Με πέταξαν με δύο παιδιά στο δρόμο. Μου είπαν όμως ότι με καταλαβαίνουν...

Τόσα χρόνια στη δουλειά. Με πυρετούς, με χιόνια, με απεργίες, με ιστορίες. Πάντα εκεί. Στην ώρα του.
Το πως δεν έχει σημασία.  Αυτό που μετράει είναι ότι βρισκόταν εκεί στη θέση του.

του Στρατή Μαζίδη

Τα αφεντικά δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένα με κανέναν. Φανερά. Κρυφά έλεγαν τι καλά που δουλεύει το γραφείο. Φωναχτά τους αποκαλούσαν όλους άχρηστους. Για πέταμα. Ακόμη και τις γιορτές δεν έλεγαν με την καρδιά τους το "καλά Χριστούγεννα".

Όταν έρχονταν οι ώρες των αδειών, ποτέ δεν ευχήθηκαν ούτε σε αυτόν ούτε στους άλλους να περάσουν καλά. Με ένα ξινό πρόσωπο αποδέχονταν αυτό που γινόταν γιατί το επιβάλλει ο νόμος. Διαφορετικά δε θα έδιναν ούτε μια ώρα άδεια.

Ευχαριστώ, δεν είπαν ποτέ.

Κι έπειτα ήρθε η κρίση. Βέβαια αυτοί δεν κατάλαβαν τίποτε από αυτή. Άλλωστε στο εξωτερικό δε λένε πως βγάζουν τα λεφτά τους; Αλλά τι σημασία έχει; Στη χώρα της κρίσης ζουν, κι αυτό είναι μια ευκαιρία να κλαφτούν. Να γκρινιάξουν για τα έξοδα.

«Κάθε μέρα! Κάθε μέρα! Γκρίνια, γκρίνια, γκρίνια. Αντί να λένε δόξα τω Θεώ για όσα καλά απέκτησαν».

Κάποια στιγμή πήραν κι αύξηση μέσα στην κρίση. Όχι γιατί τους την έδωσαν. Αλλά γιατί το έλεγε ο νόμος. Μια αύξηση που δεν έφτανε ούτε για ένα πακέτο κράκερς το μήνα αλλά η ΑΥΞΗΣΗ μετράει. Και να πάλι γκρίνια.

Έπρεπε να κόψουν κάποιου το κεφάλι. Χρειαζόταν το αίμα κάποιου για να χορτάσει την ακόρεστη ψυχή τους... Να τιθασεύσει την αχαριστία τους.

Και διάλεξαν. Αυτόν με τις περισσότερες ανάγκες. Εκείνο με τα πιο πολλά χρόνια και προσφορά. Με τα δύο παιδιά σε κρίσιμη ηλικία.

Περίμεναν να επιστρέψει από την άδεια. Του έγνεψαν να πάει στο γραφείο. Ένας κόμπος τον έπιασε γιατί κάθε φορά και κάτι πιο περίεργο ζητούσαν. Όχι γιατί πραγματικά χρειαζόταν, αλλά για να έχουν να ψάχνουν, να ψάχνονται και να φωνάζουν για όλους και για όλα.

«Ξέρεις, η κατάσταση είναι δύσκολη. Θα πρέπει να βρεις κάτι άλλο να κάνεις. Έχεις οικογένεια. Σε καταλαβαίνω...»

Ένα βαρύ φορτίο, μαζεμένο με τα χρόνια, έφυγε από πάνω του. Πολύ σύντομα δε θα ξανάβλεπε τα σκυθρωπά τους πρόσωπα. Ακόμη και στο τέλος, γύρεψαν να του τη φέρουν. Αλλά δεν τους έπιασε.

Ωστόσο η ειρωνεία, η κοροϊδία μετά από τόσο καιρό κι ας τα κατάφερε ακόμη να επιβιώνει, τον στοιχειώνουν...

«Με πέταξαν με δύο παιδιά στο δρόμο. Μου είπαν όμως ότι με καταλαβαίνουν...» μου είχε πει τότε μόλις είχα σηκώσει το τηλέφωνο...


Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail