα η εξάτμιση να κατεβάζει την θερμοκρασία κατά 11 με 17 βαθμούς Κελσίου. Τις ψάθες αυτές τις διατηρούσαν μικρές είτε ραντίζοντας τες με τα χέρια είτε τοποθετώντας πάνω τους μια διάτρητη σκάφη με νερό. Ένα παρόμοιο σύστημα αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές του κλιματισμού! Ο όρος κλιματισμός αποδίδεται στον Στιούαρτ Κράμερ, ο οποίος το 1907 παρουσίασε στην Ένωση Αμερικανών κατασκευαστών Βαμβακερών μια εργασία με θέμα τον έλεγχο της θέρμανσης στα εργοστάσια υφαντουργίας. Οι επιστημονικές βάσεις του κλιματισμού όμως μπήκαν από τον William Carrier (1876 – 1950), ο οποίος το 1902 εφηύρε το πρώτο ερκοντίσιον που λειτουργούσε με ηλεκτρισμό. Το A/C του Carrier είχε τις εξής λειτουργίες: έλεγχος θερμοκρασίας, έλεγχος υγρασίας, έλεγχος της κυκλοφορίας του αέρα και καθαρισμός του αέρα. Η μεγάλη ανάπτυξη της βιομηχανίας των κλιματιστικών έγινε μετά το 1920, οπότε άρχισαν να κατασκευάζονται όλο και μεγαλύτερα κτίρια: για κατοίκηση, θέατρα, γραφεία κλπ. και ήταν φανερά πλέον τα πλεονεκτήματα των ερκοντίσιον. Φτάσαμε σταδιακά σήμερα στα κλιματιστικά ινβέρτερ, στα οποία το συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα μετατρέπεται σε εναλλασσόμενο και έχουν πολλά πλεονεκτήματα: φτάνουν πολύ πιο γρήγορα από τα άλλα στην επιθυμητή θερμοκρασία, προσφέρουν εξοικονόμηση ενέργειας και χρημάτων, δεν παρουσιάζονται αιχμές τάσης, διακυμάνσεις της θερμοκρασίας κλπ.

Ταντούρι – Μαγκάλι – Φουφού – Μασίνα: τέσσερις παραδοσιακοί τρόποι θέρμανσης που έχουν σχεδόν εκλείψει

Η λέξη ταντούρι σήμερα είναι κυρίως γνωστή από την μαγειρική. Το ταντούρι μασάλα ή σάλτσα ταντούρι είναι μείγμα μπαχαρικών ειδικό για χρήση με ταντούρ (tandour) στην παραδοσιακή μαγειρική της Βόρειας Ινδίας και του Πακιστάν. Το ταντούρ είναι κυλινδρικός πήλινος ή μεταλλικός φούρνος που χρησιμοποιείται στο μαγείρεμα και το ψήσιμο.

Πρόκειται για πρόσφατη εισαγωγή στη γλώσσα μας στο πλαίσιο της γενικότερης μανίας για την μαγειρική. Αν ψάξει κανείς όμως σε παλιές εγκυκλοπαίδειες και λεξικά θα βρει ότι το ταντούρι αποτελούσε μέσο θέρμανσης. Στο βιβλίο του «Το ταντούρι και το μαγκάλι» ο Ηλίας Πετρόπουλος παραθέτει το εξής λήμμα από την «Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια»: «Ταντούρι – καλείται ούτω ιδία εν Ανατολή, τράπεζα καλυπτομένη μέχρι του άκρου των ποδών υπό παχέος σκεπάσματος, συνήθως εφαπλώματος και έχουσα κάτωθι αυτής μαγκάλιον. Περί την τράπεζαν ταύτην κάθηνται συνήθως αι γυναίκες, θερμαίνουμε τους πόδας και τα χείρας των. Στο 13τομο λεξικό της εγκυκλοπαίδειας ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ διαβάζουμε:

ταντούρι (I) το (N) (ακλ.) ινδική μέθοδος μαγειρικής σε φωτιά από κάρβουνο, σε κυλινδρικό φούρνο από πηλό

ταντούρι (II) το (Ν) (στο παρελθόν) τραπέζι με μαγκάλι από κάτω και πάπλωμα ή χοντρό ύφασμα από πάνω με το οποίο κάλυπταν τα χέρια και τα γόνατά τους οι γυναίκες γύρω από αυτό όταν έκανε κρύο. Το ταντούρι (II) ήταν ένα από τα μέσα θέρμανσης των προγόνων μας. Ήταν ιδιαίτερα την δεδομένο στην Κωνσταντινούπολη, τη Μικρά Ασία και τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772 – 1847) που έζησε εκεί γράφει: «…οι γυναίκες πρέπει να μένουν κλειστές στον γυναικίτη, διότι αυτού τες πρέπει να τριγυρίζουν κι εις το ταντούρι να ξενυχτίζουν». Πάνω στο ταντούρι έβαζαν μια χύτρα για να βράζουν το φαγητό, ενώ τη νύχτα όσοι το χρησιμοποιούσαν κοιμόντουσαν γύρω από αυτό με τα πόδια προς την φωτιά.

Ένα άλλο μέσο θέρμανσης ήταν το μαγκάλι. Σύμφωνα με το ΧΡΗΣΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ της Ακαδημίας Αθηνών, έκδοση 2014, το μαγκάλι είναι μεταλλικό δοχείο όπου τοποθετούνται αναμμένα κάρβουνα για τη θέρμανση εσωτερικών χώρων (τουρκ. mangal). Συνώνυμο της λέξης μαγκάλι είναι η αρχαιοπρεπής λέξη πύραυνο. Ο Ιωάννης Κονδυλάκης στους «Άθλιους των Αθηνών» (1894) γράφει: «Πήλινον πύραυνον με ολίγους άνθρακας φλεγομένους». Ο Δ. Καμπούρογλου αναφέρει: «η δε θέρμανσις εξετελείτο διά μαγκαλίου πολυτελούς και αποστίλβοντος», ενώ ο Γιάννης Κουτσούκος: «Η θέρμανση το χειμώνα εξασφαλιζόταν ή με την θερμάστρα που τοποθετιόταν συνήθως στο διάδρομο που χώριζε τα δωμάτια ή με το μαγκάλι που σ’ άλλα σπίτια ήταν το κοινό γύφτικο μαγκάλι φτιαγμένο από μαύρη λαμαρίνα και σ’ άλλα το παλιό αρχοντικό περίτεχνο χάλκινο ή μπρούτζινο μαγκάλι».




Δυστυχώς το μαγκάλι είναι άκρως επικίνδυνο και ακόμα και τα τελευταία χρόνια κάποιοι έχουν χάσει τη ζωή τους από τις αναθυμιάσεις που προκαλεί η χρήση του. Η θέρμανση κλειστού χώρου με μαγκάλι ισοδυναμεί με αυτοκτονία. Το μαγκάλι πρέπει να τοποθετείται σε ανοιχτούς χώρους ή σε καλά αεριζόμενους (ανοιχτά παράθυρα) χώρους.

Δύο άλλα μέσα θέρμανσης, λόγω ένδειας κυρίως, ήταν η φουφού, φορητή εστία ψησίματος, γνωστή κυρίως από την χρήση της από καστανάδες και η μασίνα, θερμάστρα ξύλων κατασκευασμένη έτσι ώστε να είναι κατάλληλη και για μαγείρεμα που χρησιμοποιείται ακόμα σε περιοχές της επαρχίας.

Τέλος, ο Ηλίας Πετρόπουλος αναφέρει και την σαλαμάντρα, ειδική σόμπα εφοδιασμένη με αιωρούμενες αλυσίδες που συγκρατούσαν το κοκ, την καύσιμη ύλη που χρησιμοποιούνταν σ’ αυτό ,σε διάφορα αλλεπάλληλα επίπεδα και συμπληρώνει: «επρόκειτο για μια οικονομική σόμπα που την γέμισες και την καθάριζες μόνο μια φορά τη μέρα».


Πηγές: ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ, λήμματα «θερμάστρα» και «κλιματισμός»

Ηλία Πετρόπουλου: «Το ταντούρι και το μαγκάλι», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ, 1994

Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail