Επιστροφή της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους;

Ένας τέτοιος κίνδυνος μάλλον δεν υπάρχει, αφού ο «πόλεμος του Putin», ακόμη περισσότερο από ότι προηγουμένως η πανδημία, εμποδίζει την οποιαδήποτε χώρα της Ευρωζώνης να σκεφθεί να λύσει τα προβλήματα της εκτός της ζώνης του ευρώ – επιστρέφοντας στο εθνικό της νόμισμα. Επίσης τις χώρες της ΕΕ, εκτός ΕΕ. Ως εκ τούτου, τόσο η πανδημία, όσο και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, δεν αποτέλεσαν πρόβλημα, από οικονομικής φυσικά πλευράς, αλλά τον «από μηχανής Θεό» για κράτη όπως η Ιταλία και η Ελλάδα – επίσης για την Ευρωζώνη, αφού η Ιταλία διαφορετικά θα ήταν η πρώτη χώρα που θα εγκατέλειπε το ευρώ, ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου. Εκτός αυτού, ιδίως ο πόλεμος και οι κυρώσεις που τον συνόδευσαν, έθεσαν τέλος στον οικονομικό πόλεμο που διεξήγαγε η Γερμανία – με την Ελλάδα να έχει πρώτη μετατραπεί σε προτεκτοράτο της, ευρισκόμενη όμως πλέον σε «αμερικανική τροχιά». Γεωπολιτικά πάντως η όλη κατάσταση είναι πολύ πιο περιπλεγμένη, από όσο φανταζόμαστε – οπότε τα συμπεράσματα μας δεν πρέπει να είναι εύκολα, κυρίως όμως να μην αρκούνται στα «επιφανειακά» γεγονότα.

Από: analyst.gr - Βασίλης Βιλιάρδος

Ανάλυση

Ο πληθωρισμός είναι συνώνυμος με την υποτίμηση ενός νομίσματος, λόγω της μείωσης της αγοραστικής του αξίας – ενώ μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο με αυξήσεις των επιτοκίων που συνήθως οδηγούν στην ύφεση. Αυτή η αντίληψη ή/και πεποίθηση, φαίνεται πως υποκίνησε τις κεντρικές τράπεζες στις πρόσφατες αυξήσεις των επιτοκίων τους – αν και η συγκεκριμένη πολιτική έχει ελάχιστη σχέση με τις «θεωρίες», στις οποίες έχουν βασίσει τη νομισματική τους πολιτική μέχρι στιγμής.

Όταν όμως δεν πρόκειται για πληθωρισμό με την κλασσική του έννοια, δηλαδή με την άνοδο της ζήτησης λόγω της αυξημένης ποσότητας χρήματος ή/και της ταχύτητας κυκλοφορίας του που θέτει σε κίνηση το σπιράλ «τιμών-μισθών-τιμών» (ανάλυση), αλλά για μία κλιμάκωση των τιμών, η άνοδος των επιτοκίων έχει εν πρώτοις το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα – κυρίως επειδή λειτουργεί αρνητικά ως προς τις επενδύσεις, περισσότερο όσον αφορά τα ακίνητα, με αποτέλεσμα να μειώνεται ακόμη περισσότερο η προσφορά.

Ενδεχομένως λοιπόν να είναι αυτή η αιτία που ακούγονται εκπληκτικές δηλώσεις από τους εκπροσώπους των κεντρικών τραπεζών – όπως εκ μέρους του επικεφαλής της Fed, του J. Powel, ο οποίος είπε τα εξής: «Τώρα καταλαβαίνουμε γιατί γνωρίζουμε τόσα λίγα για τον πληθωρισμό».

Την ίδια στιγμή η επικεφαλής της ΕΚΤ, η κυρία C. Lagarde, δήλωσε ότι, «Η νομισματική πολιτική δεν είναι απλώς επιστήμη, είναι επίσης τέχνη» – κάτι που ισχύει ειδικά όσον αφορά τον πληθωρισμό, αφού έχει άμεση σχέση με τις μελλοντικές προσδοκίες των ανθρώπων που μπορούν να επηρεασθούν από την πειθώ ή μη των ανακοινώσεων των κεντρικών τραπεζών.

Δηλώσεις όπως αυτές όμως χρησιμοποιούνται για να αποκρύψουν το γεγονός ότι, δεν υπάρχουν επιχειρήματα ως προς το γιατί οι αυξήσεις των τιμών που προκαλούνται από την κερδοσκοπία στις ενεργειακές και χρηματιστηριακές αγορές, καθώς επίσης από την τιμολογιακή δύναμη των εταιριών ενέργειας και τροφίμων (ανάλυση), θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν με υψηλότερα επιτόκια – γεγονός που εγείρει το ερώτημα, εάν οι κεντρικές τράπεζες έχουν εξετάσει επαρκώς τις συνέπειες από τις αυξήσεις των επιτοκίων τους.

Εάν δηλαδή συνειδητοποιούν πως με αυτήν την πολιτική μας οδηγούν σε μία στασιμοπληθωριστική κρίση χρέους – αφού είναι αυτονόητο πως ο πληθωρισμός που έχει ως αιτία του την προσφορά, είναι εκ των πραγμάτων στασιμοπληθωριστικός. Επομένως αυξάνεται ο κίνδυνος μίας σημαντικής υποχώρησης της ανάπτυξης, με αυξανόμενη ανεργία και ενδεχομένως με ύφεση, όταν η νομισματική πολιτική γίνεται αυστηρότερη – ενώ κάτι τέτοιο θα ήταν θανατηφόρο για τις όποιες υπερχρεωμένες χώρες της Δύσης, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία.

Ιστορική Αναδρομή

Συνεχίζοντας, η σχετικά πρόσφατη ειδική συνεδρίαση της ΕΚΤ, με αντικείμενο την εύρεση λύσεων για τις αποκλίνουσες αποδόσεις των ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων και της ανόδου των spread απέναντι στα γερμανικά, εγείρει πολλές αμφιβολίες σε σχέση με την επιτυχία της – επειδή ήταν ήδη προβλέψιμο το Μάιο πως η «αναστροφή των επιτοκίων», η αύξηση τους πλέον, θα οδηγούσε σε προβλήματα, αφού περιλαμβάνει επίσης τη μείωση των αγορών ομολόγων από την ΕΚΤ.

Σε μία τέτοια περίπτωση, οι αποδόσεις τους θα έπρεπε να αποκλίνουν – όπως συνέβη με την πρώτη κρίση του ευρώ, όπου οι αποδόσεις των ομολόγων των κρατών μελών είχαν αποκλίνει από το 2008. Ειδικότερα, οι αμφιβολίες τότε των χρηματοπιστωτικών αγορών, σχετικά με τη φερεγγυότητα των χωρών της κρίσης, εκφράσθηκαν με τις απότομες αυξήσεις των ασφαλίστρων κινδύνου και των επιτοκίων δανεισμού τους – ενώ αυτό που ακολούθησε ήταν μία αυτοενισχυόμενη διαδικασία αύξησης του χρέους, μείωσης της εμπιστοσύνης και αύξησης των ασφαλίστρων κινδύνου.

Επομένως, η κρίση του ευρώ ήταν μία κρίση εθνικού χρέους – ενώ η ερμηνεία αυτή είναι απολύτως εύλογη, με δεδομένες τις (θνησιγενείς) «κατασκευαστικές αρχές» της Ευρωζώνης. Στην πραγματικότητα, ακολουθούν την κατευθυντήρια αρχή της «ευθύνης και ελέγχου», κάτι που συμπεραίνεται από διάφορους κανονισμούς – όπως η απαγόρευση της νομισματικής κρατικής χρηματοδότησης στο άρθρο 123 της συνθήκης, καθώς επίσης η ρήτρα μη διάσωσης στο άρθρο 125 (πηγή) που απαγορεύει στην ΕΕ και στα κράτη μέλη της να ευθύνονται για τος υποχρεώσεις άλλων κρατών μελών.

Οι απαγορεύσεις αυτές, είχαν στόχο να διασφαλίσουν πως τα κράτη μέλη της ΕΕ θα μπορούσαν να καταστούν αφερέγγυα και να χρεοκοπήσουν – γεγονός που θα έπρεπε να τα υποχρεώνει να ακολουθούν μία πολιτική ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, για να μην αυξάνονται τα χρέη τους.

Εντός αυτού του πλαισίου λοιπόν, δεν χρειάζεται να εξηγηθούν οι αποκλίνουσες αποδόσεις των ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων μετά το 2008 – αλλά, αντίθετα, η αυξανόμενη σύγκλιση των αποδόσεων, όπου αποδόσεις είναι τα επιτόκια δανεισμού, πριν από το 2008.

Για παράδειγμα, πώς εξηγείται το ότι η Ιταλία δανειζόταν πριν το 2008, με δημόσιο χρέος στο 104% του ΑΕΠ της, με το ίδιο επιτόκιο όπως η Ισπανία, της οποίας το χρέος της ήταν στο 36%; Απλούστατα, επειδή οι κεφαλαιαγορές ήταν πεπεισμένες ότι, οι παραπάνω κανονισμοί της ΕΕ δεν θα εφαρμόζονταν – κάτι που έπαψε να συμβαίνει μετά το 2008, με αποτέλεσμα τα επιτόκια της Ελλάδας που προηγήθηκε, όσον αφορά την κρίση, να εκτοξευθούν σε δυσθεώρητα ύψη, ειδικά όταν η Γερμανία κατέστησε σαφές το ότι δεν θα τη στήριζε.

Εάν οι αγορές δεν είχαν αυτήν την πεποίθηση πριν το 2008, τότε τα επιτόκια δανεισμού των χωρών της Ευρωζώνης με υψηλά δημόσια χρέη, θα είχαν αυξηθεί πολύ πριν – οπότε θα αναγκάζονταν να πάρουν μέτρα, για να μειώσουν τα ελλείμματα και τα χρέη τους.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το θρύλο, τα επιτόκια «ισοπεδώθηκαν» μετά το 2012, επειδή ο Draghi δήλωσε πως θα κάνει ότι χρειασθεί για να διασώσει το ευρώ – κάτι που όμως δεν ισχύει, αφού η σύγκλιση επετεύχθη με τα «προγράμματα αγορών τίτλων» της ΕΚΤ που ξεκίνησαν το 2010 (Securities Markets Programs), ενώ αντικαταστάθηκαν το 2012 από τα «προγράμματα οριστικών νομισματικών συναλλαγών» (ΟΜΤ, Outright Monetary Transaction Programs).

Μέσω αυτών των προγραμμάτων, διατέθηκαν πιστωτικές γραμμές από την ΕΚΤ – γεγονός που σήμαινε για τις κεφαλαιαγορές ότι, η φερεγγυότητα των κρατών μελών της Ευρωζώνης ήταν εγγυημένη από την ΕΚΤ. Από εδώ πάντως φαίνεται πως εάν η τότε συγκυβέρνηση της Ελλάδας δεν είχε βιαστεί να υπογράψει το εγκληματικό PSI (ανάλυση), υποθηκεύοντας τη χώρα για 99 χρόνια και παραδίδοντας την εθνική της κυριαρχία, θα μπορούσε να υπαχθεί στο δεύτερο πρόγραμμα που τελικά δεν χρειάσθηκε, αφού πείσθηκαν οι αγορές με την ανακοίνωση του – οπότε θα μειώνονταν τα επιτόκια της, όπως συνέβη με τις άλλες χώρες του νότου.

Με το ΟΜΤ τώρα που τελικά δεν χρειάσθηκε να χρησιμοποιηθεί, η ΕΚΤ ενήργησε ως ο de facto δανειστής έσχατης ανάγκης της ζώνης του ευρώ – όπως η Fed για τις ΗΠΑ και οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες. Αργότερα, δρομολογήθηκε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, ο ESM, το ευρωπαϊκό ΔΝΤ κατά κάποιον τρόπο, ο οποίος μπορεί να δανείζει τις χώρες του ευρώ – όπου όμως τα κεφάλαια που διατίθενται στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος υπάγονται σε προϋποθέσεις.

Δηλαδή τα κράτη, στα οποία διατίθενται αυτά τα κεφάλαια, δεσμεύονται να δρομολογούν κάθε είδους νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις», μνημόνια στην ουσία με άλλο όνομα, η εφαρμογή των οποίων παρακολουθείται από τον ESM – όπου το μοναδικό κράτος έως σήμερα που έλαβε δάνεια είναι η Ελλάδα.

Με το «πρόγραμμα αγορών του δημοσίου τομέα» τώρα (PSPP) που ξεκίνησε το 2014, η ΕΚΤ τελικά «διολίσθησε» στο ρόλο του δανειστή των κρατών μελών της Ευρωζώνης – αν και είναι αυτονόητο πως δεν παραδέχεται ότι, στην πραγματικότητα διενεργεί μία απαγορευμένη από τους ευρωπαϊκούς κανόνες κρατική χρηματοδότηση. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις της, ακολουθεί μία «μη συμβατική νομισματική πολιτική», γνωστή ως «πολιτική των επιτοκίων» – για να μπορεί να ελέγξει τον πληθωρισμό.

Εν τούτοις, το τεκμαρτό επιτόκιο μειώνεται, με αντίστοιχα υψηλές τιμές αγοράς – κάτι που δεν αποτελεί απόδειξη μίας «πολιτικής επιτοκίων», αλλά μάλλον ενός προγράμματος επιδοτήσεων για το χρηματοπιστωτικό τομέα. Λόγω του ότι δε το PSPP δεν υπόκειται σε καμία προϋπόθεση, οι κάτοχοι κρατικών ομολόγων μπορούσαν να είναι σίγουροι ότι, θα ήταν πάντα σε θέση να πουλούν τα κρατικά ομόλογα στην ΕΚΤ – σε συγκεκριμένη τιμή.

Ωστόσο, η ΕΚΤ υποχρεώθηκε να ευθυγραμμίσει τις αγορές της, με το ονομαζόμενο «κλειδί κεφαλαίου» – το οποίο αντικατοπτρίζει το μερίδιο της αντίστοιχης χώρας, στο συνολικό πληθυσμό και στο ΑΕΠ της ΕΕ. Έτσι βέβαια, όταν μειώνεται για παράδειγμα ο πληθυσμός ή το ΑΕΠ μίας χώρας, ενώ της ΕΕ αυξάνονται, τότε το μερίδιο της περιορίζεται – οπότε η ΕΚΤ είναι υποχρεωμένη να μειώσει τις αγορές των ομολόγων της.

Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι, η ΕΚΤ αποκλίνει όλο και περισσότερο από αυτόν τον κανόνα, μετά το 2017 – επειδή, για να διατηρήσει τις διαφορές των αποδόσεων σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, έπρεπε να αγοράσει ομόλογα από χώρες των οποίων είχε ήδη εξαντληθεί η ποσόστωση, όσον αφορά το «κλειδί κεφαλαίου». Δηλαδή, εάν είχε εξαντληθεί η ποσόστωση της Ελλάδας και δεν αγόραζε τα ομόλογα της η ΕΚΤ, τότε τα επιτόκια δανεισμού της, καθώς επίσης τα spreads, θα αυξάνονταν – με δυσμενή επακόλουθα για την οικονομία της.

Περαιτέρω, με το «Πανδημικό Πρόγραμμα Έκτακτης Αγοράς» (ΡΕΡΡ, Pandemic Emergency Purchase Programs) που ξεκίνησε στις αρχές του 2020, έπαψε να υπάρχει αυτό το εμπόδιο για την ΕΚΤ – με αποτέλεσμα, μέσω αυτού, να ήταν σε θέση να μειώσει τις διαφορές αποδόσεων σε όποιο επίπεδο ήθελε. Μειώθηκαν λοιπόν τα επιτόκια των οικονομικά αδύναμων χωρών και φυσικά τα spreads – δηλαδή, η διαφορά τους με τα γερμανικά.

Τα παραπάνω επιτρέπουν στα υπερχρεωμένα κράτη να συνεχίζουν να δανείζονται με χαμηλά επιτόκια, όπως συνέβαινε πριν το 2008 – οπότε να μην ενδιαφέρονται για τη δημοσιονομική πειθαρχία και για την ισοσκέλιση των προϋπολογισμών τους.

Από την άλλη πλευρά όμως, οι διαφορές στις αποδόσεις μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, παραβιάζουν κατάφωρα την αρχή της ενιαίας εσωτερικής αγοράς – επειδή οδηγούν, για παράδειγμα, σε διαφορετικούς όρους αναχρηματοδότησης των εταιριών, ανάλογα με την έδρα τους.

Αυτή είναι άλλωστε η αιτία που μεγάλες εταιρίες, όπως για παράδειγμα η ΤΙΤΑΝ στην Ελλάδα, μετέφεραν την έδρα τους σε κράτη που τους επιτρέπουν την αναχρηματοδότηση με χαμηλά επιτόκια – οπότε «ερημώνει» η ευρωπαϊκή περιφέρεια, με δυσμενή επακόλουθα για τις οικονομίες των χωρών της. Όποιος λοιπόν, για οποιουσδήποτε λόγους και με οποιονδήποτε τρόπο, επιτρέπει αυτές τις διαφορές, παραβιάζει την απαγόρευση των διακρίσεων – σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 1 της ευρωπαϊκής συμφωνίας (πηγή).

Στα πλαίσια αυτά, η ΕΚΤ «παρανομεί» είτε ενεργεί με τον ένα τρόπο, είτε με τον άλλο – γεγονός που τεκμηριώνει πως η «κατασκευή» της ΕΕ είναι εντελώς λανθασμένη. Επίσης τεκμηριώνει ότι, εάν δεν δρομολογηθεί η τραπεζική, δημοσιονομική και πολιτική της ένωση, θα διαλυθεί – ενώ πολύ δύσκολα θα καταφέρει, εάν, να ξεπεράσει την τεράστια κρίση που είναι ήδη σε εξέλιξη.

Η σημερινή πραγματικότητα

Συνεχίζοντας, στο πλαίσιο που περιγράφηκε παραπάνω, ήταν εύκολο να προβλεφθεί πως η «αναστροφή των επιτοκίων», ακόμη και πριν συμβεί, θα προκαλούσε περαιτέρω αποκλίσεις των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων – όπως φάνηκε στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου εκτοξεύθηκαν στο 4,70% (γράφημα).

Εξέλιξη του επιτοκίου των δεκαετών ομολόγων της Ελλάδας

Ταυτόχρονα η έκτακτη συνεδρίαση της ΕΚΤ ήταν διδακτική, επειδή τεκμηρίωσε πως το ΔΣ της μπορεί να αποφασίσει για μέτρα, τα οποία δεν λαμβάνουν επαρκώς υπ’ όψιν (για να μην πούμε πως αδιαφορούν), τις λειτουργικές συνθήκες του ευρώ – γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη μετέπειτα πτώση των επιτοκίων, όπως της Ελλάδας που στις 6.7.22 μειώθηκε στο 3,25% (αν και άρχισε να αυξάνεται ξανά, στο 3,64% τώρα).

Επομένως, η ακόλουθη διασκευή της ομιλίας του M. Draghi, του «θα κάνουμε ότι χρειάζεται για το ευρώ», από την Γερμανίδα I. Schnabel, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ, δεν αποτελεί έκπληξη:

«Η δέσμευση μας στο ευρώ είναι το εργαλείο μας, εναντίον του κατακερματισμού της αγοράς ομολόγων. Η δέσμευση αυτή δεν έχει όρια – ενώ η ιστορία των απαραίτητων παρεμβάσεων προσδίδει αξιοπιστία σε αυτήν τη δέσμευση».

Εν προκειμένω, η λέξη «κατακερματισμός» αναφέρεται στις αποκλίνουσες αποδόσεις των ομολόγων – χωρίς όμως να είναι ακόμη σαφές το πώς θα εφαρμοσθεί ή με τι θα μοιάζει αυτή η «δέσμευση». Ειδικότερα, στην έκτακτη συνεδρίαση της ΕΚΤ που είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση των επιτοκίων και των spreads, ανακοινώθηκε πως τα ομόλογα που λήγουν, θα επανεπενδύονταν «ευέλικτα» στα πλαίσια του ΡΕΡΡ – χωρίς όμως να αναλυθεί τι ακριβώς σημαίνει κάτι τέτοιο.

Για παράδειγμα, θα χρησιμοποιήσει η ΕΚΤ τις εισροές από την «ωρίμανση» των γερμανικών ομολόγων για να αγοράσει ιταλικά, ισπανικά ή ελληνικά ομόλογα, προκειμένου να μειώσει τις αποδόσεις τους; Αυτό υπέθεσαν οι κεφαλαιαγορές και μειώθηκαν τα επιτόκια; Είναι δυνατόν όμως να συμφωνήσει η Γερμανία με μία τέτοια ανταλλαγή που μοιάζει με swap; Κατά την άποψη μας πολύ δύσκολα, ειδικά μετά τις πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού οικονομικών της.

Προς το παρόν πάντως, μόνο το ΟΜΤ (πηγή) παραμένει ως μέσον κατά του «κατακερματισμού» – όπου όμως, λόγω των προϋποθέσεων του ή με τη μεσολάβηση του ESM και με την «αλγεινή» εμπειρία της Ελλάδας, δεν το έχει χρησιμοποιήσει ποτέ καμία χώρα. Επομένως, είναι εντελώς απίθανο να το χρησιμοποιήσει κάποιο κράτος – να είναι δηλαδή διατεθειμένο να αποδεχθεί τη σχετική απώλεια της εθνικής του κυριαρχίας, όπως η Ελλάδα.

Ως εκ τούτου, αυτός είναι ενδεχομένως ο λόγος, για τον οποίο ανακοινώθηκε ένα «νέο εργαλείο» στην επόμενη συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΚΤ, στις 21 Ιουλίου – ένα εργαλείο που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον «κατακερματισμό» των αποδόσεων των ομολόγων και το οποίο ήδη ονομάσθηκε «Μηχανισμός Προστασίας Μετάδοσης» (Transmission Protection Mechanism). Ασφαλώς θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τότε πώς θα είναι αυτό το νέο όργανο – αν και μάλλον, όπως συνηθίζεται στην ΕΕ, θα περιλαμβάνει πολλούς «σάπιους» συμβιβασμούς.

Θα μπορούσε λοιπόν να περιμένει κανείς, για παράδειγμα, το συμβιβασμό των απαιτήσεων των πειθαρχικών δημοσιονομικά Βορείων χωρών για «προϋποθέσεις», με αυτές των «σπάταλων» Νοτίων για μία «λευκή επιταγή» – προσφέροντας πρόσβαση σε αυτό το «νέο εργαλείο», μόνο σε εκείνες τις χώρες που δεν ευρίσκονται σε «Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος» (Excessive Deficit Procedure).

Εν τούτοις, υπό τις σημερινές συνθήκες, μία τέτοια λύση θα απαιτούσε την αύξηση του ορίσου του τρέχοντος δημοσιονομικού ελλείμματος του 3% του ΑΕΠ – αφού διαφορετικά σύντομα η Ιταλία θα στερηθεί αυτό το «νέο εργαλείο», όπως και η Ελλάδα. Ακόμη όμως και αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, το συγκεκριμένο εργαλείο δεν θα ήταν κατάλληλο για να διατηρήσει υπό έλεγχο τις διαφορές αποδόσεων – αφού η διαδικασία για τον προσδιορισμό ενός «υπερβολικού ελλείμματος», είναι απλά εξαιρετικά περίπλοκη και δαπανηρή.

Σημαίνει αλήθεια κάτι τέτοιο πως είναι αναπόφευκτη η επιστροφή της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους του 2010; Δεν θα πρέπει προηγουμένως να περιμένουμε την απόδειξη πως το «νέο εργαλείο» που θα παρουσιάσει η ΕΚΤ στις 21 Ιουλίου δεν θα είναι ικανό για την αντιμετώπιση της αποσταθεροποίησης των χρηματοπιστωτικών αγορών; Πιστεύει η ΕΚΤ πως θα αρκέσει η αναγγελία του για να πεισθούν οι αγορές και δεν θα χρειαστεί να χρησιμοποιηθεί, όπως το ΟΜΤ, κάτι που θα ήταν λάθος κατά την άποψη μας; Υπάρχει κίνδυνος να καταρρεύσει η Ευρωζώνη, ως αποτέλεσμα αυτού του πειράματος;

Υποθέτουμε πως ένας τέτοιος κίνδυνος μάλλον δεν υπάρχει, αφού ο «πόλεμος του Putin», ακόμη περισσότερο από ότι προηγουμένως η πανδημία, εμποδίζει την οποιαδήποτε χώρα της Ευρωζώνης να σκεφθεί να λύσει τα προβλήματα της εκτός της ζώνης του ευρώ – επιστρέφοντας στο εθνικό της νόμισμα. Επίσης τις χώρες της ΕΕ, εκτός ΕΕ.

Ως εκ τούτου, τόσο η πανδημία, όσο και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, δεν αποτέλεσαν πρόβλημα, από οικονομικής φυσικά πλευράς, αλλά τον «από μηχανής Θεό» για κράτη όπως η Ιταλία και η Ελλάδα – επίσης για την Ευρωζώνη, αφού η Ιταλία διαφορετικά θα ήταν η πρώτη χώρα που θα εγκατέλειπε το ευρώ, ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου. Εκτός αυτού, ιδίως ο πόλεμος και οι κυρώσεις που τον συνόδευσαν, έθεσαν τέλος στον οικονομικό πόλεμο που διεξήγαγε η Γερμανία – με την Ελλάδα να έχει πρώτη μετατραπεί σε προτεκτοράτο της, ευρισκόμενη όμως πλέον σε «αμερικανική τροχιά».

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, υπό τις συνθήκες που έχει διαμορφώσει ο «πόλεμος του Putin», όλοι αναζητούν πλέον λύση στο πρόβλημα – ελπίζοντας βέβαια πως η ΕΚΤ δεν θα παρουσιάσει ένα νέο ΡΕΡΡ με ένα διαφορετικό, φανταχτερό ίσως όνομα που δεν θα έπειθε καθόλου τις χρηματαγορές. Η ιδανική λύση δε, θα ήταν ανάλογη με αυτήν που αποφασίσθηκε για την πανδημία – το Ταμείο Ανασυγκρότησης, όπου όλες οι χώρες μέλη είναι υπεύθυνες για τα δάνεια του.

Σε μία τέτοια περίπτωση, θα επιλυόταν «κομψά» το πρόβλημα του «κατακερματισμού» των ομολόγων – με την αναχρηματοδότηση των χωρών μελών να εξασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό, με την έκδοση ενός ευρωομολόγου. Εν προκειμένω, το Συμβούλιο της Ευρώπης θα ήταν αυτό που θα αποφάσιζε τον τρόπο, με τον οποίο θα χρησιμοποιούνταν τα ποσά που θα διατίθεντο με αυτό το «εργαλείο».

Εν τούτοις, το πλεονέκτημα μίας τέτοιας λύσης είναι ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο μειονέκτημα της – όπως τεκμηριώθηκε από τις εκτεταμένες διαπραγματεύσεις και από τις καθυστερημένες πληρωμές στα πλαίσια του Ταμείου Ανασυγκρότησης. Υπάρχουν όμως δυνατότητες όπως, για παράδειγμα, η σύσταση πολιτικά ανεξάρτητων δημοσιονομικών συμβουλίων που θα μπορούσαν να αναλάβουν μία λειτουργία ελέγχου – μία πρόταση που έχει αναλυθεί ήδη από το 2016 (πηγή).

Δυστυχώς όμως, από την πλευρά της Δημοκρατίας, μία λύση αυτού του είδους είναι προς τη λάθος κατεύθυνση – αν και φαίνεται ως η μοναδική που θα μπορούσε να απαλύνει την οικονομική κατάρρευση της Ευρώπης, η οποία ούτως ή άλλως είναι εξαιρετικά πιθανή. Εάν δε ανεγερθεί ξανά ένα «Σιδηρούν Παραπέτασμα», όπως όλα δείχνουν, μία λύση αυτού του είδους δύσκολα μπορεί να αποτραπεί – εάν θέλει κανείς να είναι ρεαλιστής.

Ακόμη περισσότερο, μάλλον θα την επιβάλλουν οι ΗΠΑ, αφού δεν θέλουν σε καμία περίπτωση να διακινδυνεύσει η δομή του ευρωπαϊκού προτεκτοράτου τους και βοηθητικής δύναμης του ΝΑΤΟ – όπως δυστυχώς έχει υποβιβασθεί η Ευρώπη, μετά τα τεράστια λάθη της, ιδίως από την πλευρά της Γερμανίας, χωρίς να υποτιμούμε τα λάθη της Γαλλίας και της Ιταλίας.

Γεωπολιτικά πάντως η όλη κατάσταση είναι πολύ πιο περιπλεγμένη, από όσο φανταζόμαστε – οπότε τα συμπεράσματα μας δεν πρέπει να είναι εύκολα, κυρίως όμως να μην αρκούνται στα «επιφανειακά» γεγονότα.

Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail