Η Ρωσία δεν απειλεί την παγκόσμια ηγεμονική θέση των ΗΠΑ – αλλά η απλή πιθανότητα να συνεργασθεί με την Ευρώπη, με τη Γερμανία ειδικότερα, αποτελεί τη σημαντικότερη απειλή για αυτή τη δεκαετία. Μία απειλή για τις ΗΠΑ που πρέπει να εξαλειφθεί εν τη γενέσει της. Η διατήρηση μίας ισχυρής σφήνας μεταξύ της Γερμανίας και της Ρωσίας είναι υπαρξιακού ενδιαφέροντος για τις ΗΠΑ. Το κυρίαρχο συμφέρον των ΗΠΑ, για τις οποίες έχουμε πολεμήσει επί αιώνες, τον Πρώτο, το Δεύτερο και τον Ψυχρό Πόλεμο, είναι η μη ύπαρξη σχέσης μεταξύ της Γερμανίας και της Ρωσίας – επειδή ενωμένες οι δύο αυτές χώρες, αποτελούν τη μοναδική δύναμη που θα μπορούσε να μας απειλήσει. Επομένως πρέπει να φροντίσουμε να μη συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο (Friedman, Stratfor).
Από: analyst.gr / Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος, Οικονομολόγος
Ανάλυση
Είναι προφανές πως ολόκληρη η Ευρώπη υποφέρει από την ενεργειακή κρίση που ενέτεινε ο πόλεμος στην Ουκρανία – όπου όμως για τη μεγαλύτερη οικονομία της, για τη Γερμανία, δεν πρόκειται για μία απλή κρίση, αλλά για μία υπαρξιακή απειλή. Δεν είναι λοιπόν υπερβολικός ο χαρακτηρισμός, σύμφωνα με τον οποίο η Γερμανία αποτελεί πλέον τον αδύναμο κρίκο της ΕΕ – όπως η Ελλάδα, κατά την ευρωπαϊκή κρίση χρέους του 2010.
Εξέλιξη εμπορικού ισοζυγίου της Γερμανίας
Εν προκειμένω, θεωρείται πια βέβαιο πως θα βυθιστεί στην ύφεση το 2023 – πόσο μάλλον όταν η βιομηχανική της παραγωγή μειώθηκε ήδη κατά 9% σε ετήσια βάση, με τον πληθωρισμό να είναι διψήφιος, για πρώτη φορά μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακόμη χειρότερα, το εμπορικό της ισοζύγιο τείνει να γίνει ελλειμματικό, για πρώτη φορά μετά από περίπου 30 χρόνια, έχοντας καταρρεύσει στα 550 εκ. € τον Αύγουστο του 2022, από 11,6 δις € τον ίδιο μήνα του 2021 (γράφημα) – σημειώνοντας πως για μία χώρα που η ανάπτυξη της βασίζεται στις εξαγωγές, είναι εξαιρετικά επώδυνο.
Για να γίνει περισσότερο κατανοητό, η ανάπτυξη της Γερμανίας με αιχμή του δόρατος τις εξαγωγές, οπότε τα συνεχή πλεονάσματα του εμπορικού της ισοζυγίου, δεν είναι απλά ένα οικονομικό μοντέλο – αλλά μέρος της εθνικής της ταυτότητας.
Συνεχίζοντας, η Γερμανία υπέφερε από τις παγκόσμιες διακοπές της παραγωγής το 2020 και το 2021, λόγω της πανδημίας – αφού διέκοψαν της διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες, αναγκάζοντας τη γερμανική βιομηχανία να πληρώνει πανάκριβα τα όλο και πιο σπάνια εξαρτήματα που προμηθευόταν από την Κίνα. Ταυτόχρονα, μειώθηκαν οι εξαγωγές της σε σημαντικές ασιατικές εξαγωγικές αγορές – κυρίως στην Κίνα.
Αμέσως μετά ακολούθησε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι πρωτοφανείς δυτικές κυρώσεις που επέβαλαν ουσιαστικά οι ΗΠΑ – οι οποίες αύξησαν την τιμή του φυσικού αερίου και άλλων πρώτων υλών, αποσταθεροποιώντας περαιτέρω τις αγορές εφοδιασμού. Εξαιτίας δε της εκτόξευσης των τιμών της ενέργειας, κάθε έκτη γερμανική βιομηχανική εταιρία μείωσε την παραγωγή της ή έκλεισε – ενώ την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ προσπαθούν να προσελκύσουν τις γερμανικές επιχειρήσεις στη χώρα τους, με τις φθηνές τιμές ενέργειας, καθώς επίσης με διάφορες φορολογικές ή άλλες παροχές (ανάλυση).
Εύλογα λοιπόν ο καγκελάριος της χώρας προειδοποίησε για μία εκτεταμένη κρίση – για μία κρίση που δεν θα τελειώσει σε λίγους μήνες. Το γεγονός αυτό είναι αυτονόητο, αφού δύο από τους βασικότερους πυλώνες της οικονομικής της επιτυχίας τον 21ο αιώνα, οι εισαγωγές φθηνών πρώτων υλών και ενέργειας, καθώς επίσης η υψηλή ζήτηση από τον υπόλοιπο κόσμο με τη βοήθεια του σταθερά υποτιμημένου ευρώ, έπαψαν να υπάρχουν – ενώ είναι απίθανο να μπορέσουν να αποκατασταθούν στο άμεσο μέλλον.
Ανάλυση
Είναι προφανές πως ολόκληρη η Ευρώπη υποφέρει από την ενεργειακή κρίση που ενέτεινε ο πόλεμος στην Ουκρανία – όπου όμως για τη μεγαλύτερη οικονομία της, για τη Γερμανία, δεν πρόκειται για μία απλή κρίση, αλλά για μία υπαρξιακή απειλή. Δεν είναι λοιπόν υπερβολικός ο χαρακτηρισμός, σύμφωνα με τον οποίο η Γερμανία αποτελεί πλέον τον αδύναμο κρίκο της ΕΕ – όπως η Ελλάδα, κατά την ευρωπαϊκή κρίση χρέους του 2010.
Εξέλιξη εμπορικού ισοζυγίου της Γερμανίας
Εν προκειμένω, θεωρείται πια βέβαιο πως θα βυθιστεί στην ύφεση το 2023 – πόσο μάλλον όταν η βιομηχανική της παραγωγή μειώθηκε ήδη κατά 9% σε ετήσια βάση, με τον πληθωρισμό να είναι διψήφιος, για πρώτη φορά μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακόμη χειρότερα, το εμπορικό της ισοζύγιο τείνει να γίνει ελλειμματικό, για πρώτη φορά μετά από περίπου 30 χρόνια, έχοντας καταρρεύσει στα 550 εκ. € τον Αύγουστο του 2022, από 11,6 δις € τον ίδιο μήνα του 2021 (γράφημα) – σημειώνοντας πως για μία χώρα που η ανάπτυξη της βασίζεται στις εξαγωγές, είναι εξαιρετικά επώδυνο.
Για να γίνει περισσότερο κατανοητό, η ανάπτυξη της Γερμανίας με αιχμή του δόρατος τις εξαγωγές, οπότε τα συνεχή πλεονάσματα του εμπορικού της ισοζυγίου, δεν είναι απλά ένα οικονομικό μοντέλο – αλλά μέρος της εθνικής της ταυτότητας.
Συνεχίζοντας, η Γερμανία υπέφερε από τις παγκόσμιες διακοπές της παραγωγής το 2020 και το 2021, λόγω της πανδημίας – αφού διέκοψαν της διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες, αναγκάζοντας τη γερμανική βιομηχανία να πληρώνει πανάκριβα τα όλο και πιο σπάνια εξαρτήματα που προμηθευόταν από την Κίνα. Ταυτόχρονα, μειώθηκαν οι εξαγωγές της σε σημαντικές ασιατικές εξαγωγικές αγορές – κυρίως στην Κίνα.
Αμέσως μετά ακολούθησε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι πρωτοφανείς δυτικές κυρώσεις που επέβαλαν ουσιαστικά οι ΗΠΑ – οι οποίες αύξησαν την τιμή του φυσικού αερίου και άλλων πρώτων υλών, αποσταθεροποιώντας περαιτέρω τις αγορές εφοδιασμού. Εξαιτίας δε της εκτόξευσης των τιμών της ενέργειας, κάθε έκτη γερμανική βιομηχανική εταιρία μείωσε την παραγωγή της ή έκλεισε – ενώ την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ προσπαθούν να προσελκύσουν τις γερμανικές επιχειρήσεις στη χώρα τους, με τις φθηνές τιμές ενέργειας, καθώς επίσης με διάφορες φορολογικές ή άλλες παροχές (ανάλυση).
Εύλογα λοιπόν ο καγκελάριος της χώρας προειδοποίησε για μία εκτεταμένη κρίση – για μία κρίση που δεν θα τελειώσει σε λίγους μήνες. Το γεγονός αυτό είναι αυτονόητο, αφού δύο από τους βασικότερους πυλώνες της οικονομικής της επιτυχίας τον 21ο αιώνα, οι εισαγωγές φθηνών πρώτων υλών και ενέργειας, καθώς επίσης η υψηλή ζήτηση από τον υπόλοιπο κόσμο με τη βοήθεια του σταθερά υποτιμημένου ευρώ, έπαψαν να υπάρχουν – ενώ είναι απίθανο να μπορέσουν να αποκατασταθούν στο άμεσο μέλλον.
Οι γερμανικές υποψίες
Περαιτέρω, αρκετοί Γερμανοί αναρωτιούνται εάν τα παραπάνω ήταν μόνο το αποτέλεσμα μίας σειράς ατυχών γεγονότων – σε συνδυασμό με μία εμμονή της χώρας στο οικονομικό της μοντέλο, το οποίο την κατέστησε ευάλωτη σε εξωτερικά σοκ.
Ειδικότερα, αναρωτιούνται εάν η Γερμανία είναι απλά ένα παράπλευρο θύμα του πολέμου δια αντιπροσώπων που διεξάγουν οι ΗΠΑ εναντίον της Ρωσίας, οικονομικού και στρατιωτικού – ή μήπως ήταν και είναι η ίδια στόχος του οικονομικού πολέμου. Πολύ περισσότερο, μετά την πρόσφατη δολιοφθορά στους αγωγούς ιδιοκτησίας της (ανάλυση), στους δύο Nord Stream που τη συνδέουν με τη Ρωσία – σημειώνοντας πως η κυβέρνηση αρνείται να ενημερώσει τους βουλευτές, παρά το ότι το απαιτούν, ενώ είναι εντελώς αδύνατο να μη γνωρίζει τι συνέβη.
Οι υποψίες τους αυτές στηρίζονται μεταξύ άλλων στο ότι, η Ρωσία δεν ωφελείται καθόλου από την απώλεια των αγωγών, ούτε φυσικά η Γερμανία και η Ευρώπη – σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που επωφελούνται πολλαπλά, ενώ ήταν ανέκαθεν εναντίον της κατασκευής του Nord Stream 2, παράλληλου με τον Nord Stream 1 που λειτουργεί από το 2011. Πόσο μάλλον όταν ο Nord Stream 2 ολοκληρώθηκε στα τέλη του 2021, παρά τις αντιρρήσεις και τις κυρώσεις των Αμερικανών, ενώ θα λειτουργούσε το 2022 – διπλασιάζοντας τις ετήσιες παραδόσεις του φυσικού αερίου στη Γερμανία, με αποτέλεσμα να καταστεί ενεργειακός κόμβος στην ΕΕ και οικονομικά πανίσχυρη.
Σε κάθε περίπτωση, η Ρωσία αρνείται πως προκάλεσε τη ζημία – ενώ ισχυρίζεται ότι, ο αγωγός μπορεί να επισκευασθεί σύντομα και να τεθεί ξανά σε λειτουργία. Εν τούτοις η Δύση, οι ΗΠΑ ουσιαστικά, δεν επιτρέπει την επιθεώρηση του Nord Stream 1 στη Ρωσία – επομένως ούτε την επισκευή και λειτουργία του.
Εύκολα τώρα καταλαβαίνει κανείς γιατί οι ΗΠΑ δεν ήταν ευτυχείς με τη διαφαινόμενη εξέλιξη – αφού το περισσότερο φυσικό αέριο θα σήμαινε ισχυρότερους δεσμούς της Ρωσίας με τη Γερμανία. Οι δεσμοί αυτοί θα οδηγούσαν πιθανότατα τις δύο χώρες σε ένα διευρυμένο εμπόριο, σε αυξημένες πολιτιστικές ανταλλαγές και τελικά σε μία νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας – κάτι που θα αποδυνάμωνε σημαντικά την ηγεμονία των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή ήπειρο, εάν δεν ανεξαρτητοποιούσε εντελώς τη Γερμανία που αποτελεί επί πλέον, μαζί με την ΕΕ, το βασικό εμπορικό εταίρο της Κίνας.
Ως εκ τούτου, οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να «τορπιλίσουν» το έργο του Nord Stream 2 από το 2017 – όπου τότε το Κογκρέσο, υπό τον πρόεδρο Trump, ψήφισε το νόμο για την αντιμετώπιση των αντιπάλων της Αμερικής, μέσω κυρώσεων. Τον γνωστό ως νόμο CAATSA, ο οποίος εξουσιοδοτεί τον πρόεδρο των ΗΠΑ να επιβάλει κυρώσεις σε εταιρίες που εμπλέκονται στην κατασκευή ρωσικών αγωγών εξαγωγής ενέργειας.
Στη συνέχεια, το 2019, ο πρόεδρος Trump ενέκρινε το νόμο προστασίας της ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης (PEESA) – ο οποίος είχε στόχο να αποτρέψει την κατασκευή του Nord Stream 2, μέσω της επιβολής κυρώσεων στις εμπλεκόμενες εταιρίες. Έτσι η κατασκευή του αγωγού σταμάτησε για ένα χρόνο – ενώ είναι γνωστές οι απειλές του προέδρου Biden και της υφυπουργού Nuland, γνωστής από το «fuck the EU», όσον αφορά τον αγωγό.
Η «ουκρανική σφήνα» μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας
Συνεχίζοντας, έως πρόσφατα η γερμανική κοινή γνώμη θεωρούσε την παραπάνω στάση των ΗΠΑ, ως μία ανεπίτρεπτη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας – εάν όχι, όπως είχε δηλώσει το 2021 ο τότε υπουργός εξωτερικών της Γερμανίας S. Gabriel, μία καταπάτηση της γερμανικής κυριαρχίας που παραβίαζε το διεθνές δίκαιο.
Εν προκειμένω, τα γερμανικά ΜΜΕ που σήμερα έχουν σιωπήσει για το θέμα, ανέφεραν ξεκάθαρα πως οι ΗΠΑ ήταν αντίθετες με τον Nord Stream 2, επειδή είχαν στόχο να αντικαταστήσουν το ρωσικό φυσικό αέριο στην Ευρώπη, πουλώντας το δικό τους υγροποιημένο (LNG) – ενώ οι αμερικανικές εταιρίες παραγωγής από σχιστόλιθο κινδύνευαν να χρεωκοπήσουν, λόγω του υψηλού κόστους τους, συμπαρασύροντας ολόκληρη την αμερικανική οικονομία.
Όπως είχε δηλώσει δε ο πρώην επικεφαλής της γερμανικής υπηρεσίας ενέργειας το 2017, οι ΗΠΑ υποστήριξαν ανοιχτά το νόμο CAATSA για να προωθήσουν το πανάκριβο LNG τους – κάτι που αποτελεί, όπως τόνισε, μέρος μίας ευρύτερης στρατηγικής, «για να δημιουργηθεί μία πολιτική σφήνα μεταξύ της Ευρώπης και της Ρωσίας».
Επομένως, η ενδεχόμενη ανάμιξη των ΗΠΑ στη δολιοφθορά, δεν θα μπορούσε να απορριφθεί ως μία απλή θεωρία συνωμοσίας – σημειώνοντας πως ένας από τους πλέον φημισμένους γεωπολιτικούς αναλυτές της Αμερικής, ο G. Friedman, πρόεδρος της ιδιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών Stratfor, τα άρθρα της οποίας μεταφράζονται συχνά στην Ελλάδα, έχει γράψει τα εξής το 2010:
«Η Ρωσία δεν απειλεί την παγκόσμια ηγεμονική θέση των ΗΠΑ – αλλά η απλή πιθανότητα να συνεργασθεί με την Ευρώπη, με τη Γερμανία ειδικότερα, αποτελεί τη σημαντικότερη απειλή για αυτήν τη δεκαετία. Μία απειλή που πρέπει να εξαλειφθεί εν τη γενέσει της».
Κατέληξε λοιπόν στο συμπέρασμα πως η διατήρηση μίας ισχυρής σφήνας μεταξύ της Γερμανίας και της Ρωσίας (εννοούσε άραγε την Ουκρανία;) είναι υπαρξιακού ενδιαφέροντος για τις ΗΠΑ. Πρόσφατα πάντως το συγκεκριμενοποίησε καλύτερα, λέγοντας τα παρακάτω σε ελεύθερη μετάφραση:
«Το κυρίαρχο συμφέρον των ΗΠΑ, για τις οποίες έχουμε πολεμήσει επί αιώνες, τον Πρώτο, το Δεύτερο και τον Ψυχρό Πόλεμο, είναι η μη ύπαρξη σχέσης μεταξύ της Γερμανίας και της Ρωσίας – επειδή ενωμένες οι δύο αυτές χώρες, αποτελούν τη μοναδική δύναμη που θα μπορούσε να μας απειλήσει. Επομένως, πρέπει να φροντίσουμε να μη συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο».
Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα με το εάν συμφωνεί κανείς ή όχι με τις θεωρίες γύρω από την επίθεση στον αγωγό και με τις αιτίες της σύγκρουσης στην Ουκρανία, η παραπάνω ήταν ανέκαθεν η ημιεπίσημη πολιτική των ΗΠΑ από αρκετό καιρό – ενώ ασφαλώς δεν μπορεί να μη βλέπει κανείς τις συνέπειες.
Ειδικότερα, η επίθεση διέκοψε εντελώς την προμήθεια της Γερμανίας με φυσικό αέριο στο άμεσο μέλλον, κατέστρεψε το γερμανικό αναπτυξιακό μοντέλο με προσανατολισμό τις εξαγωγές, αποδυνάμωσε τη Γερμανία ως ηγεμόνα της ΕΕ και τοποθέτησε μία πολύ βαθιά «σφήνα» μεταξύ της Γερμανίας και της Ρωσίας – η οποία πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αφαιρεθεί.
Ταυτόχρονα, υποχρέωσε τη Γερμανία να αντικαταστήσει το φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο με το πανάκριβο αμερικανικό, εις βάρος της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της – γεγονός που μεταξύ άλλων σημαίνει ότι, οι ΗΠΑ επωφελούνται σαφώς από την ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση γενικότερα και από την επίθεση στους αγωγούς ειδικότερα. Εύλογα λοιπόν ο υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ δήλωσε ότι, «η επίθεση στον αγωγό Nord Stream αποτέλεσε μία τεράστια ευκαιρία, για να τερματισθεί η εξάρτηση της Ευρώπης από τη ρωσική ενέργεια» – μία περίεργη πάντως επιλογή λέξεων, για μία επίθεση εναντίον των στρατηγικών υποδομών ενός κράτους μέλους του ΝΑΤΟ.
Ενδιαφέρον είναι επίσης το ότι, η επίθεση σημειώθηκε σε μία περίοδο που η γερμανική κυβέρνηση δεχόταν αυξανόμενες πιέσεις από τους Πολίτες της, να σταματήσει τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας – αφού μία εβδομάδα ενωρίτερα είχαν πραγματοποιηθεί μεγάλες διαδηλώσεις, όπου οι διαδηλωτές ζητούσαν να τεθεί σε λειτουργία ο Nord Stream 2 που επισκευάσθηκε αμέσως από τους Ρώσους, για να επιλυθεί η ενεργειακή κρίση.
Φυσικά όλα αυτά μπορεί να είναι συμπτώσεις και να μην πρόκειται για έναν διττό πόλεμο των ΗΠΑ στην Ευρώπη – εναντίον δηλαδή τόσο της Ρωσίας, όσο και της Γερμανίας. Εν τούτοις, αρκετοί Γερμανοί δεν θεωρούν πως οι ΗΠΑ κέρδισαν ακούσια ένα τόσο μεγάλο οικονομικό και γεωπολιτικό πλεονέκτημα – χωρίς φυσικά να το αναφέρουν ανοιχτά.
Επίλογος
Κλείνοντας, το μεγάλο ερώτημα για την Ελλάδα και την Ευρώπη είναι εάν η αποδυνάμωση της Γερμανίας και της Ρωσίας, σκόπιμα ή μη εκ μέρους των ΗΠΑ, είναι προς το συμφέρον μας – ειδικά όσον αφορά τη Γερμανία. Πόσο μάλλον όταν η χώρα αυτή διεξάγει ήδη από το 2010 έναν οικονομικό πόλεμο εναντίον των υπολοίπων κρατών μελών της ΕΕ και όχι μόνο, με αιχμή του δόρατος το ευρώ – με πρώτο θύμα την Ελλάδα που υποφέρει πάνω από 12 χρόνια τώρα τα πάνδεινα με τα μνημόνια, με βασικό «εκτελεστή» της τον Σόιμπλε.
Κατά την άποψη μας εδώ, το τίμημα είναι εξαιρετικά μεγάλο, αφού κινδυνεύουμε σε μεγάλο βαθμό από την ενεργειακή κρίση και από τον πληθωρισμό που βέβαια, σκόπιμα ή μη, λειτουργεί θετικά όσον αφορά τα δημόσια χρέη – πόσο μάλλον πολύ σοβαρά από έναν πυρηνικό πόλεμο με επίκεντρο την Ευρώπη, ενώ πεθαίνουν ήδη εκατοντάδες χιλιάδες δύστυχοι Ουκρανοί και μεταναστεύουν ακόμη περισσότεροι.
Το ιδανικό πάντως για όλους μας θα ήταν μία ενωμένη και ειρηνική Ευρώπη, από την Πορτογαλία έως τα Ουράλια – ένα όραμα που θεωρείται πλέον απίθανο, ενώ υπονομευόταν ανέκαθεν από τη Γερμανία. Εν τούτοις, δεν έχουμε τη δυνατότητα να απαντήσουμε στο παραπάνω βασικό ερώτημα, στα πλαίσια ενός μικρού κειμένου που γράφεται μέσα σε λίγες ώρες – οπότε θα ήταν καλύτερα να σκεφθεί κανείς μόνος του, διεξοδικά, αναζητώντας τη σωστή απάντηση. Ας ελπίσουμε βέβαια πως θα επικρατήσει τελικά η λογική, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στη Ρωσία – αφού η ΕΕ είναι στην ουσία ακυβέρνητη.