Pexels / pixabay |
Λες και κάτω από κάθε συκιά της Ελλάδας κάθεται και ένας «σπουδαίος». Αυτοί είναι οι τίτλοι τιμής που τους αποδίδονται από τα ΜΜΕ, που αποδεικνύουν ότι η υπερβολή πέρα από κάθε μέτρο είναι το σύνηθες μέτρο της έκφρασης τους. Φυσικά η δραματοποίηση με εκφράσεις του τύπου «ο σπουδαίος», «ο μεγάλος», «ο κορυφαίος», μόνο σκοπό έχει την αλίευση θεατών και αναγνωστών και την έξαψη του ενδιαφέροντος. Κάποιες περιπτώσεις από τους «σπουδαίους» έχουν παίξει σε 2,5 σήριαλ, ενώ κάποιους άλλους θα τους χαρακτήριζε κανείς ακόμα και μέτριους θιασάρχες.
Σε αυτή τη μικρή χώρα λοιπόν υπάρχει έλλειμμα αυτογνωσίας και περίσσευμα έπαρσης. Γέμισε η Ελλάδα με «αστέρες» που μπροστά τους ωχριά ο γαλαξίας του Χόλυγουντ. Ιπτάμενα καλάμια μεταφέρουν υπερμεγέθη εγώ, που διασχίζουν τον δημόσιο χώρο του θεάματος σαν κομήτες. Κάπως έτσι, κάθε χρόνο σχεδόν, κηδεύουμε και έναν ακόμα «μεγάλο» δημοσία δαπάνη. Όχι ότι δεν υπάρχουν αληθινά μεγάλοι που θα έπρεπε να τιμηθούν από τον Δήμο. Φαίνεται, όμως, ότι αυτό που θα έπρεπε να αποτελεί μια τιμητική εξαίρεση, τείνει πλέον να γίνει κανόνας. Έτσι ο λαός πληρώνει μέχρι του τάφου κάθε «μεγάλο», που για τον χ ή τον ψ λόγο κάποιοι αποφάσισαν ότι πρέπει να τιμηθεί. Αυτό το καθεστώς της υπερβολής και της ασυναισθησίας των μεγεθών, υποθάλπει, αν δεν δημιουργεί κιόλας το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ανθεί ο δηθενισμός και ο άνευ ουσίας επίπλαστος πολιτισμός των εντυπώσεων και της επίδειξης.
Η σχέση ανάμεσα στους δρώντες της τέχνης και τους θεατές τους είναι συχνά αμφίδρομη και προσχηματική. Οι μεν έχουν ανάγκη από κοινό, ενώ οι δε από ένα κοσμικό-καλλιτεχνικό γεγονός, όπου η παρουσία τους θα αποδεικνύει το πόσο φιλότεχνοι και πολιτισμένοι είναι. Δηλαδή το θεαθήναι. Εξαιρώ φυσικά από αυτούς τους ανθρώπους εκείνους, που και αληθινά φιλότεχνοι είναι και ουσιαστικά πολιτισμένοι, ώστε να διακρίνουν τι είναι τέχνη και τι όχι, ποιος είναι καλλιτέχνης και τι είδους. Το επιδερμικό και γεμάτο προσποίηση κουλτούρας, μεγαλοαστικό, αλλά και μικροαστικό, ας μου επιτραπεί καρακατσουλιό, είναι αυτό που ευνοεί την δράση Λιγνάδηδων και την επικράτηση τέτοιων τραγικών καταστάσεων στον πολιτισμό και στην κοινωνία. Τώρα, όλοι αυτοί που τον χειροκροτούσαν και τον αγκάλιαζαν από τα δεξιά μέχρι και τα αριστερά, όλοι αυτοί που κάτι είχαν ακούσει, αλλά δεν μίλησαν, κάνουν ότι δεν τον ξέρουν.
Όπως έγραψε και ο Γ. Χαρβαλιάς, «Ο Λιγνάδης ήταν ταλαντούχος, εκτός από το ψωνιστήρι και στο παραμύθιασμα των ψωνισμένων. Των ανόητων «επώνυμων» της πολιτικής, της τέχνης και του χρήματος που σπρώχνονταν για να εξασφαλίσουν μια φωτογραφία μαζί του.
Γι αυτό και ο ίδιος αυτάρεσκα σε μια συνέντευξη του μόλις πριν μερικούς μήνες, χλεύαζε την αφέλεια των επώνυμων θαυμαστών του, λέγοντας «Ακόμη και να κατουρήσω στη σκηνή θα πουν… Μμμμ τι τόλμη ο Λιγνάδης!»
Και εδώ που τα λέμε, έχει δίκιο….