Είχε άλλη δουλειά η Ελλάδα, κάτι πανηγυρισμούς

Η ιστορική μνήμη δεν είναι καλός σύμβουλος. Κυρίως γιατί όταν τη χρησιμοποιούμε είναι ήδη πολύ αργά.

Από: philenews.com / Γιώργος Σαββινίδης

Το φετινό καλοκαίρι έκλεισα 24 χρόνια εγκατάστασης στην Κύπρο, τουτέστιν το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής μου. Μπορεί εκ πρώτης όψεως ο αριθμός αυτός να μην είναι στρογγυλός ή να μην αποπνέει την παγιότητα του ορόσημου, αλλά οι λάτρεις της στατιστικής μπορούν να διακρίνουν ένα καθοριστικό αριθμητικό στοιχείο. Εκείνο το καλοκαίρι του 1998, που μου πρωτοχαστούκισε το πρόσωπο η ακρόπυρη κυπριακή αύρα καθώς έβγαινα από το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο Πάφου, είχαν περάσει μόλις 24 χρόνια από το ζοφερό καλοκαίρι του 1974. Κι όμως, τότε έμοιαζε να έχει παρέλθει ήδη μια αιωνιότητα. Ειδικά στο μυαλό κάποιου που ήταν αγέννητος όταν επισυνέβη η καταστροφή, στο μυαλό ενός σαστισμένου 20χρονου με διαφορετική αίσθηση του χρόνου και του χώρου, στο μυαλό ενός νέηλυ «καλαμαρά» που δεν έζησε στο πετσί του τα παρελκόμενα και δεν κληρονόμησε το τραύμα.

Και να που πέρασαν άλλα 24 χρόνια. Τα οποία φάνηκαν σαν ένα ποτήρι κρύο νερό. Σαν μια στιγμιαία αιωνιότητα. Δεν συνέβησαν και λίγα αυτό το διάστημα. Η ιστορία είχε μεγάλα κέφια. Και η ζωή. Ολόκληρη χιλιετία άλλαξε, ολόκληρος ο κόσμος μπατάρισε με τον καλπασμό της τεχνολογίας, ενώ κάθε άλλο παρά έλλειψαν κοσμογονικά γεγονότα, ανατροπές, εξελίξεις, τραγωδίες και κωμωδίες σε παγκόσμιο, τοπικό και προσωπικό επίπεδο. Η περιπλάνησή μας με το αβύθιστο αεροπλανοφόρο «Πλανήτης Γη» συνεχίζεται με αμείωτο σασπένς.

Πέρασαν λοιπόν 48 χρόνια από τις αποφράδες ημέρες. Δεν είναι λίγα. Ούτε και πολλά. Τουλάχιστον για όσους τις έζησαν από πρώτο χέρι και βρίσκονται ακόμη εν ζωή. Και σε τέσσερα χρόνια θα έχουν γίνει 52. Τόσα ήταν τα χρόνια που είχαν περάσει το 1974 από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Βρίσκονταν ακόμη εν ζωή, στην Ελλάδα και την Κύπρο, αρκετοί ξεριζωμένοι που είχαν βιώσει τα γεγονότα στο πετσί τους. Άνθρωποι που είδαν έναν ολόκληρο κόσμο να γκρεμίζεται και να ξαναχτίζεται μία, δύο, τρεις, τέσσερις φορές. Η μνήμη τους ήταν βιωμένη, δεν είχε ακόμη αντικατασταθεί πλήρως από τα συμβολικά στοιχεία της μνημειακής κληρονομιάς.

Την εποχή εκείνη, η τραγωδία του μικρασιατικού ελληνισμού ήταν εν πολλοίς ένα θέμα ταμπού στον ελληνικό χώρο, που έμοιαζε να είχε κολλήσει πεισματικά στο πρώτο στάδιο της διαχείρισης του πένθους: την άρνηση. Ένα πέπλο επιλεκτικής σιωπής, μιας παρατεταμένης θεσμικής και επιστημονικής απώθησης είχε σκεπάσει τα γεγονότα, που έμοιαζαν να έχουν ξεμείνει εκτός του περιγεγραμμένου πλαισίου της ιστορικής μνήμης. Ακόμη κι η τέχνη σπάνια έριχνε μερικές κλεφτές ματιές. Με εξαίρεση, φυσικά, τους παθόντες και μέχρι ενός σημείου τους απογόνους τους.

Το πράγμα άρχισε να αλλάζει λίγο μετά τη μεταπολίτευση, κυρίως από τη δεκαετία του ’90 και φτάσαμε φέτος που είναι η επέτειος των 100 ετών να αφιερώνουμε το έτος στην εθνική τραγωδία και το τραυματικό της αποτύπωμα στη συλλογική συνείδηση των απανταχού Ελλήνων. Υποτίθεται ότι είναι έτος αποτίμησης, αναστοχασμού, περισυλλογής αλλά και μια ευκαιρία, τώρα που δεν υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες, να ξύσουμε λίγο τη σκουριά που κατακάθισε πάνω στην ιστορία και να αξιολογήσουμε τα αποτελέσματα της «νεκροψίας». Έφταιγε μόνο η τουρκική θηριωδία; Ποια ήταν τα λάθη της ελληνικής πλευράς; Οι επιστήμονες θα κάνουν τις δικές τους εκτιμήσεις κι εμείς καταχραστικά θα γαντζωθούμε πάνω στον όρο «ιστορική μνήμη», που δεν είναι τίποτα περισσότερο από τις κυρίαρχες αντιλήψεις και πεποιθήσεις που έχουν καταλαγιάσει στη συλλογική συνείδηση σχετικά με την ιστορική μας διαδρομή. Κοινώς, είναι κάτι ρευστό και εύπλαστο.

Κάτι ανάλογο αναμένεται να γίνει και το 2074. Εδώ θα είμαστε και θα το δείτε –ή και (μάλλον) όχι. Η μητέρα Ελλάδα θα έχει χωνέψει τις ευθύνες της για την τραγωδία της Κύπρου, θα έχει ξεπεράσει τις ντροπές, τις αναστολές της και θα μπορεί να στρέψει το κεφάλι της προς την Κύπρο χωρίς να την τυφλώνουν οι προβολείς της ενοχής. Ο χρόνος είναι ο καλύτερος ψυχίατρος. Έτσι, θα μπορεί να μελετήσει το «μαύρο κουτί» ψύχραιμα και με την ησυχία της και να βγάλει ένα πόρισμα. Τα 48 χρόνια είναι πολύ λίγα για να τολμήσει κάποιος την εύλογη ταύτιση με την ηλικία της Μεταπολίτευσης. Να παραδεχτεί ότι ήταν το βαρύ το τίμημα, ότι η Χούντα δεν έπεσε σαν ώριμο μήλο από την «εσωτερική αντίσταση», η μυθολογία της οποίας έφτιαξε τις μετέπειτα δεκαετίες καριέρες και καριέρες, όπως και κομματικά αφηγήματα. Αυτό διόλου δεν μειώνει τη σημασία του Πολυτεχνείου ως συμβόλου μαζικής λαϊκής αντίστασης σε σκοτεινά χρόνια.

Στην 100ή επέτειο, ίσως να έχει κοπάσει η διάθεση για δεξιώσεις και σουαρέ προς τιμήν της επετείου της αποκατάστασης της Δημοκρατίας κατά τις μέρες που στην Κύπρο μαινόταν ακόμη η τουρκική στρατιωτική εισβολή. «Είχε λέει, άλλη δουλειά η Ελλάδα, κάτι πανηγυρισμούς, κ ήμαστε και μακριά και δεν μπορούσε, λέει, λυπόταν, δεν το περίμενε, ειλικρινά λυπόταν, ειλικρινά λυπόταν πάρα πολύ» θυμίζει ο Μόντης. Ίσως, λοιπόν, κάποτε η Ελλάδα να ξεπεράσει τελικά τα συμπλέγματά της και να πάψει να αντιμετωπίζει οτιδήποτε προέρχεται από την Κύπρο με συγκατάβαση, περιφρόνηση και ενοχικό σνομπισμό. Σαν να είναι γιαλαντζί, νόθο, οικείο και ξένο ταυτόχρονα. Να πάψει να τη βλέπει σαν μια πληγή που δεν πρέπει να ξυστεί, επειδή είναι στο δικό της σώμα.

Ελεύθερα, 24.7.2022

Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail