Μιλιταριστική οικονομία σε συνθήκες οικονομικού πολέμου

Παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης, η Ελλάδα ευρίσκεται σε πολύ πιο δύσκολη θέση, συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ – αφού, παραμένοντας υπερχρεωμένη, είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει πολλαπλές κρίσεις, μία από τις οποίες είναι η μερική μετατροπή της οικονομίας της σε πολεμική, μεταξύ άλλων λόγω του τουρκικού κινδύνου. Ήδη έχουν προβλεφθεί σχεδόν 15 δις € για την εξασφάλιση πολεμικού εξοπλισμού με δανεικά, ενώ η αμυντική της βιομηχανία είναι ανύπαρκτη – γεγονός που σημαίνει πως θα απαιτηθούν ακόμη περισσότερα κεφάλαια που θα λείψουν από την πολιτική της οικονομία. Την ίδια στιγμή, αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καταρρέουν υπό την πίεση της ενεργειακής και λοιπής ακρίβειας – μία κατάσταση που θα επιδεινωθεί, εξαιτίας της αδυναμίας χάραξης μίας κοινής νομισματικής πολιτικής, για χώρες με εντελώς διαφορετικές οικονομίες και προβλήματα. Ως εκ τούτου, η διατήρηση του ευρώ, η μη διάλυση δηλαδή της Ευρωζώνης είναι δύσκολη – με την επόμενη ευρωπαϊκή κρίση προ των πυλών.

Από: analyst.gr - Βασίλης Βιλιάρδος

Ανάλυση

Είναι ξεκάθαρο πως ο πόλεμος της Ουκρανίας πυροδότησε μία μεγάλη αλλαγή εποχής – τη στροφή προς μία μιλιταριστική οικονομία, σε καθεστώς ενός όλο και πιο εκτεταμένου οικονομικού πολέμου.

Εν προκειμένω, τα οικονομικά διδάγματα του Keynes που βίωσε μία σχετικά ανάλογη εποχή, όσον αφορά τον πόλεμο και τις συνέπειες του, είναι ξεκάθαρα – ενώ επικεντρώνονται στο ότι, τα κράτη που προετοιμάζονται και τελικά διεξάγουν πόλεμο, πρέπει να αποσύρουν τους οικονομικά διαθέσιμους πόρους τους από τη μη στρατιωτική χρήση, επενδύοντας τους στον εξοπλισμό, καθώς επίσης στον επανεξοπλισμό των στρατών τους.

Η παραπάνω διαδικασία δε, σημαίνει την οριστική απόσυρση της εργασίας και των μέσων παραγωγής, από την παροχή αγαθών και υπηρεσιών στον εργαζόμενο άμαχο πληθυσμό για την κάλυψη των αναγκών του, προς το στρατιωτικό και βιομηχανικό «συγκρότημα» – για να εξυπηρετηθούν οι δικές του ανάγκες, εις βάρος της ευημερίας των Πολιτών.

Στις σημερινές μονεταριστικές οικονομίες παραγωγής του σύγχρονου καπιταλισμού, η αλλαγή αυτή προϋποθέτει μία στοχευμένη παρέμβαση του κράτους – μέσω της οποίας οδηγούνται τα αντίστοιχα μέρη του εθνικού κεφαλαίου και το παραγωγικό εργατικό δυναμικό, στη βιομηχανία εξοπλισμών και στη δημιουργία στρατού.

Ο μετασχηματισμός τώρα μίας πολιτικής οικονομίας σε μία μερική πολεμική οικονομία, είναι μία εξαιρετικά επισφαλής διαδικασία – η οποία συνοδεύεται από μία «ευαισθησία» σε νομισματικές κρίσεις. Εύλογα, αφού η μετατόπιση των παραγωγικών δυνάμεων στον εξοπλισμό του στρατού και στην κατασκευή όπλων, δημιουργεί ένα ονομαστικό ΑΕΠ από μισθούς και κέρδη που στηρίζεται στην προσφορά – στο οποίο όμως δεν αντιστοιχεί η άμεση παραγωγή αγαθών για την κάλυψη των πολιτικών αναγκών.

Με απλά λόγια, οι μισθοί που πληρώνονται και οι κεφαλαιακές επενδύσεις που διεξάγονται για τις στρατιωτικές ανάγκες μίας χώρας, δημιουργούν ένα ΑΕΠ που δεν έχει σχέση με την ευημερία των Πολιτών της – οπότε είναι στην ουσία πλασματικό. Τα όπλα που παράγονται δεν χρησιμοποιούνται, ενώ οι μισθοί που πληρώνονται για την παραγωγή τους και για το στρατό, μειώνουν την παραγωγή της υπόλοιπης οικονομίας – οπότε αυξάνεται η ζήτηση, με μειωμένη την προσφορά.

Ανάλογα με τη χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας τώρα, τα κενά προσφοράς που προκύπτουν, όπως για παράδειγμα τα λιγότερα τρόφιμα, επιδρούν επιταχυντικά στον πληθωρισμό – αφού η ζήτηση που προέρχεται από τους μισθούς κλπ. της πολεμικής οικονομίας, είναι υψηλότερη της προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών της πολιτικής οικονομίας.

Εάν λοιπόν η συγκεκριμένη υπερβάλλουσα ζήτηση δεν μειωθεί με αναγκαστικές αποταμιεύσεις, με τη μορφή φορολογικών ανακατανομών και πολεμικών ομολόγων που περιορίζουν τα εισοδήματα των Πολιτών (όπως τα πολεμικά ομόλογα του Χίτλερ, ανάλυση), η εκτόξευση των ελλειμμάτων του εμπορικού ισοζυγίου, η άνοδος του εξωτερικού χρέους και ο υπερπληθωρισμός δεν αποφεύγονται – όπως στο πρόσφατο παράδειγμα της Τουρκίας. Στην αντίθετη περίπτωση, ο όγκος των ιδιωτικών αποταμιεύσεων και η σχετική χρήση των φόρων, αυξάνονται από κοινού με τα αυξανόμενα πολεμικά οπλοστάσια – οπότε υπάρχει εξισορρόπηση.

Τέλος, η αναδιάρθρωση της οικονομίας εν καιρώ πολέμου φτάνει στο οικονομικά παράλογο, καταστροφικό και απάνθρωπο αποκορύφωμα της, όταν τελικά ξεσπούν οι πόλεμοι – όπου τα συσσωρευμένα αποθέματα όπλων χρησιμοποιούνται στα πεδία των μαχών με μεγάλες απώλειες, ενώ καταστρέφεται πολύτιμο απόθεμα κεφαλαίου, με τη μορφή των υποδομών και της παραγωγής, καθώς επίσης των εργαζομένων που είναι ικανοί να δημιουργήσουν αξία.

Όλες αυτές οι δαπάνες μπορούν να εξισορροπηθούν μόνο με την κατάκτηση νέων εδαφών, πλούσιων σε πόρους – οπότε είναι «υποχρεωτική» η αντίστοιχη προσπάθεια των επιτιθεμένων, αφού διαφορετικά καταρρέουν. Όσον αφορά τους αμυνόμενους, οι δαπάνες μπορούν να εξισορροπηθούν μόνο με τη διεκδίκηση πολεμικών επανορθώσεων – εάν φυσικά οι επιτιθέμενοι αποτύχουν.

Το ουκρανικό πεδίο μάχης και η Ρωσία

Συνεχίζοντας, τα δυτικά οπλοστάσια «εκκενώνονται» στο ουκρανικό θέατρο του πολέμου, παίρνοντας μαζί τους απαρχαιωμένα και μερικώς παροπλισμένα οπλικά συστήματα – ενώ δεν αντικαθίστανται απλά, αλλά αναβαθμίζονται εκτενώς, στα πλαίσια του υποτιθεμένου ή πραγματικού υποβάθρου μίας απότομα αλλαγμένης κατάστασης ασφαλείας της Ευρώπης. Μίας Ευρώπης που δεν αποκλείει πια, εκτός από τον ενεργειακό και οικονομικό πόλεμο, τη στρατιωτική αντιπαράθεση της με τη μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη του πλανήτη – με τη Ρωσία.

Έτσι αυξάνονται παντού τα όρια για αμυντικές δαπάνες, όπως στο παράδειγμα της Γερμανίας με τα 100 δις €, τουλάχιστον στο όριο του 2% που απαιτούν οι ΗΠΑ από τις χώρες του ΝΑΤΟ – με αποτέλεσμα το μέλλον του στρατιωτικού και βιομηχανικού συγκροτήματος της Δύσης να φαίνεται σήμερα κάτι περισσότερο από σίγουρο.

Αντίθετα, οι προοπτικές ευημερίας του ενεργού πληθυσμού επιδεινώνονται συνεχώς – επειδή θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν η εργασία και οι υλικοί πόροι των εθνικών οικονομιών της Δύσης για να εξυπηρετηθούν οι στρατιωτικές τους ανάγκες, χωρίς τα αποτελέσματα της στρατιωτικής παραγωγής να είναι διαθέσιμα για την κάλυψη των αναγκών τους για πολιτικά αγαθά και υπηρεσίες. Ως εκ τούτου, «εγκυμονεί» ένας ακόμη πληθωριστικός κίνδυνος – επί πλέον αυτού που προέρχεται από την εκτόξευση των τιμών της ενέργειας, σε συνδυασμό με τους φόβους ανεπάρκειας της (ανάλυση).

Ταυτόχρονα, το καθεστώς των κυρώσεων κατά της Ρωσίας που υπήρχε από την εποχή της προσάρτησης της Κριμαίας, έχει γίνει πολύ αυστηρότερο – αφού προστέθηκαν έξι νέα «πακέτα», με στόχο να μη χρηματοδοτείται ο πόλεμος του Putin. Εν προκειμένω, σύμφωνα με τι θεωρία, η εισαγωγή ορυκτών καυσίμων από τη Ρωσία, χρηματοδοτεί τον συγκεκριμένο πόλεμο – κάτι που αποτελεί το αποκορύφωμα της νεοφιλελεύθερης ανοησίας.

Η αιτία είναι το ότι, ο Putin έχει χρηματοδοτήσει ήδη τον επιθετικό του πόλεμο, αφού η ρωσική πολεμική μηχανή που έχει κινητοποιήσει εναντίον της Ουκρανίας κατασκευάσθηκε εκ θεμελίων, πολύ πριν από την έναρξη του πολέμου – με τη διοχέτευση σημαντικών πόρων ανθρώπινου δυναμικού και κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, στο στρατιωτικό βιομηχανικό σύμπλεγμα της Ρωσίας. Μία χώρα βέβαια πλούσια σε πρώτες ύλες, είναι υποχρεωμένη να έχει υψηλές στρατιωτικές δαπάνες – αφού γνωρίζει πως αποτελεί στόχαστρο όλων αυτών που θέλουν να ληστέψουν τους πόρους της.

Στο παρελθόν τώρα, τα έσοδα από τις εξαγωγές πρώτων υλών της ρωσικής βιομηχανίας, δεν ήταν απαραίτητα για την κατασκευή της πολεμικής μηχανής και δεν θα είναι ούτε στο μέλλον – όταν ο Putin θα πρέπει να διαθέσει περαιτέρω πόρους στην πολεμική του οικονομία, στην περίπτωση ενός μακροχρόνιου πολέμου και υψηλών απωλειών.

Ειδικότερα, τα αποθέματα της ρωσικής κεντρικής τράπεζας είναι στη διάθεση του κρατικού προϋπολογισμού – μέσω του οποίου ευθυγραμμίζονται οικονομικά οι παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, με τις απαιτήσεις του καλά εξοπλισμένου πολεμικού και στρατιωτικού μηχανισμού της. Με δεδομένο δε το ότι, η Ρωσία είναι ένα νομισματικά κυρίαρχο κράτος που έχει το μονοπώλιο στη δημιουργία αυτών των αποθεματικών στο δικό της νόμισμα, είναι αδύνατον να υπάρξει πρόβλημα χρηματοδότησης – σε περίπτωση απώλειας κρατικών εσόδων από τις εξαγωγές της.

Η ρωσική κυβέρνηση μπορεί όποτε θελήσει να εκδώσει ομόλογα, μέσω της κεντρικής της τράπεζας ή να αγοράσει από τις εκδότριες τράπεζες στη δευτερογενή αγορά – προκειμένου να διασφαλισθεί η παροχή των αποθεματικών που είναι ζωτικής σημασίας για τη διαχείριση. Οι διαφορές ευρίσκονται κάπου αλλού και δεν έχουν σχέση με τη χρηματοδότηση του πολέμου του Putin – πυροδοτούν μόνο μεσοπρόθεσμες έως μακροπρόθεσμες διαδικασίες προσαρμογής στο παγκόσμιο εμπόριο εμπορευμάτων και στο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα.

Το πάγωμα εδώ της διάθεσης σημαντικών τμημάτων των ρωσικών συναλλαγματικών αποθεμάτων, ο αποκλεισμός από το SWIFT (ανάλυση) κορυφαίων συμμετεχόντων στον ρωσικό τραπεζικό μηχανισμό από διεθνείς συναλλαγές πληρωμών και η απαγόρευση διαπραγμάτευσης ρωσικών κρατικών ομολόγων σε σημαντικά δυτικά χρηματοπιστωτικά κέντρα, προκαλούν προφανώς τεράστια ζημία στη «διεθνή ρωσική νομισματική κυριαρχία» – χωρίς όμως η εγχώρια νομισματική κυριαρχία της Ρωσίας, με τη μορφή του εθνικού της νομίσματος, να μπορεί να δεχτεί επίθεση.

Βέβαια, τα περιθώρια εμπορικής και νομισματικής πολιτικής της Ρωσίας θα περιοριστούν σημαντικά, η διαχείριση της συναλλαγματικής ισοτιμίας για το ρούβλι θα γίνει πιο δύσκολη, ενώ ο κίνδυνος πληθωριστικών πιέσεων από το εισαγωγικό εμπόριο που σχετίζεται με την προσφορά στην καινοτόμο και διαρθρωτικά αδύναμη οικονομία της, θα αυξηθεί – εκτός από την επιτάχυνση του πληθωρισμού, λόγω της διοχέτευσης πόρων στην πολεμική οικονομία.

Σε σχέση με τα δυτικά εμπάργκο όμως, από τα οποία έχει δημιουργηθεί μέχρι στιγμής το κύριο μέρος των συναλλαγματικών εσόδων της, η Ρωσία θα αναγκασθεί να αναδιοργανώσει τη διεθνή εμπορική και νομισματική της πολιτική – γεγονός που θα οδηγήσει στην ταχεία ενοποίηση της με τις οικονομικές περιοχές της Νότιας και Ανατολικής Ασίας, με τη σημαντική συμμετοχή της Κίνας και της Ινδίας, οι μεγάλοι πληθυσμοί των οποίων υπόσχονται υψηλές δυνατότητες ανάπτυξης.

Ως εκ τούτου, μετά από μια φάση υλικοτεχνικής προσαρμογής, η Ρωσία θα βρει νέες αγορές πώλησης των ενεργειακών της πόρων στην Ασία – ενώ θα ενσωματώσει το νόμισμά της σε ένα εναλλακτικό διεθνές σύστημα πληρωμών, πιθανόν υπό την ηγεσία της Κίνας.

Για την Ευρώπη όμως που δεν διαθέτει ενέργεια και πρώτες ύλες, ενώ θα αποκοπεί από τις ασιατικές και αμερικανικές αγορές, αν μη τι άλλο λόγω της κατάρρευσης της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας της εξαιτίας των αυξημένων τιμών, τα πράγματα δεν θα είναι καθόλου απλά – ενώ μάλλον δεν έχει καταλάβει πως η Ρωσία είναι κατά πολύ ισχυρότερη (συμβατικά στρατιωτικά, εκτός από πυρηνικά) από τη Γερμανία του Χίτλερ, διαθέτοντας ενέργεια. Εκτός αυτού, η Δύση έχει επί πλέον βοηθήσει τη Ρωσία να διαπιστώσει τη δύναμη της – τόσο ενεργειακά, όσο και στρατιωτικά.

Οι αυτοκαταστροφικές συνέπειες για την Ευρώπη

Περαιτέρω, είναι ξεκάθαρο πως η Ευρώπη πυροβολεί τα πόδια της όσον αφορά τα εμπάργκο πρώτων υλών, άνθρακα και πετρελαίου (ανάλυση) – ενώ είναι ανόητο το ότι δεν περίμενε την αντίδραση της Ρωσίας στις κυρώσεις, ειδικά στο φυσικό αέριο, όταν η ίδια ήθελε να επιβάλει και σε αυτό εμπάργκο.

Σε κάθε περίπτωση, οι καταστροφικές συνέπειες της πολιτικής εμπάργκο είναι τεράστιες – μεταξύ άλλων λόγω των άνισα κατανεμημένων εξαρτήσεων των μελών της ΕΕ, από τους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους. Το κυριότερο δε είναι το ότι, οι απαγορεύσεις εισαγωγών από τη Ρωσία προκαλούν μεγάλη αβεβαιότητα – η οποία ανοίγει ένα ευρύ πεδίο κερδοσκοπίας, μέσω των αυξήσεων των τιμών (ανάλυση).

Εν προκειμένω, η διαμόρφωση των τιμών στις εκάστοτε ενεργειακές αγορές ημερησίων συναλλαγών (spot), για τις πρώτες ύλες και τα παράγωγα τους, τα οποία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην προμήθεια καυσίμων και μεταφορέων θερμικής ενέργειας, δεν επηρεάζεται τόσο από τις πραγματικές ελλείψεις – ούτε από τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας. Επηρεάζεται κυρίως από τις κερδοσκοπικές προσδοκίες πιθανών ελλείψεων στο εγγύς μέλλον – οι οποίες αντανακλώνται στις τιμές των σχετικών συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Με απλά λόγια, η έκρηξη των τιμών της ενέργειας, η οποία κυριάρχησε όσον αφορά το γενικότερο πληθωριστικό σοκ για περισσότερο από ένα χρόνο και πριν από τον πόλεμο, παράλληλα με τις διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας που προκλήθηκαν από την πανδημία, καθοδηγείται σαφέστατα από τον οικονομικό πόλεμο και το κερδοσκοπικό περιβάλλον – γεγονός που σημαίνει πως ένα μέρος της ανόδου των τιμών, οφείλεται στην κερδοσκοπία και στον πληθωρισμό κερδών, όπου οι μεγάλες ενεργειακές εταιρίες έχουν πολλαπλασιάσει τα κέρδη τους. Παράδειγμα στην Ελλάδα η Motor Oil – η οποία αύξησε μεν το τζίρο της στο πρώτο τρίμηνο κατά 73%, αλλά υπερτριπλασίασε τα κέρδη της (πηγή).

Τα εκρηκτικά αυτά κέρδη των επιχειρήσεων, πληρώνονται από τις μάζες των καταναλωτών – όπου ο εργαζόμενος πληθυσμός υφίσταται πραγματικές απώλειες εισοδήματος από τους μισθούς, τις συντάξεις, τις καταθέσεις κοκ., με αποτέλεσμα η φτώχεια και ο κίνδυνος της φτώχειας να εξαπλώνονται ραγδαία. Έντεχνα δε κατηγορείται η Ρωσία και ο πόλεμος της για όλα αυτά – παρά το ότι δεν έχει καμία σχέση με την κερδοσκοπία των αγορών.

Σε τελική ανάλυση λοιπόν, το μεγαλύτερο μέρος των καταναλωτών των χαμηλότερων και μεσαίων εισοδηματικών τάξεων γίνεται φτωχότερο, λόγω του πληθωρισμού που προκαλείται από την κερδοσκοπία και τα υπερβολικά κέρδη – ενώ τα κράτη δεν αντιδρούν, είτε επειδή οι κυβερνήσεις υπηρετούν συχνά έμμισθα τις μεγάλες επιχειρήσεις, είτε λόγω του ότι έχει πάψει να λειτουργεί η ελεύθερη αγορά, αφού κυριαρχούν πλέον τα Ολιγοπώλια και τα καρτέλ, όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας (ανάλυση). Ως εκ τούτου, οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι, εκμεταλλευόμενοι όλες τις κρίσεις και τους πολέμους – ενώ οι φτωχοί φτωχότεροι.

Στα πλαίσια αυτά, ο οικονομικός πόλεμος με τις κυρώσεις στις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου που λέγεται πως είναι καθοριστικός για τη χρηματοδότηση του επιθετικού πολέμου του Putin και από τον οποίο εξαρτάται ο ενεργειακός εφοδιασμός πολλών κρατών της ΕΕ, δημιουργεί στην ουσία μόνο εκείνη την αβεβαιότητα που «χρειάζεται» για τις κερδοσκοπικές κλιμακώσεις των τιμών – ενώ πίσω από αυτόν κρύβεται η άρρωστη νεοφιλελεύθερη πίστη στην αποτελεσματικότητα του συστήματος τιμών στις ελεύθερες αγορές που όμως έχουν πάψει πια να υπάρχουν και να λειτουργούν, έχοντας καταλυθεί όπως προαναφέραμε από τα Ολιγοπώλια και τα καρτέλ τους.

Ακόμη όμως και να μην ήταν έτσι, το σύστημα των τιμών της ελεύθερης αγοράς δεν είναι το μαγικό ραβδί που ρυθμίζει τα πάντα – με την έννοια πως δεν λειτουργεί πάντοτε, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία.

Αναλυτικότερα, ο σκοπός της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής που βασίσθηκε στο μαγικό ραβδί των τιμών, το οποίο προκάλεσε την άνοδο των τιμών της ενέργειας και του εξ αυτής πληθωρισμού πριν τον πόλεμο του Putin, ήταν η επίτευξη ενός διπλού αποτελέσματος: της μείωσης της εξάρτησης από τους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους και της επιτάχυνσης της πράσινης μετάβασης, με την απανθρακοποίηση.

Εν προκειμένω, σύμφωνα με τη θεωρία, η ελαστικότητα της ζήτησης ως προς την τιμή, οδηγεί στη μείωση της ζήτησης ορυκτών καυσίμων – εάν η τιμή αυξηθεί επαρκώς.

Εν τούτοις, αυτή η οικονομική απλούστευση έχει ένα πρόβλημα – το ότι η ελαστικότητα της ζήτησης ως προς την τιμή, εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα του εισοδήματος. Ειδικότερα, η ελαστικότητα της ενεργειακής ζήτησης είναι υψηλότερη στα χαμηλότερα και μεσαία εισοδηματικά στρώματα – ενώ μειώνεται συνεχώς, όσον αφορά τα υψηλά και πολύ υψηλά εισοδηματικά στρώματα, τα οποία συνδέονται με μία συνεχή αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας.

Με απλά λόγια, η αύξηση των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος που δρομολογήθηκε με την ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική το 2021, είχε στόχο τη μείωση της ζήτησης από τους καταναλωτές – όπου όμως επιβαρύνθηκαν δυσανάλογα τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, αφού για τα υψηλότερα οι αυξήσεις δεν ήταν σημαντικές. Εκτός αυτού, η πολιτική της χρέωσης των ρύπων για τα ορυκτά καύσιμα και της επιδότησης των ΑΠΕ (ανάλυση), είχε στόχο την αντικατάσταση των ορυκτών από τις ΑΠΕ – κάτι που ασφαλώς δεν διέφυγε της προσοχής της Ρωσίας, ενώ ενδεχομένως αποτελεί μία από τις αιτίες του πολέμου της στην Ουκρανία.

Με δεδομένο τώρα το ότι, τα νοικοκυριά που απειλούνται από την ενεργειακή φτώχεια δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά τις αυξήσεις των τιμών, δεν διαθέτουν τα κεφάλαια για επενδύσεις εξοικονόμησης ενέργειας, όπως η αλλαγή του συστήματος θέρμανσης ή η μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση ή/και δεν μπορούν να βρουν φθηνές εναλλακτικές λύσεις κινητικότητας λόγω έλλειψης δημοσίων συγκοινωνιών, αναγκάζονται να περικόψουν άλλες δαπάνες – για να αντισταθμίσουν την αύξηση των λογαριασμών ενέργειας και καυσίμων.

Εάν στη συνέχεια ληφθούν μέτρα κοινωνικής ασφάλισης κατά του κινδύνου φτώχειας, μέσω κρατικών επιδομάτων (power pass, fuel pass κλπ.), τότε η ελαστικότητα της ζήτησης ως προς την τιμή παύει να υπάρχει – οπότε το αποτέλεσμα όλης αυτής της πολιτικής εκμηδενίζεται.

Ως εκ τούτου, η αποτελεσματικότητα της χρησιμοποίησης του συστήματος των τιμών για τέτοιου είδους αλλαγές είναι μάλλον μέτρια – ενώ μπορεί να επιτευχθούν σε μεγαλύτερη κλίμακα μόνο εάν δημιουργηθούν κοινωνικά αποδεκτές επιλογές μετάβασης, με τεράστιες δημόσιες επιδοτήσεις, καθώς επίσης με μεγάλες επενδύσεις στους κλάδους της ενέργειας, των μεταφορών και της βιομηχανίας. Πώς όμως να δρομολογηθεί κάτι τέτοιο στην ΕΕ, όταν υπάρχουν τόσα κράτη της υπερχρεωμένα, ορισμένα εκ των οποίων στην ουσία χρεοκοπημένα;

Σε κάθε περίπτωση, το να στηρίζεται η «πράσινη μετάβαση» στην άνοδο των τιμών που προκάλεσε η ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική, από την οποία επωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό τα αντίστοιχα καρτέλ και σήμερα στον πόλεμο, είναι καθαρός κοινωνικός κυνισμός – ενώ θα οδηγήσει σε μεγάλες εξεγέρσεις, σε ανατροπές κυβερνήσεων κοκ.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης, η Ελλάδα ευρίσκεται σε πολύ πιο δύσκολη θέση, συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ – αφού, παραμένοντας υπερχρεωμένη, είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει πολλαπλές κρίσεις, μία από τις οποίες είναι η μερική μετατροπή της οικονομίας της σε πολεμική, μεταξύ άλλων λόγω του τουρκικού κινδύνου. Ήδη έχουν προβλεφθεί σχεδόν 15 δις € για την εξασφάλιση πολεμικού εξοπλισμού με δανεικά, ενώ η αμυντική της βιομηχανία είναι ανύπαρκτη – γεγονός που σημαίνει πως θα απαιτηθούν ακόμη περισσότερα κεφάλαια που θα λείψουν από την πολιτική της οικονομία.

Την ίδια στιγμή, αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καταρρέουν υπό την πίεση της ενεργειακής και λοιπής ακρίβειας – μία κατάσταση που θα επιδεινωθεί, εξαιτίας της αδυναμίας χάραξης μίας κοινής νομισματικής πολιτικής (ανάλυση), για χώρες με εντελώς διαφορετικές οικονομίες και προβλήματα. Ως εκ τούτου, η διατήρηση του ευρώ, με την Κροατία να εισέρχεται στην Ευρωζώνη στις αρχές του 2023, είναι εξαιρετικά δύσκολη – με την επόμενη ευρωπαϊκή κρίση προ των πυλών (ανάλυση).

Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail