Ο διχασμός της κοινωνίας

Ακόμη και εάν η Ελλάδα δεν ήταν η πιο χρεοκοπημένη χώρα στην παγκόσμια ιστορία, ακόμη και εάν δεν είχε μία διαχρονικά ανεπαρκή, ανίκανη, καθώς επίσης διεφθαρμένη πολιτική, δεν θα μπορούσε να επιβιώσει υπό τις σημερινές συνθήκες στην παγκοσμιοποίηση – ούτε στη μικρογραφία της, την ΕΕ, με τη βιομηχανία της αποψιλωμένη και με την ξεπερασμένη νεοφιλελεύθερη πολιτική που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις της. Πόσο μάλλον με τα μνημόνια που της επιβάλλουν οι δανειστές της, τα οποία οδηγούν τους ‘Έλληνες κατ’ ευθείαν στην κόλαση – ενώ παράλληλα κορυφώνονται τα μεταναστευτικά και εθνικά της προβλήματα. Εύλογα λοιπόν οφείλει να σκέφτεται κανείς την έξοδο της από την ΕΕ, με στόχο τη λήψη μέτρων προστασίας της οικονομίας και της κοινωνίας της – εκτός εάν πάψει να εφαρμόζεται η νεοφιλελεύθερη πολιτική που κυριαρχεί στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, καθιστώντας έτσι συμβατή τη Δημοκρατία τόσο με τον προστατευτισμό, όσο και με την παγκοσμιοποίηση.

Από: analyst.gr - Βασίλης Βιλιάρδος

Ανάλυση

Η παγκόσμια κοινωνία και κυρίως η δυτική είναι βαθιά διχασμένη – με την έννοια πως από τη μία πλευρά υπάρχουν αυτοί που διάκεινται ευνοϊκά στην παγκοσμιοποίηση, ενώ από την άλλη όσοι έχουν απογοητευθεί και υποστηρίζουν το προστατευτισμό. Οι δύο ομάδες αντιμετωπίζονται εχθρικά μεταξύ τους και περιφρονούν η μία την άλλη – θυμίζοντας πως ακριβώς τα ίδια ισχύουν για την ΕΕ, η οποία είναι μία μικρογραφία της παγκοσμιοποίησης.

Υπό αυτές τις προϋποθέσεις όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει η Δημοκρατία, αφού πρέπει να καλύπτει ή να ικανοποιεί σε κάποιο βαθμό όλες τις κοινωνικές πτέρυγες – ενώ το αποτέλεσμα της δημοκρατικής διαδικασίας είναι συνήθως ένα αντιφατικό αδιέξοδο που καταλήγει σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο συμβιβασμό.

Επομένως απαιτείται μία νέα συναίνεση για να λειτουργήσει η Δημοκρατία – μία συναίνεση που να συνδυάζει την παγκοσμιοποίηση (ή/και την ΕΕ) με τον προστατευτισμό. Εν προκειμένω, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς πως είναι αδύνατον να συμβεί κάτι τέτοιο, αφού πρόκειται για δύο έννοιες αντίθετες και ασυμβίβαστες μεταξύ τους – κάτι που όμως ισχύει μόνο εάν σκέφτεται ολοκληρωτικά.

Δηλαδή, εάν ακολουθεί το μοντέλο «το ίδιο μέγεθος ταιριάζει σε όλους» (one fits for all) – αφού εάν το θέμα εξετασθεί διαφορετικά, οι δύο έννοιες μπορούν να συνυπάρχουν ειρηνικά δίπλα-δίπλα. Υπό μία προϋπόθεση όμως: τον αποχαιρετισμό του νεοφιλελευθερισμού και από τις δύο πλευρές, την αλλαγή δηλαδή της συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής.

Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν έχει «ενσκήψει» αυτός ο προβληματισμός, παρά το ότι είναι η κατ’ εξοχήν χώρα που βιώνει τη συγκεκριμένη αντίφαση – τη σύγκρουση των δύο ομάδων. Προφανώς επειδή τόσο η πολιτική, όσο και η εγχώρια διανόηση εξετάζουν εντελώς επιφανειακά τις υφιστάμενες συνθήκες και τα γεγονότα – χωρίς να εμβαθύνουν στην πραγματική τους υφή. Για παράδειγμα το μεταναστευτικό, η εχθρική αντιμετώπιση της ΕΕ και της Ευρωζώνης ή/και η αδυναμία ανάπτυξης της βιομηχανίας της λόγω του ανταγωνισμού των εισαγομένων προϊόντων, εμπίπτουν σε αυτόν ακριβώς τον προβληματισμό – ενώ η πολιτική των μνημονίων που εφαρμόζουν όλες οι κυβερνήσεις της είναι το αποκορύφωμα του νεοφιλελευθερισμού.

Κανένας άλλωστε δεν δίνει σημασία στην οικονομική πλευρά της μετανάστευσης, όπως την έχουμε αναλύσει (πηγή) – στο ότι συμβάλει τα μέγιστα στη διατήρηση των χαμηλών μισθών (άρα και του πληθωρισμού) σε ένα νεοφιλελεύθερο περιβάλλον, από τους οποίους ωφελείται κυρίως η βιομηχανία των ανεπτυγμένων χωρών. Για παράδειγμα, ο λόγος που η γερμανική κυβέρνηση δήλωσε το 2015 πως χρειάζεται τουλάχιστον 1 εκ. μετανάστες ή η ΕΕ ακόμη περισσότερους, ήταν η βιομηχανική της ελίτ – η οποία δεν ήθελε να απασχολεί ακριβούς Γερμανούς εις βάρος της ανταγωνιστικότητας της με τις ασιατικές κυρίως χώρες, αλλά φτηνούς μετανάστες.

Το θανατηφόρο μοντέλο της βιομηχανικής παραγωγής

Συνεχίζοντας, οι μηχανισμοί της ελεύθερης αγοράς που είναι προσφιλείς στο μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού, έχουν ένα σημαντικό μειονέκτημα: το ότι λειτουργούν σε πολύ λίγους κλάδους της οικονομίας. Στην πραγματικότητα μόνο στη βιομηχανική παραγωγή – ενώ σε όλους τους άλλους οικονομικούς τομείς, η λογική είναι διαφορετική και απαιτεί άλλη πολιτική προσοχή.

Στους περισσότερους τομείς λοιπόν της βιομηχανικής παραγωγής διαρκών καταναλωτικών αγαθών (durable consumer goods), οι μηχανισμοί της αγοράς λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό ικανοποιητικά – γεγονός που οφείλεται στις ιδιαιτερότητες των προϊόντων και στον τρόπο παραγωγής τους. Ειδικότερα, μεταφέρονται χωρίς πρόβλημα και είναι ανθεκτικά, οπότε η εμπορία τους (εξαγωγές κλπ.) είναι πολύ εύκολη – ενώ από την άλλη πλευρά παράγονται σε μεγάλο αριθμό από μεγάλα εργοστάσια, οπότε η παραγωγή τους είναι επίσης εύκολο να ελεγχθεί.

Και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά τους, δημιουργούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη λειτουργία της ανατροφοδότησης μεταξύ της ζήτησης και της παραγωγής (προσφοράς) – ακόμη και σε μεγάλες αποστάσεις, πολύ μακριά από τα εθνικά σύνορα. Για παράδειγμα, εάν κάπου στον πλανήτη υπάρχει αυξανόμενη ζήτηση για ένα συγκεκριμένο βιομηχανικό αγαθό, οι έμποροι είναι οι πρώτοι που το αντιλαμβάνονται – αντιδρώντας ανάλογα. Αμέσως μετά το διαπιστώνουν οι κατασκευαστές, οι βιομηχανίες, διαμορφώνοντας ανάλογα την παραγωγή τους – κάτι που μπορεί να συμβεί γρήγορα, με δεδομένο το ότι η βιομηχανική παραγωγή είναι ευέλικτη από την πλευρά της ποσότητας.

Ευέλικτη επειδή είναι σε θέση να αυξήσει την παραγωγή της σε περιόδους υψηλής ζήτησης, καθώς επίσης να τη μειώσει όταν η ζήτηση υποχωρεί – προσλαμβάνοντας στην πρώτη περίπτωση εργαζομένους ή δυνατόν με ενοίκιο, για να μπορεί αργότερα να τους απολύσει. Εναλλακτικά δρομολογεί τη μερική απασχόληση των σταθερών εργαζομένων της, μειώνοντας το ωράριο – ή αυξάνει την παραγωγική της δυναμικότητα με υπερωρίες. Επομένως η βιομηχανία μπορεί να ανταποκριθεί πολύ γρήγορα στην αυξημένη ζήτηση ή να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη μείωση της – όπως σε περιόδους υφέσεων.

Τη συγκεκριμένη τώρα μορφή λειτουργικής ανατροφοδότησης υιοθέτησε στο οικονομικό του μοντέλο ο νεοφιλελευθερισμός, προσπαθώντας να τη διευρύνει σε όλους τους τομείς της αγοράς – κάτι που όμως είναι αδύνατο, επειδή οι μηχανισμοί ανάδρασης έχουν πάρα πολλές ειδικές απαιτήσεις. Δεν υπάρχει δηλαδή η δυνατότητα να ταιριάζει το ίδιο μέγεθος σε όλους (one fits for all), όπως πιστεύει ο νεοφιλελευθερισμός – ενώ από την εποχή του Αριστοτέλη γνωρίζουμε πως πρόκειται για πλάνη. Όπως πολύ σωστά δε γράφτηκε από μία σύγχρονη οικονομολόγο (πηγή),

Το ότι οι λειτουργίες ανατροφοδότησης στη βιομηχανική παραγωγή λειτουργούν σωστά, οφείλεται στην ταχύτητα των αντιδράσεων. Όταν οι αντιδράσεις καθυστερούν, τότε η διαδικασία δεν λειτουργεί. Για παράδειγμα, στη γεωργική παραγωγή η χρονική υστέρηση μιας περιόδου ανάπτυξης οδηγεί στο γνωστό «κύκλο των χοίρων» (Pork cycle) – στο φαινόμενο των κυκλικών διακυμάνσεων της προσφοράς και των τιμών στις κτηνοτροφικές αγορές” (γράφημα).

Το ίδιο, εάν όχι ακόμη χειρότερο, ισχύει για τον κλάδο των ακινήτων (άρα και για τον τουρισμό), όπου η μεγάλη χρονική περίοδος που μεσολαβεί μεταξύ της έναρξης του σχεδιασμού και της τελικής ολοκλήρωσης της κατασκευής, καταστρέφει εντελώς τη σχέση μεταξύ της ζήτησης και της ικανοποίησης της – δημιουργώντας ιδανικές προϋποθέσεις κερδοσκοπίας. Με δεδομένο δε το ότι, η χρονική διάσταση είναι ακόμη μεγαλύτερη στις επενδύσεις σε έργα υποδομής, η προσπάθεια εδραίωσης της «ελεύθερης αγοράς» εδώ με την έννοια του «ανταγωνισμού των υποδομών» που βασίζεται στον Hayek, έχει οδηγήσει στη γνωστή κακή κάλυψη της κινητής τηλεφωνίας στη Γερμανία – σημειώνοντας πως ακριβώς λόγω των συγκεκριμένων ιδιαιτεροτήτων τους, οι υποδομές πρέπει να ανήκουν στο δημόσιο και όχι στους ιδιώτες.

Συμπερασματικά λοιπόν, οι διάφοροι κλάδοι της οικονομίας ακολουθούν διαφορετικές λογικές – οπότε πρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά από πολιτικής πλευράς. Για ορισμένους κλάδους, όπως για τη γερμανική βιομηχανία, η παγκοσμιοποίηση και κατ’ αναλογία η ΕΕ/Ευρωζώνη είναι η ζωή τους, ενώ άλλοι πρέπει να προστατεύονται από την παγκοσμιοποίηση – με μερικούς μόνο να καταλαμβάνουν μία μεσαία θέση, όπου τότε μόνο η ρύθμιση τους σε ευρωπαϊκό και όχι σε εθνικό επίπεδο είναι λογική.

Ουσιαστικά βέβαια δύο μόνο κλάδοι είναι συμβατοί με την παγκοσμιοποίηση: η βιομηχανία και οι διαδικτυακές επιχειρήσεις που όμως έχουν εξελιχθεί σε πανίσχυρα ολιγοπώλια – οπότε στο άκρο αντίθετο από αυτά που πρεσβεύει ο υγιής ανταγωνισμός. Όλοι οι άλλοι πρέπει να προστατεύονται – με τις εξής παρατηρήσεις σε μεμονωμένα σημεία:

(α) Στην ΕΕ υπάρχει η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) για τον πρωτογενή τομέα από το 1962 – δηλαδή για σχεδόν 58 χρόνια. Υπήρξαν ενδιάμεσα «σκαμπανεβάσματα», καθώς επίσης μεγάλες κρίσεις, οπότε έπρεπε να αναπροσαρμόζεται ξανά και ξανά, όπως συμβαίνει σήμερα. Εν τούτοις, ο ευρωπαϊκός σχεδιασμός της πρωτογενούς αγοράς λειτουργεί σχετικά ικανοποιητικά – έχοντας ξεπεράσει όλες τις καταιγίδες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής επανάστασης των τελευταίων δεκαετιών. Επομένως υπάρχει η δυνατότητα της αποτελεσματικής αντιμετώπισης των προβλημάτων της παγκοσμιοποίησης και της μικρογραφίας της, της ΕΕ – ως ένα προϊόν δημιουργικής συναίνεσης.

(β) Όσον αφορά τον κλάδο των ακινήτων, το Βερολίνο, για παράδειγμα, λόγω των προβλημάτων από την κατακόρυφη, κερδοσκοπική αύξηση των ενοικίων, επιχειρεί τη ριζική απομάκρυνση του από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επικράτησαν τις τελευταίες δεκαετίες στον τομέα – κάτι που λίγα χρόνια πριν θα φαινόταν αδιανόητο, ενώ πρόκειται ασφαλώς για ένα σημάδι μίας ελπιδοφόρου κατάρρευσης της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης στη γερμανική πολιτική, η οποία κατανόησε πως ο τομέας χρειάζεται προστασία.

(γ) Σε σχέση με τις «αγορές εργασίας», η προσπάθεια καθορισμού μίας «τιμής αγοράς» διαπιστώθηκε πως καταλήγει στο μισθολογικό dumping, στη φτώχεια και στην εξαθλίωση μεγάλων μερίδων του πληθυσμού – ενώ μπορεί μεν στην περίπτωση της Γερμανίας να συνετέλεσε στην άνοδο της ανταγωνιστικότητας της, επειδή το υιοθέτησε πρώτη το 2000, αλλά δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί στο διηνεκές από την ίδια, με τη βοήθεια των μεταναστών, λόγω των άλλων συνεπειών της μετανάστευσης (εγκληματικότητα, γκέτο κλπ.). Επομένως, ο καθορισμός των μισθών δεν μπορεί να επαφίεται αποκλειστικά και μόνο στις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς – αλλά χρειάζεται προστασία.

(δ) Τέλος, αναφορικά με τη διεθνή χρηματοοικονομική κερδοσκοπία, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί με εθνικές πολιτικές προστατευτισμού – ενώ είναι ασφαλώς καταστροφική για τις κοινωνίες. Εν τούτοις οι κεντρικές τράπεζες, σε συνεννόηση μεταξύ τους, θα μπορούσαν να την εμποδίσουν – αρκεί να συμφωνούσαν πως η κερδοσκοπική επίθεση, για παράδειγμα σε ένα νόμισμα, θα θεωρούταν ως επίθεση σε όλες τις κεντρικές τράπεζες που θα ήταν σε θέση να σταθεροποιήσουν το νόμισμα με τη συντονισμένη μεταξύ τους δράση.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, ακόμη και εάν η Ελλάδα δεν ήταν η πιο χρεοκοπημένη χώρα στην παγκόσμια ιστορία, ακόμη και εάν δεν είχε μία διαχρονικά ανεπαρκή, ανίκανη, καθώς επίσης διεφθαρμένη πολιτική, δεν θα μπορούσε να επιβιώσει υπό τις σημερινές συνθήκες στην παγκοσμιοποίηση – ούτε στη μικρογραφία της, την ΕΕ, με τη βιομηχανία της αποψιλωμένη και με την ξεπερασμένη νεοφιλελεύθερη πολιτική που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις της. Πόσο μάλλον με τα μνημόνια που της επιβάλλουν οι δανειστές της, τα οποία οδηγούν τους ‘Έλληνος κατ’ ευθείαν στην κόλαση – ενώ παράλληλα κορυφώνονται τα μεταναστευτικά και εθνικά της προβλήματα.

Εύλογα λοιπόν οφείλει να σκέφτεται κανείς την έξοδο της από την ΕΕ (GREEXIT), με στόχο τη λήψη μέτρων προστασίας της οικονομίας, της εδαφικής της ακεραιότητας και της κοινωνίας της – εκτός εάν πάψει να εφαρμόζεται η νεοφιλελεύθερη πολιτική που κυριαρχεί στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, καθιστώντας έτσι συμβατή τη Δημοκρατία τόσο με τον προστατευτισμό, όσο και με την παγκοσμιοποίηση.

Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail