Ορατός ο κίνδυνος η Τουρκία να ελέγξει ολόκληρη την Κύπρο

Μελέτη πρέσβη ε.τ. για την πορεία του Κυπριακού, υπό την παρούσα συγκυρία

του Τάσου Τζιωνή*

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 μετείχα, ως διπλωμάτης στις Βρυξέλλες, σε μια αποστολή στη Χάγη, υπό τον τότε Υπουργό Εξωτερικών Γιώργο Ιακώβου, για προώθηση της αίτησης της Κύπρου για ένταξη στην Ευρωπαϊκή (τότε) Κοινότητα (ΕΚ) η οποία είχε υποβληθεί πρόσφατα, στις 4 Ιουλίου του 1990. Των διμερών διαβουλεύσεων ηγείτο, από ολλανδικής πλευράς, ο Υπουργός Εξωτερικών της χώρας, Χανς βαν ντεν Μπρουκ, ο οποίος αργότερα, το 1993, ανέλαβε ως Επίτροπος της ΕΚ, το χαρτοφυλάκιο των Εξωτερικών Σχέσεων και της Διεύρυνσης. Προτού η πλευρά μας προλάβει να εγείρει το Κυπριακό, ο οικοδεσπότης μας, απευθυνόμενος στον Κύπριο ομόλογό του, ρώτησε: «Θα μας πείτε τώρα τι γίνεται με το τουρκικό πρόβλημα;» Ο Γιώργος Ιακώβου αντέδρασε αμέσως με καταφατική ερώτηση: «Εννοείτε το Κυπριακό Πρόβλημα;». Ο οξύνους πολιτικός απάντησε αστραπιαία: «Εννοώ το τουρκικό πρόβλημα της Κύπρου!» Ο Ολλανδός, υπουργός μπορεί να αγνοούσε την επικρατούσα σχετική ορολογία, αλλά στην προφανή ημιμαθή γνώση του περί το εθνικό μας πρόβλημα, χρησιμοποίησε ένα όρο, «το τουρκικό πρόβλημα της Κύπρου», που απέδιδε με ακρίβεια την πραγματική φύση αυτού που επεκράτησε να αποκαλείται Κυπριακό Πρόβλημα. 

Από: infognomonpolitics.gr

Περιττεύει, ίσως, ν’ αναφερθεί ότι οι όροι, οι λέξεις γενικά και η σύνταξή τους, διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στις διεθνείς σχέσεις και ειδικότερα στη διπλωματία. Η χρήση ενός όρου αντί άλλου, μιας λέξης αντί άλλης, μιας συντακτικής σύνθεσης αντί άλλης, σε μια επίσημη συνομιλία ή διαπραγμάτευση και προπαντός σε μια συμφωνία, μπορεί να σημαίνει στην πράξη τη μικρή ή τη μεγάλη ζημίωση εθνικών συμφερόντων Στη δική μας φερ’ ειπείν περίπτωση, στον όρο «Κυπριακό Πρόβλημα» δεν είναι ορατή στο σημαινόμενο η Τουρκία· αντίθετα υποδηλούται σ’ αυτό ότι το πρόβλημα είναι ενδοκυπριακό και διακοινοτικό. Αν, από την άλλη, χρησιμοποιείτο ο όρος «το τουρκικό πρόβλημα» της Κύπρου, θα τονιζόταν η εξωτερική και διεθνής πτυχή του αντί η εσωτερική. Θα ήταν επίσης πολιτικά ακριβέστερος αλλά και πλέον συμφέρων για την πλευρά μας αφού θα απέδιδε αντικειμενικότερα την πραγματικότητα. Και τούτο, επειδή το πρόβλημά μας έχει πηγή του την Τουρκία και εκπηγάζει από τις διαχρονικές βλέψεις της για τον στρατηγικό έλεγχο της ίδιας της Κύπρου, της Ανατολικής Μεσογείου και της ευρύτερης περιοχής. Από τις αρχές της ανεξαρτησίας της Κύπρου, το Κυπριακό συνίσταται στην εκ μέρους της Τουρκίας χρήση βίας κατά της Κύπρου και τη συνεχή απειλή για επανάληψή της. Από το 1974, «το τουρκικό πρόβλημα της Κύπρου» είναι η εισβολή και η, συνεπεία αυτής, στρατιωτική κατοχή, η οποία συνοδεύεται από τον συνθλιπτικό πολιτικό, οικονομικό, δημογραφικό και πολιτισμικό έλεγχο της Τουρκίας στα κατεχόμενα εδάφη του νησιού μας, απειλώντας και τις ελεύθερες περιοχές. Στα τελευταία μάλιστα χρόνια, ιδιαίτερα μετά την ανακάλυψη υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, κυρίως δε, μετά την ανακάλυψη υδρογονανθράκων στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), η Τουρκία κατέστησε πιο φανερές και διόγκωσε τις φιλοδοξίες της αυξάνοντας επίσης δραματικά τη δράση της στις θαλάσσιες ζώνες της Κύπρου διεκδικώντας για τον εαυτό της τεράστια τμήματα της κυπριακής ΑΟΖ.


Το τουρκικό πρόβλημα της Κύπρου είναι αυτό που καθορίζει μέχρι σήμερα τον ανεξάρτητο βίο της Κυπριακής Δημοκρατίας και τις ζωές των Κυπρίων. Αυτό είναι που καθορίζει και την εξωτερική πολιτική της και διαπνέει τη διπλωματία της για 60 χρόνια. Είναι εντούτοις υπεραπλούστευση και συνεπώς υπερβολή να προσάπτεται στην εξωτερική πολιτική της Δημοκρατίας η μομφή ότι υπήρξε ή είναι μονοθεματική, ως δήθεν ενασχολούμενη μόνο με ένα θέμα, το Κυπριακό. Αυτό είναι λάθος και άδικο και υποτιμά τις διαρκείς προσπάθειες της χώρας μας να παραμείνει ένα προηγμένο κράτος-μέλος της διεθνούς κοινότητας. Όταν η Κύπρος ήταν στο Κίνημα των Αδεσμεύτων ήταν, αναντιρρήτως, αξιοσέβαστη και με πολύ μεγάλη για το μέγεθός της επιρροή. Όταν στη συνέχεια αιτήθηκε την ενσωμάτωσή της στην ενωμένη Ευρώπη και εξεταζόταν η αίτησή της, μαζί με τις αιτήσεις άλλων 9 χωρών, η Κύπρος ήταν παρασάγγας ανώτερη όλων των συνυποψηφίων της. Η πορεία της έδειξε ότι, ως κράτος, έχει αντοχές, προσαρμοστικότητα και την ικανότητα, όχι μόνο να επιβιώνει, αλλά και να σημειώνει αξιοζήλευτη πρόοδο. Η Κύπρος, κατά τη στιγμή της ανεξαρτησίας της, ήταν μια υπανάπτυκτη χώρα. Στα δεκατέσσερα της χρόνια, προτού υποστεί την τεράστια καταστροφή της τουρκικής εισβολής, ήταν μια υποσχόμενη αναπτυσσόμενη οικονομία. Σε χρόνο ρεκόρ μετά την τουρκική εισβολή ανένηψε οικονομικά και ακολούθησε αξιοζήλευτους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, τόσο που το φαινόμενο χαρακτηρίστηκε «κυπριακό θαύμα». Η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, επισημοποίησε και τη συμπερίληψη του μικρού και εδαφικά διαμελισμένου κράτους μας στα ανεπτυγμένα, θεσμικά και οικονομικά, δημοκρατικά κράτη της Ευρώπης και της υφηλίου στα οποία παραμένει μέχρι τώρα· και τούτο, παρά τις πολλές αντιξοότητες, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια (τουρκική επιθετικότητα και επεκτατισμός στην ξηρά και τη θάλασσα, οικονομικές κρίσεις, παράτυπη μετανάστευση, πανδημία, ενδημική διαφθορά κλπ).


ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ: Η ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΚΙ Η ΗΘΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΗΣ

Συνεπώς, παρά τα προβλήματά της, η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε και παρέμεινε ένα κανονικό κράτος. Γι’ αυτό, διαφωνώ με όσους υποστηρίζουν το αντίθετο διατυπώνοντας τη νομιζόμενη αθώα προτροπή «να γίνει επιτέλους ένα κανονικό κράτος». Αυτή η προτροπή γίνεται μάλιστα πιο ζημιογόνα όταν προέρχεται από επίσημα χείλη. Ανεξαρτήτως του τι εννοεί ο καθένας που εκστομίζει την προτροπή, την έκκληση, το αίτημα, το σύνθημα, ή την υπόσχεση, για κανονικότητα, η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ένα κανονικό κράτος και μάλιστα (επειδή σχεδόν όλοι, ευκαιρίας δοθείσης, το λοιδορούμε και το υποτιμούμε), είναι τόσο κανονικό όσο, όχι πολλά κράτη της οικουμένης. Θεωρώ απαράδεκτη μομφή και προσβολή για την πατρίδα μας τον αφορισμό ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είναι κανονικό κράτος Ούτε η απόσυρση των Τουρκοκυπρίων από τους θεσμούς της πολιτείας, ούτε το προδοτικό πραξικόπημα, ούτε η βάρβαρη τουρκική εισβολή, η βίαιη διαίρεση του εδάφους της Κύπρου και η τουρκική κατοχή, αφαίρεσαν από την Κυπριακή Δημοκρατία, οποιοδήποτε στοιχείο ή ιδιότητά της που να την καθιστούν κρατική οντότητα η οποία να μην δικαιούται να αυτοαποκαλείται και να θεωρείται από τα άλλα κράτη ως κανονικό κράτος.


Αυτών λεχθέντων, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι, η προβολή του γνωστού βίντεο του Al Jazeera, εδραίωσε σε πολλούς εντός και εκτός Κύπρου την πεποίθηση ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μια διεφθαρμένη πολιτεία και ενίσχυσε πολλών την άποψη ότι το κράτος μας δεν είναι κανονικό. Εν τούτοις, η περί της διεφθαρμένης κυπριακής πολιτείας πεποίθηση, αφορά στην ηθική υπόσταση του κράτους και όχι την κανονικότητά του. Φρονούμε πως, η ηθική υπόσταση ενός κράτους συναρτάται περισσότερο με την εικόνα και την ισχύ του παρά με την κανονικότητά του η οποία υπάρχει όπου συνυπάρχουν η κυριαρχική άσκηση από το κράτος της εξουσίας του επί του λαού που ζει εντός των εδαφικών ορίων του καθώς και η γενική διεθνής αναγνώριση και αποδοχή. Το καλό όνομα του κράτους (η εξωτερική δηλαδή όψη της ηθικής υπόστασής του), το οποίο δεν είναι στρατιωτικά ή άλλως πως ισχυρό, καθορίζει το επίπεδο της χρηστότητας και της προκοπής του και, σ’ ένα βαθμό, την αποδοτικότητα του, τόσο στο εσωτερικό του όσο και στο διεθνές πεδίο. Μια φαύλη κυβέρνηση, μια διεφθαρμένη διοίκηση, ανυπόληπτοι θεσμοί και ηθικά αχρείοι και σεσηπότες πολιτειακοί ή κομματικοί άρχοντες, σε ένα κράτος με δημοκρατικό πολίτευμα το οποίο βασίζεται εξ ορισμού και εξ ανάγκης στην εμπιστοσύνη και την αφοσίωση του πολίτη στο κράτος, αποτελούν έδαφος στο οποίο δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν η χρηστή διοίκηση, η ευνομία, η αξιοκρατία, το κράτος δικαίου κι η νομιμοφροσύνη. Αυτές οι αρετές μιας σύγχρονης δημοκρατίας απαιτούν την ύπαρξη καλών καγαθών πολιτικών ηγετών και μιας κρίσιμης μάζας επαγρυπνούντων καλών καγαθών πολιτών. Στο διεθνές πεδίο, η εκτενής φαυλότητα στην ηγεσία και τον κρατικό μηχανισμό, πλήττουν την αξιοπιστία της χώρας και τη διπλωματική φερεγγυότητά της, επηρεάζοντας αρνητικά την ικανότητα και αποτελεσματικότητά της στις παντοειδείς διαπραγματεύσεις για την προαγωγή εθνικών συμφερόντων της. Με άλλα λόγια, όσο πιο μικρό και αδύνατο είναι ένα κράτος, τόσο μεγαλύτερη αξία έχει γι’ αυτό το ηθικό του κύρος, η τιμή του, το καλό του όνομα και εν τέλει η ηθική του υπεροχή. Το θέτω διαφορετικά: όσο ισχυρότερη είναι η ηθική υπόσταση του μικρού και αδύνατου κράτους και των θεσμών του, τόσο ισχυρότερο είναι στις διεθνείς σχέσεις, διαπραγματεύσεις και συναλλαγές του. Καλό είναι να το έχουμε αυτό κατά νουν τώρα που οδεύουμε προς τις κρισιμότερες κι επικινδυνότερες από όλες τις έως τώρα διαπραγματεύσεις για λύση του εθνικού μας προβλήματος.


Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΩΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΤΚ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

Επεκράτησε στις περί το Κυπριακό διαπραγματεύσεις ο τεχνητός διαχωρισμός του σε «εσωτερική» πτυχή και «εξωτερική» ή «διεθνή» πτυχή. Αυτό, στην πρακτική των διαπραγματεύσεων, σημαίνει πλέον ότι συζητούνται μεν όλα μεταξύ των δυο κοινοτήτων της Κύπρου αλλά, τα θέματα που συνιστούν τη διεθνή πτυχή, συζητούνται και τυγχάνουν διαπραγμάτευσης με τις εμπλεκόμενες τρεις δυνάμεις (Τουρκία, Ελλάδα και Ηνωμένο Βασίλειο). Η μόνη δικαιολογία γι’ αυτήν την πρακτική και προσέγγιση είναι ότι η «λύση» του Κυπριακού[1] η οποία συμφωνήθηκε το 1959 (Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου) είχε συμφωνηθεί μεταξύ αυτών των χωρών. Ο Κυπριακός λαός δεν αντιπροσωπεύθηκε ως τέτοιος στο Λονδίνο. Αντ’ αυτού, στο Λονδίνο, το 1959, αντιπροσωπεύθηκαν οι δυο κοινότητες χωριστά. (Από τη Ζυρίχη, λίγο νωρίτερα, οι κοινότητες ήταν παντελώς απούσες.) Ο λαός της Κύπρου είχε ήδη νομικά και πολιτικά διχοτομηθεί. Στη Διάσκεψη του Λονδίνου, οι δυο κοινότητες δεν κλήθηκαν καν να υπογράψουν τις συμφωνίες για τη λύση του Κυπριακού· κλήθηκαν απλώς να δηλώσουν και δήλωσαν με ξεχωριστές επίσημες δήλωσεις του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του Φαζίλ Κουτσιούκ, ενεργώντας ο καθένας ως αντιπρόσωπος της κοινότητάς του, ότι αποδέχονταν όσα συμφωνήθηκαν και υπεγράφησαν από άλλους, δηλαδή, τους Πρωθυπουργούς των τριών ως άνω χωρών οι οποίες επεκράτησε στη συνέχεια να ονομάζονται «οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις» λόγω της Συνθήκης Εγγυήσεως.


Δικαιούμαστε πιστεύω να υποστηρίζουμε ότι το Κυπριακό είναι ένα διεθνές πρόβλημα, χωρίς «αλλά» και επιφυλάξεις, και ότι η λεγόμενη εσωτερική πτυχή του συνιστά πτυχή αυτού του διεθνούς προβλήματος. Τούτο σημαίνει πως η πολιτική για την επίλυση του Κυπριακού δεν μπορεί παρά να αποτελεί και να θεωρείται μέρος της εξωτερικής πολιτικής της Κυπριακής Δημοκρατίας. Υποστηρίζω την πιο πάνω θέση γιατί τίποτα το οποίο συμβαίνει στη σφαίρα της πολιτικής στα κατεχόμενα και καμιά θέση της λεγόμενης τουρκοκυπριακής κοινότητας σε σχέση με το Κυπριακό δεν θα μπορούσε να γίνει ή να είναι θέση της χωρίς την έγκριση ή την αποδοχή ή την υπαγόρευση ή την επιβολή της Τουρκίας. (Στο κείμενο αναφέρομαι σε «λεγόμενη τουρκοκυπριακή κοινότητα» κυρίως επειδή, με τη συστηματική αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα της από την Τουρκία, μέσω του εποικισμού της κατεχόμενης Κύπρου με Τούρκους πολίτες, οι Τουρκοκύπριοι αποτελούν πλέον μειονότητα στην περιοχή αυτή. Όταν απουσιάζει ο προσδιορισμός «λεγόμενη» εννοώ την πραγματική τουρκοκυπριακή κοινότητα, δηλαδή εκείνην την οποίαν «αποτελούσιν άπαντες οι πολίται της Δημοκρατίας, οίτινες είναι τουρκικής καταγωγής…» – Βλ. Άρθρο 2 του Συντάγματος της Δημοκρατίας.)


Οι αντιπρόσωποι της λεγόμενης Τουρκοκυπριακής κοινότητας ή «αντιπρόσωποι» της αποσχιστικής οντότητας των κατεχομένων είναι στην πραγματικότητα, και ενεργούν, ως αντιπρόσωποι της Τουρκίας. Συνεπώς, όταν συνομιλούμε με τη λεγόμενη τουρκοκυπριακή ηγεσία, στην πραγματικότητα συνομιλούμε με την Τουρκία η οποία μάλιστα, μετά την ανάρρηση του Ερσίν Τατάρ, δεν προσπαθεί καν να αποκρύψει αυτήν τη διαχρονική αλήθεια. (σημ. Πιστεύω πως δεν μπορεί βάσιμα να αμφισβητηθεί ότι η ανάδειξη του Ερσίν Τατάρ δεν θα μπορούσε να επισυμβεί, αν μετείχαν σ’ αυτήν μόνο οι Τουρκοκύπριοι.)

Η ΤΚ «ΗΓΕΣΙΑ», Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ


Το ότι η «τουρκοκυπριακή ηγεσία» εκπροσωπεί στην Κύπρο την Τουρκία και όχι την τουρκοκυπριακή κοινότητα φαίνεται και από το γεγονός ότι, εκεί που συγκρούονται τα συμφέροντα της κοινότητας με εκείνα της Τουρκίας, υπερισχύουν τελικά τα συμφέροντα της Τουρκίας σε βάρος της κοινότητας και, σε προέκταση και κατά κανόνα, σε βάρος της Κύπρου ως συνόλου. Κραυγαλέο παράδειγμα οι διεκδικήσεις της Τουρκίας στη θάλασσα της Κύπρου με τις οποίες η πρώτη διεκδικεί μεγάλα τμήματα της ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας της Κύπρου με όλα τα μέσα που διαθέτει (πολεμικά πλοία και αεροσκάφη, πλοία σεισμικών ερευνών και γεωτρύπανα, κατάθεση εγγράφων διεκδικήσεων στα ΗΕ και άλλους διεθνείς οργανισμούς, επίσημες δηλώσεις και ανακοινώσεις κλπ). Αν η Τουρκία επετύγχανε την ικανοποίηση των εν λόγω διεκδικήσεών της, η Κύπρος, συνεπώς και η τουρκοκυπριακή κοινότητα, θα έχανε προς άμεσο όφελος της Τουρκίας πολύ μεγάλα τμήματα της ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας της, δυτικά και βόρεια της Κύπρου, που θα είχαν έκταση μεγαλύτερη από 35.800 τετρ.χλμ. δηλαδή περίπου 44% της ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας της. Αν ποτέ, μάλιστα, υιοθετείτο η τουρκική αντίληψη ως προς την ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα την οποία θα δικαιούταν η Κύπρος, με βάση τουρκικούς χάρτες οι οποίοι κατ’ επανάληψη έχουν δημοσιευθεί, το κυπριακό κράτος θα παρέμενε με μια ΑΟΖ / υφαλοκρηπίδα έκτασης περίπου 25.500 τετρ. χλμ. Θα διατηρούσε δηλαδή μόνο το 31%, περίπου, της ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας που δικαιούται και/ή που έχει κερδίσει μέσω συμφωνιών με τους γείτονές της[2] ή που διεκδικεί στην περιοχή, στη βάση της Μέσης Γραμμής.[3]

Προς επίρρωση των πιο πάνω υπενθυμίζουμε ότι η «τουρκοκυπριακή» ηγεσία είχε «συνομολογήσει» με την Τουρκία «συμφωνία οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας», τον Σεπτέμβριο του 2011. Αυτή η συμφωνία, αν γινόταν δεκτή στο διεθνές πεδίο, η Κύπρος θα έχανε στη μεταξύ της και της Τουρκίας θάλασσα, μια έκταση πάνω από 2.100 τετρ. χλμ, δηλ. περίπου 3% της ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας της Επαναλαμβάνουμε με έμφαση πως οι θέσεις αυτές και διεκδικήσεις της Τουρκίας σε βάρος της Κύπρου, συνεπώς και της τουρκοκυπριακής κοινότητας, υποστηρίζονται ενθέρμως από τη λεγόμενη τουρκοκυπριακή ηγεσία.

ΤΥΧΟΝ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΕΝΩ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΕΡΝΤΟΓΑΝ

Υποστήριξα πιο πάνω ότι το τουρκικό πρόβλημα της Κύπρου (άλλως, το Κυπριακό) καθορίζει από το 1960 μέχρι σήμερα τον πολυτάραχο βίο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Θα ήμασταν πιο ακριβείς αν υποστηρίζαμε ότι καθορίζει την πορεία της Κύπρου, κατεχομένων και ελευθέρων περιοχών. Το Κυπριακό, λυμένο ή άλυτο, θα συνεχίζει να καθορίζει την πορεία της Κύπρου η οποία θα παραμείνει τρικυμιώδης για πολλά χρόνια ακόμη. Αν, υπό τις παρούσες συνθήκες, επιτευχθεί μια συμφωνία για διευθέτηση του Κυπριακού (που είναι εξαιρετικά αμφίβολο), θα ονομαστεί βεβαίως «τελική», όπως ονομάστηκε στο Λονδίνο το 1959, αλλά μπορεί και να είναι η αρχή μιας νέας φάσης του Κυπριακού προβλήματος το οποίο θα βαίνει προς την τελική επίλυσή του ή προς την καθυπόταξη και των νυν ελευθέρων περιοχών στον τουρκικό επεκτατισμό. Το γεγονός είναι ότι ζούμε τώρα στον αστερισμό της ερντογανικής Τουρκίας που απαιτεί από την πλευρά μας γην και ύδωρ, πέραν εκείνων που της εξασφάλισε η εισβολή του 1974 κι συνεχιζόμενη κατοχή. Πόσο θα διαρκέσει αυτή η περίοδος; Μάλλον θα διαρκέσει τουλάχιστον όσο θα διαρκέσει το καθεστώς Ερντογάν, με ή χωρίς την παρουσία του Ερντογάν, και, προπαντός και για όσο καιρό θα υποθάλπουν ή θα ανέχονται τις μεγαλομανείς ακρότητές του στην περιοχή αυτή οι μεγάλοι του κόσμου. Στην παρούσα όμως συγκυρία, καμιά ουσιαστική αμφισβήτηση ή απειλή δεν υφίσταται το καθεστώς Ερντογάν είτε από το εξωτερικό είτε από το εσωτερικό. Το καθεστώς, παρά τις εσωτερικές αναταράξεις που προκαλεί η προϊούσα κατάρρευση της τουρκικής λίρας με τις συνεπακόλουθες πολύ απειλητικές επιπτώσεις της στην Τουρκική οικονομία, και παρά την προβλεπόμενη για τις 20 Ιανουαρίου απομάκρυνση από τον Λευκό Οίκο του Προέδρου Τράμπ και την εγκατάσταση στην προεδρία των ΗΠΑ του Τζο Μπάιντεν, το καθεστώς Ερντογάν, εκτός απροόπτου, θα συνεχίσει να ελέγχει αποτελεσματικά την κατάσταση στη χώρα αλλά και όπου αυτό δραστηριοποιείται στο εξωτερικό. Αυτό θα το επιτυγχάνει συνεχίζοντας την επιθετική, πολυδιάστατη νέο-οθωμανική εξωτερική πολιτική του.

Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΩΝ ΗΓΕΤΩΝ ΤΗΣ 3ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ – ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Τι περιλαμβάνει;

Στις 3 Νοεμβρίου 2020 συναντήθηκαν οι κ.κ. Ν. Αναστασιάδης και Ε. Τατάρ και «εξέφρασαν την αποφασιστικότητά τους να ανταποκριθούν θετικά στη δέσμευση του Γενικού Γραμματέα των Η.Ε. να διερευνήσει τη δυνατότητα να συγκαλέσει μια ανεπίσημη συνάντηση πέντε-συν-τα-ΗΕ, σε ευνοϊκό κλίμα, στο κατάλληλο στάδιο».[4] Οι δυο ηγέτες δεν συμφώνησαν την άμεση επανέναρξη διαδικασίας για λύση του Κυπριακού· αυτό είναι σαφές. Συμφώνησαν όμως να βοηθήσουν τον Γενικό Γραμματέα να διερευνήσει τη δυνατότητα επανέναρξης της διαδικασίας, μέσω πρώτα μιας άτυπης Πενταμερούς με τη συμμετοχή των ΗΕ. Η συμφωνημένη Ανακοίνωση πληροφορεί ακόμα πως, εφόσον διαπιστωθεί η δυνατότητα σύγκλησης της άτυπης Πενταμερούς, αυτή θα γίνει στο «κατάλληλο στάδιο», προδιαθέτοντας τους αναγνώστες της να κάνουν υπομονή περιμένοντας την απόφαση του Γενικού Γραμματέα για την ύπαρξη σύγκλισης των θέσεων των πλευρών για σύγκληση Πενταμερούς.

Τι απουσιάζει;

Στα διπλωματικά κείμενα, όπως είναι και η ως άνω Ανακοίνωση, δεν εξετάζει κανείς μόνο αυτά που γράφονται, αλλά κι εκείνα που απουσιάζουν. Από το κείμενο απουσιάζει η απάντηση στο βασικό ερώτημα: ποια θα είναι η βάση των επιδιωκομένων διαπραγματεύσεων; Δικαιούμαστε να πιστεύουμε ότι έγινε προσπάθεια από την ελληνοκυπριακή πλευρά για επαναβεβαίωση της συμφωνημένης βάσης των διαπραγματεύσεων στη συνάντηση, αλλά δεν έγινε κατορθωτή· ούτε καν εμμέσως.

Απουσιάζει αναφορά σε ψηφίσματα ακόμα και σε προηγούμενες συμφωνίες υψηλού επιπέδου, ή έστω σε απλά συμφωνηθέντα ανακοινωθέντα όπως το τελευταίο μεταξύ Αναστασιάδη και Ακκιντζί στο Βερολίνο, της 25/11/2019. (Τι έγινε με το «κεκτημένο» του Κυπριακού; Χάθηκε;) Δικαιούμαστε συναφώς να υποστηρίξουμε ότι η βάση των διαπραγματεύσεων και της λύσης, που μέχρι πριν από τη συνάντηση θεωρείτο ότι ήταν η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία και τα σχετικά ψηφίσματα των ΗΕ, έχει εγκαταλειφθεί από την τουρκική πλευρά και ότι θα είναι ίσως αδύνατο, να επαναβεβαιωθεί σε άλλο στάδιο των προσπαθειών για επανάληψη της διαδικασίας. Για την τουρκική πλευρά το «κατάλληλο στάδιο» για σύγκληση της άτυπης Πενταμερούς θα είναι προφανώς εκείνο κατά το οποίο θα έχει γίνει δεκτή η απαίτησή της για αλλαγή της βάσης. Δεν αποκλείεται όμως να δεχθεί να μετάσχει στην άτυπη Πενταμερή ελπίζοντας να ικανοποιηθεί εκεί η απαίτησή της για αλλαγή της βάσης. (Με αυτό δεν υπαινίσσομαι ότι η ΕΚ πλευρά θα αποδεχθεί την αλλαγή της συμφωνηθείσας βάσης η οποία είναι, καλώς ή κακώς, κατοχυρωμένη με ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ.[5] Αυτό θα το δείξει το μέλλον και, μάλλον, όχι το μακρινό). Μια άτυπη Πενταμερής η οποία θα τελειώσει χωρίς να σημάνει την έναρξη κανονικών διαπραγματεύσεων ενδέχεται να αποτελέσει την αφορμή για ταχεία επίτευξη των «νέων» τουρκικών στόχων στην Κύπρο μέσω μονομερών πράξεων (π.χ. εξασφάλιση αναγνώρισης από κάποιες χώρες του ανακηρυχθέντος ήδη από το 1983 τουρκικού ψευδοκράτους στην Κύπρο, εποικισμός της περίκλειστης περιοχής της Αμμοχώστου για την οριστικοποίηση «συνόρων» μεταξύ «των δύο κρατών», εκδίωξη της UNFICYP από τα κατεχόμενα κλπ.)

Από την Ανακοίνωση απουσιάζει ακόμη είναι ο μελλοντικός ρόλος του Γενικού Γραμματέα στο Κυπριακό, αρχίζοντας απ’ την Πενταμερή. Από τα ψηφίσματα παίρνει την εντολή του. Θα συνεχίσει είναι παρέχει τις καλές του υπηρεσίες στους ηγέτες των δυο κοινοτήτων για λύση σύμφωνα με τα ψηφίσματα, ή θα ακολουθήσει τους Τούρκους στην αναζήτηση λύσης μακριά από τα ψηφίσματα και τις απαγορευμένες από τις Συνθήκες για την Κύπρο, υπολογίζοντας στη δική μας υποχωρητικότητα; Δεν διευκρινίζεται.

Οι ηγέτες – η ισοπέδωση

Ας δούμε και κάτι άλλο στην Ανακοίνωση. Σύμφωνα μ’ αυτήν, στη συνάντηση της 3ης Νοεμβρίου, εκείνοι που συναντήθηκαν ήταν «ο Ελληνοκύπριος ηγέτης» και ο «Τουρκοκύπριος ηγέτης». Η Ανακοίνωση συνεχίζει αναφέροντας πως οι δυο τους «συναντήθηκαν για πρώτη φορά ως ηγέτες της Ελληνοκυπριακής και της Τουρκοκυπριακής κοινότητας». Δεν είναι περίεργο ότι, οι κ.κ. Αναστασιάδης και Τατάρ, αναφέρονται σε δυο μόλις αράδες της συμφωνημένης Ανακοίνωσης ως «ο Ελληνοκύπριος ηγέτης» και ο «Τουρκοκύπριος ηγέτης» και αμέσως στη συνέχεια «ως ηγέτες της Ελληνοκυπριακής και της Τουρκοκυπριακής κοινότητας»; Δεν συνάδει με τους κανόνες της ερμηνείας των διπλωματικών και νομικών κειμένων τυχόν απόφανση ότι ο όρος «ΕΚ/ΤΚ ηγέτης» σημαίνει το ίδιο με τον όρο «ηγέτης της ΕΚ/ΤΚ κοινότητας». Το λογικό συμπέρασμα είναι ότι ο «ηγέτης της ΤΚ κοινότητας» είναι μια ιδιότητα αλλά όχι η μοναδική του «ΤΚ ηγέτη». (Το ίδιο ισχύει και για τον ΕΚ ηγέτη.) Για την τουρκική πλευρά, ο όρος «Τουρκοκύπριος ηγέτης» σημαίνει τον «πρόεδρο» της «τουρκικής δημοκρατίας της βόρειας Κύπρου» ο οποίος όμως, όταν συμμετέχει σε διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό συμμετέχει ως «ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας»! Κάτι σας θυμίζει; Φυσικά η δική μας πλευρά δεν συμφωνεί με αυτήν την τουρκική ερμηνεία, αλλά η συμφωνημένη Ανακοίνωση δεν την βοηθά.

Προφανώς η μερική «επάνοδος» του κ. Τατάρ στο καθεστώς του κοινοτικού ηγέτη οφείλεται στην έγνοια του για ιδιότητα εκείνων που θα μετάσχουν στην Πενταμερή, άτυπη ή επίσημη. Οι 3, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι οι Εγγυήτριες Δυνάμεις: η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ποιοι είναι οι άλλοι δύο; Υπάρχει θέση στην Πενταμερή για την Κυπριακή Δημοκρατία; Η Ανακοίνωση δίνει τις απαντήσεις: Εκείνοι που συμφώνησαν την Ανακοίνωση είναι «οι άλλοι δύο»· δηλαδή «ο Ελληνοκύπριος ηγέτης» και ο «Τουρκοκύπριος ηγέτης» οι οποίοι «συναντήθηκαν […] ως ηγέτες της Ελληνοκυπριακής και της Τουρκοκυπριακής κοινότητας». Μια ερμηνεία είναι ότι συμφώνησαν πως στην Πενταμερή θα μετάσχουν ή αντιπροσωπευθούν υπό την ιδιότητα με την οποία συναντήθηκαν· δηλαδή ως ηγέτης ο καθένας της κοινότητάς του. Αν δεν θα ισχύσει αυτό, τότε με την άλλη του «ΕΚ/ΤΚ ηγέτη». Αν όχι, τότε και με τις δύο. Και στις 3 περιπτώσεις οι δύο μετάσχουν ή θα αντιπροσωπευθούν σαν ίσοι. Αυτό καθορίζει η συμφωνημένη Ανακοίνωση που είναι η βάση για την πρόσκληση προς τον Γενικό Γραμματέα να εμπλακεί και να συγκαλέσει την άτυπη Πενταμερή+ΗΕ στο «κατάλληλο στάδιο».

Από την ανάλυση προκύπτει πως η Κυπριακή Δημοκρατία θα είναι απούσα από την Πενταμερή και πως το μοντέλο της νέας Πενταμερούς θα είναι εκείνο της Διάσκεψης του Λονδίνου του 1959 και εκείνο της προ της δεύτερης τουρκικής εισβολής διάσκεψης της Γενεύης ( 3 εγγυήτριες και οι δυο κοινότητες) με την προσθήκη τώρα των ΗΕ. Σημιεώνουμε ότι υπάρχει ιστορικό «προηγούμενο» όπου αντιπροσωπευόταν ως διακριτό Μέρος σε διάσκεψη για την Κύπρο, η Κυπριακή Δημοκρατία. Πρόκειται για τη Διάσκεψη του Λονδίνου για την Κύπρο του 1964. Σ’ αυτήν μετείχαν οι 3 Εγγυήτριες αλλά και η Κυπριακή Δημοκρατία. Της αντιπροσωπείας της Κύπρου ηγείτο ο Υπουργός Εξωτερικών (Σπύρος Κυπριανού), ενώ στα μέλη της εκπροσωπούνταν και οι δυο κοινότητες με τους Γλαύκο Κληρίδη, Ραούφ Ντενκτάς κ.ά.).

Η εκπροσώπηση της Κυπριακής Δημοκρατίας (και όχι μόνο των δυο κοινοτήτων) στην Πενταμερή, είναι απαραίτητη για τη νόμιμη, κατά το Διεθνές Δίκαιο, κατάργηση ή τροποποίηση των Συνθηκών Εγγυήσεως και Συμμαχίας και/ή τροποποίηση της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως. Είναι, όμως, επίσης νομικά και πολιτικά απαραίτητη η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας προς ενίσχυση της θέσης ότι η κατάσταση πραγμάτων, η οποία δυνατόν να προκύψει από τη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού, αποτελεί συνέχεια/μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας κι όχι μια παρθενογένεση. Εκτός κι αν γι’ αλλού κινήσαμε…

Η ΚΥΡΙΑΡΧΗ ΙΣΟΤΗΤΑ ΜΙΑΣ ΕΞΑΡΤΩΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

Από την εμπειρία μου στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό σας διαβεβαιώ ότι οι όροι αυτοί έχουν πολύ μεγάλη σημασία για την τουρκική/τουρκοκυπριακή πλευρά. Φανταστείτε ότι επί Ταλάτ, πριν από τη Συμφωνία της 8η Ιουλίου, 2006, αγωνιστήκαμε για να βάλουμε σε ανακοίνωση των ηγετών των δυο κοινοτήτων τον όρο «Κύπριοι», (η φράση που προτείναμε ήταν «όλοι οι Κύπριοι, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι»), για να στείλουμε μαζί ένα ενοποιητικό μήνυμα. Στάθηκε αδύνατο! Η τουρκική εξήγηση ήταν ότι δεν υπάρχουν Κύπριοι, παρά μόνο Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Στη φάση εκείνη μάλιστα επέμειναν να μην χρησιμοποιείται ο όρος «κοινότητα» και «κοινότητες» και κατά συνέπεια ούτε ο όρος «ηγέτης της Ελληνοκυπριακής κοινότητας» ή «ηγέτης της Τουρκοκυπριακής κοινότητας» ή «ηγέτες των δυο κοινοτήτων». Αυτά επί Μεχμέτ Αλί Ταλάτ! Επέμεναν επίσης στη χρήση των όρων: «οι δυο ηγέτες» και «ο ΕΚ ηγέτης» ή «ο ΤΚ ηγέτης», χωρίς αναφορά στην κοινότητά τους. Με τον όρο «ο ΤΚ ηγέτης» εννοούν τον «ηγέτη της ΤΚ πλευράς» και αυτό, για την τουρκική πλευρά, σημαίνει τον ούτω καλούμενο «πρόεδρο» της «τδβΚ». Για την τουρκική πλευρά, στην Κύπρο υπάρχουν ήδη δυο κράτη. Οι διαπραγματεύσεις για τη λύση γίνονταν για να συμφωνήσουν οι δυο, κατά τη θέση της, ισότιμες κρατικές οντότητες στην Κύπρο, δηλαδή η «τουρκική δημοκρατία βόρειας Κύπρου» και η «ελληνοκυπριακή διοίκηση νότιας Κύπρου», τη θεσμοθέτηση της μεταξύ τους ένωσης υπό μια κοινή θεσμική στέγη, την οποία μέχρι προ τινός ονόμαζαν «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία». Αυτή σε χονδρές γραμμές ήταν η έννοια της πολιτικής ισότητας για την τουρκική πλευρά. Αυτό θεωρούσαν ότι θα επιτύγχαναν στο Μπούργκεστοκ το 2004 και στο Κρανς Μοντανά το 2017. Τώρα ο Ερσίν Τατάρ (δηλαδή η Τουρκία), όπως και η τουρκική κυβέρνηση απευθείας, προχωρούν ένα βήμα παρακάτω εγκαταλείποντας τη δήθεν ομοσπονδία, στη θέση της οποίας τοποθετούν τη συνεργασία δυο γειτονικών κρατών και λαών στη βάση της αμοιβαίας αναγνώρισης της κυριαρχίας εκάστου και στη βάση, όπως διακηρύσσουν, της κυρίαρχης ισότητάς τους. Η κυρίαρχη ισότητα, αφορά τις σχέσεις μεταξύ κυριάρχων κρατών, αποτελεί δε θεμελιώδη αρχή του διεθνούς δικαίου, η οποία ενσωματώθηκε, πρώτη μάλιστα, ανάμεσα στις αρχές του Χάρτη των ΗΕ.[6]. Κυρίαρχη ισότητα σημαίνει κατά βάση ότι κάθε κράτος είναι ίσο απέναντι σε όλα τα άλλα κατά το διεθνές δίκαιο και έχει ίσα δικαιώματα μ’ αυτά. Το θέμα έχει ιστορικό βάθος. Εδώ αρκούμαι ν’ αναφέρω ότι η τουρκική πλευρά προωθεί αυτήν τη θέση συστηματικά, πολύ προσεχτικά και με μεγάλη υπομονή και επιμονή από το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ‘50. Φαίνεται όμως πως τώρα, «εξαντλείται η υπομονή» του κ. Ερντογάν για λόγους που αφορούν τις άμεσες πιεστικές πολιτικές ανάγκες του καθεστώτος εσωτερικά στην Τουρκία. Είναι οι ίδιοι λόγοι που τον οδήγησαν, στη δι’ ενός συμβολικού πικ-νικ, κήρυξη κατάληψης και της περίκλειστης περιοχής των Βαρωσίων κατά την 37η επέτειο της παράνομης μονομερούς ανεξαρτησίας στα κατεχόμενα.

ΟΙ ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΒΛΕΨΕΙΣ ΤΗΣ «ΗΓΕΣΙΑΣ» ΤΗΣ «ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ»

Εξήγησα νωρίτερα γιατί οι επιδιώξεις της λεγόμενης ηγεσίας της τουρκοκυπριακής κοινότητας είναι επιδιώξεις της Τουρκίας. Με αφορμή την αποτελεσματική ώθηση, εκ μέρους του τουρκικού καθεστώτος στην κεφαλή της υποτελούς στην Τουρκία τοπικής διοίκησης των κατεχομένων του Ερσίν Τατάρ, το τουρκικό καθεστώς εκδηλώνει πλέον τις βλέψεις του χωρίς διπλωματική συστολή, χωρίς αναστολές και με περισσή αλαζονεία. Σε τούτο συντείνουν και η εκ μέρους των ισχυρών του πλανήτη μας ανοχή ή/και ενθάρρυνση της παράνομης και προκλητικής δράσης του εκτός των συνόρων της Τουρκίας, π.χ. στη Λιβύη, στο Αζερμπαϊτζάν στη σύγκρουσή του με την Αρμενία, στη Συρία, στην Κύπρο, στην Ανατολική Μεσόγειο και αλλού. Στην περίπτωση της Κύπρου, δυστυχώς για μας, τα πράγματα αντιμετωπίζονται από πλευράς Τουρκίας ως επιτεύξιμα, επειδή δεν θεωρεί ότι θα βρει απέναντι της δύναμη αποτροπής. Δηλώσεις αναγνώρισης του δικαίου μας και αλληλεγγύης προς εμάς, ουδόλως την συγκινούν. Δυστυχώς, εκτός από δηλώσεις συμπαράστασης, τίποτα ουσιαστικό δεν έχουμε να παρουσιάσουμε στο Κυπριακό το οποίο να προκαλεί στην Τουρκία, έστω κάποιες αναστολές, στην εφαρμογή της πολιτικής του άρπαγα που ακολουθεί στην Κύπρο.

Η Τουρκία δεν βιάζεται για μια διευθέτηση στο Κυπριακό. (Ποτέ δεν βιαζόταν.) Δεν επείγεται ούτε για τη σύγκληση της Πενταμερούς+ΗΕ. Θα προσπαθήσει πρώτα να εξασφαλίσει ανταλλάγματα, προκειμένου να μετάσχει σε τέτοια Διάσκεψη, κυρίως στο ζήτημα της βάσης της λύσης και στο ζήτημα των υδρογονανθράκων αλλά και στις Βρυξέλλες. (Μη επιβολής κυρώσεων.) Ο κ. Τατάρ υποστηρίζει ότι «εξελέγη» με την εντολή από τον «τουρκοκυπριακό λαό» να εργαστεί για την επίτευξη συμφωνίας για λύση δύο κρατών στη βάση της κυριαρχικής ισότητας και της συνεργασίας «μεταξύ των δύο κρατών στο νησί». Αυτό σημαίνει ότι θα επιδιώξει μια λύση που θα διαλαμβάνει τη νομιμοποίηση της εδαφικής και θεσμικής διχοτόμησης της Κύπρου. Τέτοια λύση θα ήταν, φυσικά, αντίθετη προς πληθώρα ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ για την Κύπρο[7] και εν γένει προς το διεθνές δίκαιο αλλά και τις τρεις Συνθήκες του 1960 που προέβλεπαν το ενιαίο του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας (Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, Άρθρο 1) καθώς και την απαγόρευση της ένωσης με άλλο κράτος και τον διαμελισμό της νήσου (Συνθήκη Εγγυήσεως Άρθρα 1 και 2).

ΧΩΡΙΣΤΟ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

Αποδοχή πρότασης για εγκαθίδρυση και αναγνώριση ξεχωριστού τουρκοκυπριακού κράτους στην Κύπρο θα σήμαινε ότι το σημερινό ψευδοκράτος, (το οποίο χαρακτηρίζεται ως «αποσχιστική οντότητα» από το Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΕ[8] και ως «υποτελής τοπική διοίκηση» της Τουρκίας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων[9]) θα είχε τη δική του κυριαρχία. Αυτό σημαίνει πως θα είχε τη δική του αυθυπόστατη έννομη τάξη, μέσα σε δικό του ξεχωριστό έδαφος, καθώς και ξεχωριστή νομική προσωπικότητα στο διεθνές δίκαιο και, βεβαίως, ανεξαρτησία, που είναι η εξωτερική διάσταση της κυριαρχίας. Η τουρκική πλευρά θέλει κατ’ αρχήν (σύμφωνα πάντα με τις δηλώσεις που γίνονται από την τουρκική πλευρά), η λύση δυο κρατών να προκύψει μέσα από συμφωνία στο πλαίσιο της Πενταμερούς και όχι μέσω της αναγνώρισης της λεγόμενης «τδβΚ» χωρίς να έχει εξευρεθεί λύση του Κυπριακού. Θέλει δηλαδή αυτό που η τουρκική πλευρά ονομάζει «λύση βασισμένη στις πραγματικότητες επί του εδάφους» συν τη διεθνή αναγνώριση καθώς και άλλα τινά, με τη δική μας υπογραφή, την προσυπογραφή των εγγυητριών δυνάμεων και τις επίσημες ευλογίες των ΗΕ.

ΧΩΡΙΣΤΟ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

Η θέση για χωριστό τουρκοκυπριακό κράτος πιθανό να υποκρύπτει την τουρκική ελπίδα ότι, μέσω μιας συμφωνίας – αντί μέσω μονομερών ενεργειών – η Κυπριακή Δημοκρατία (α) θα συναινέσει και θα συμβάλει στο να εξευρεθεί μια φόρμουλα βάσει της οποίας το κατεχόμενο τμήμα, μεταπηδώντας δια συμφωνίας στην ιδιότητα του κράτους, θα παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και (β) θα συγκατατεθεί στην άρση της αναστολής του κεκτημένου στο έδαφος του χωριστού κράτους. (Υπενθυμίζεται ότι δυνάμει του Πρωτοκόλλου Αρ. 10 στην Πράξη Προσχώρησης της Κύπρου στην ΕΕ, ολόκληρο το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι μέρος του εδάφους της Ένωσης, μόνο που έχει ανασταλεί στο κατεχόμενο τμήμα η εφαρμογή του κεκτημένου της Ένωσης, επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία εμποδίζεται από την Τουρκία από του να ασκεί εκεί αποτελεσματικό έλεγχο).

ΧΩΡΙΣΤΟ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΟ ΚΡΑΤΟΣ, ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΕΣ

Αποτελεί ακραία πολιτική φαντασίωση της τουρκικής πλευράς ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά και η Κυπριακή Δημοκρατία θα δεχθούν, μέσω μιας συμφωνίας δυο κρατών, ρύθμιση βάσει της οποίας το ελληνοκυπριακό κράτος θα μοιράζεται με το τουρκοκυπριακό κράτος (με ή χωρίς την καταφυγή σε συνομοσπονδιακή λύση), τους υποθαλάσσιους φυσικούς πόρους στις νότιες θάλασσες της Κύπρου. Είναι σημαντικό να υπομνήσουμε ότι οι υποθαλάσσιοι πόροι βρίσκονται στην υφαλοκρηπίδα ενός κράτους, η οποία είναι θαλάσσια ζώνη που «εκτείνεται περάν της χωρικής θάλασσας του παράκτιου κράτους καθ’ όλην την έκταση της φυσικής προέκτασης του χερσαίου του εδάφους μέχρι ενός εξωτερικού ορίου» το οποίο, στη Μεσόγειο, λόγω της μικρής απόσταση μεταξύ των αντικειμένων ακτών που ανήκουν σε άλλο ή άλλα κράτη, συμφωνείται με το κράτος/κράτη που διαθέτει/διαθέτουν τις αντικείμενες ακτές[10]. Το παράκτιο κράτος έχει αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα επί αυτών των πόρων. Τα δικαιώματα είναι αποκλειστικά «υπό την έννοια ότι αν το παράκτιο κράτος δεν εξερευνά την υφαλοκρηπίδα του ή δεν εκμεταλλεύεται τους φυσικούς της πόρους, κανείς δεν μπορεί να αναλάβει αυτές τις δραστηριότητες χωρίς ρητή συναίνεση του παράκτιου κράτους». Είναι παράλογο να προσβλέπει η τουρκική πλευρά στη συνομολόγηση συμφωνίας για λύση δύο κρατών (εντός πλαισίου συνομοσπονδίας ή εκτός τέτοιου πλαισίου) και εξίσου παράλογο να πιστεύει ότι μπορεί να εξασφαλίσει φυσικούς πόρους από την υφαλοκρηπίδα γειτονικού κράτους!

ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ

Μπορεί επίσης η τουρκική θέση για δυο κράτη στην Κύπρο να υποκρύπτει την ιδέα για λύση συνομοσπονδίας η οποία ως γνωστό είναι ένωση κυριάρχων και ανεξαρτήτων κρατών η οποία γίνεται προς εξυπηρέτηση κοινών σκοπών (π.χ. κοινή άμυνα, ή για οικονομικούς λόγους κλπ), μέσω μεταξύ τους συμφωνίας η οποία διέπεται από το διεθνές δίκαιο. Τα μέρη της συνομοσπονδίας διατηρούν την κυριαρχία και την ανεξαρτησία τους. Μπορούν ασφαλώς να συμφωνήσουν να αντιπροσωπεύονται από κοινού στο εξωτερικό ή να διατηρήσουν την αυτονομία τους στον τομέα αυτό. Ως κυρίαρχα κράτη, τα μέρη της συνομοσπονδίας, έχουν το δικό τους έδαφος και φυσικά έχουν σύνορα μεταξύ τους, εφόσον έχουν μεταξύ τους εδαφική συνέχεια. Επίσης τα μέρη της συνομοσπονδίας έχουν κανονικά το δικαίωμα της απόσχισης από αυτήν. Μια συνομοσπονδία λαμβάνει το σχήμα και το περιεχόμενο που θα συμφωνήσουν τα μέρη της. Η συνομοσπονδιακή λύση θεωρείται η πλέον συμφέρουσα στην τουρκική πλευρά η οποία, φαίνεται να νομίζει, πως μέσω της θα εξασφαλίσει τον πλήρη έλεγχο επί του τουρκοκυπριακού κράτους και έμμεσο έλεγχο επί του ελληνοκυπριακού κράτους («αφέντες στον βορρά, συνέταιροι στον νότο»!), περιλαμβανομένου και ελέγχου επί των υποθαλασσίων πόρων ολόκληρης της Κύπρου (βλ. προηγ. παράγρ.). Πάνω απ’ όλα όμως νομίζει πως μέσω της συνομοσπονδίας, θα εξασφάλιζε ευκολότερα τον στρατηγικό έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου που είναι και ο μείζων μακροπρόθεσμος γεωστρατηγικός της στόχος.

Η τουρκική πλευρά μπορεί να πιστεύει επίσης ότι, μέσω μιας συνομοσπονδιακής διευθέτησης του Κυπριακού, το τουρκοκυπριακό κράτος μπορεί να γίνει, ως μέρος της Κυπριακής συνομοσπονδίας, δεκτό στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω της Κυπριακής Δημοκρατίας και μέσω της συμφωνίας για τη συνομοσπονδία. (Βλ. και σχετ. προηγούμενη παράγραφο.) Με αυτόν τον τρόπο η Τουρκία θα είχε στα χέρια της ένα δραστικό πολιτικό εργαλείο για να επηρεάζει, μέσω της κυπριακής συνομοσπονδίας-μέλους της Ε.Ε., τις πολιτικές και τις αποφάσεις της Ένωσης που θα την αφορούσαν.

ΠΡΟΣΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ

Μπορεί επίσης η τουρκική θέση για δυο κράτη στην Κύπρο να υποκρύπτει την πρόθεση ή απλώς την επιλογή για προσάρτηση του κατεχόμενου τμήματος στην Τουρκία. Προσάρτηση είναι επίσημη πράξη δια της οποίας ένα κράτος κηρύσσει την κυριαρχία του σε έδαφος το οποίο μέχρις εκείνην τη στιγμή βρισκόταν εκτός της εδαφικής επικράτειάς του. Η προσάρτηση πραγματώνεται στην πράξη και νομιμοποιείται μόνο από γενική διεθνή αναγνώριση. Χωρίς αυτήν την αναγνώριση, το προσαρτώμενο έδαφος θεωρείται από τη διεθνή κοινότητα συνήθως ότι βρίσκεται υπό την κατοχή του κράτους το οποίο προέβηκε στην προσάρτηση. Η πιο πρόσφατη πράξη προσάρτησης είναι εκείνη της Κριμαίας από τη Ρωσία, στις 18 Μαρτίου 2014, η οποία, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, συνεχίζει να αποτελεί έδαφος της Ουκρανίας το οποίο ετέθη και ευρίσκεται υπό την κατοχή της Ρωσίας.

Τον τελευταίο καιρό, με αφορμή την ανάδειξη του Ερσίν Τατάρ στην ηγεσία της λεγόμενης ΤΚ κοινότητας γίνεται λόγος και γι’ αυτήν την πιθανότητα. Έχει επίσης δημοσιευτεί πως, μετά το αποτυχόν πραξικόπημα στην Τουρκία, το 2016, ένα από τα σενάρια του καθεστώτος Ερντογάν για την Κύπρο ήταν και η προσάρτηση της κατεχόμενης Κύπρου στην Τουρκία.

Η προσάρτηση, ως πράξη επιβολής της κυριαρχίας μιας χώρας επί εδάφους (ή τμήματος εδάφους) μιας άλλης χώρας είναι διεθνώς παράνομη. Στην περίπτωση της Κύπρου είναι αντίθετη, όχι μόνο προς το γενικό Διεθνές Δίκαιο, τον Χάρτη των ΗΕ, τη Σύμβαση της Γενεύης του 1949, και τις Αρχές του Ελσίνκι, αλλά και προς τις Συνθήκες του 1960 για την Κύπρο, στις οποίες η Τουρκία είναι επίσης συμβαλλόμενο μέρος καθώς και προς υποχρεωτικά σχετικά με την Κύπρο ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ. Η προσάρτηση της κατεχόμενης Κύπρου στην Τουρκία θεωρείται, παρόλα αυτά, μια από τις επιλογές της Τουρκίας ενόψει του 2023.

Η προσάρτηση, αν επιλεγόταν ως «λύση» από την τουρκική πλευρά θα μπορούσε να την επιδιώξει με διαφορετικούς τρόπους. Ένας τρόπος που έχει αναφερθεί, είναι αυτός της Κριμαίας: Η προσάρτηση δηλαδή θα ακολουθήσει σειρά πράξεων της ψευδοκυβέρνησης και της ψευδοβουλής (ή ίσως ύστερα από ένα ελεγχόμενο «δημοψήφισμα» στα κατεχόμενα) με τις οποίες θα ζητείται η «ένταξη» του «τουρκοκυπριακού κράτους» στην Τουρκία. Θα ακολουθήσουν αντίστοιχες πράξεις των αρμοδίων θεσμών της Τουρκίας. Αυτό θα συνιστούσε ένωση του «τουρκοκυπριακού κράτους» με την Τουρκία. Θα μπορούσε ακόμη με παρόμοιο τρόπο να επιδιωχθεί το πιο εξωφρενικό σενάριο μιας «συνομοσπονδίας» μεταξύ της Τουρκίας και του «τουρκοκυπριακού κράτους».

Εκτιμώ ότι το σενάριο που προτιμά η Τουρκία είναι εκείνο μιας συμφωνίας για συνομοσπονδία. Αν δεν το επιτύχει, τότε ενισχύονται τα σενάρια για ανεξάρτητο κράτος στο κατεχόμενο τμήμα, παρά το ότι δεν επετεύχθη συμφωνία, ή της προσάρτησης των κατεχομένων στην Τουρκία. Η προσάρτηση δεν είναι η πιθανότερη· είναι όμως μια πιθανή, επιλογή. Είναι δε ελκυστική για την Τουρκία γιατί το νέο-οθωμανικό όραμα του Ερντογάν – για το οποίο, το 2023 είναι ορόσημο – διαλαμβάνει την ενσωμάτωση νέων εδαφών στην τουρκική επικράτεια, κατά προτίμηση με την ανάκτηση εδαφών που έχασε με τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923. Είναι γνωστό ότι η αναθεώρηση της Συνθήκης, τουλάχιστον στην πράξη, αποτελεί στόχο του τουρκικού καθεστώτος. Θυμίζουμε ότι ήταν με αυτήν τη Συνθήκη που η Τουρκία εγκατέλειπε κάθε δικαίωμά της επί της Κύπρου, αναγνωρίζοντας την προσάρτηση του νησιού στη Μεγάλη Βρετανία που είχε κηρυχθεί το 1914.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Σενάρια υπάρχουν πολλά ως προς το κατά πού θέλει να οδηγήσει τα πράγματα η τουρκική πλευρά μετά τη δημόσια εκδήλωση της πρόθεσής της να επιδιώξει λύση δύο κρατών στην Κύπρο. Το βέβαιο είναι ότι, στο παρόν στάδιο, αυτό που την ενδιαφέρει δεν είναι η δια συμφωνίας λύση του Κυπριακού. Αυτό θα συνέβαινε μόνο αν η πλευρά μας αποδεχόταν όλες τις ιταμές απαιτήσεις της, πράγμα που δεν πρόκειται να συμβεί. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι να επιβληθεί, έστω, με μονομερείς ενέργειές της στη θάλασσα, να ελέγχει στρατηγικά την Ανατολική Μεσόγειο και να διατηρήσει και ενισχύσει τα ερείσματά της στην περιοχή, ει δυνατόν και με προσκτήσεις νέων εδαφών. Γι’ αυτό, θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί τις ένοπλες δυνάμεις της προς προαγωγή των διεκδικήσεών της, μέσω και των σεισμικών ερευνών και γεωτρήσεων στη θάλασσα της Κύπρου και της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο, και θα συνεχίζει την επιθετική διπλωματική της δράση στην άμεση γειτονία της. Στο πλαίσιο αυτό, θα προτάσσει την πρόταση του Τούρκου Προέδρου για μια περιφερειακή διάσκεψη για την Ανατολική Μεσόγειο[11] στην οποία να λάβουν μέρος όλες οι χώρες της περιοχής που διαθέτουν ακτογραμμή στην Ανατολική Μεσόγειο, στις οποίες περιλαμβάνει και την αποσχιστική οντότητα των κατεχομένων. Γι’ αυτόν και άλλους λόγους, η πρόταση δεν είναι βιώσιμη. Η τουρκική πλευρά θα εμμείνει επίσης στην αποδοχή εκ μέρους μας της πρότασή της για διαμοιρασμό των υδρογονανθράκων «μεταξύ των δυο πλευρών» στην Κύπρο χωρίς να αναμένεται επίλυση του Κυπριακού. Η αποδοχή τέτοιας πρότασης, εκτός πλαισίου λύσης του Κυπριακού, θα ήταν εξαιρετικά επιζήμια για τα συμφέροντά μας.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τα φαινόμενα δείχνουν πως έχουμε εισέλθει σε μια φάση ενεργούς στασιμότητας· πολλή δράση, λίγη ή καμιά πρόοδος ή ακόμη και οπισθοδρόμηση, τόσο στο Κυπριακό όσο, και ίσως στο θέμα των υδρογονανθράκων. Εξαίρεση αποτελεί η προώθηση της περιφερειακής συνεργασίας μέσω, μεταξύ άλλων, των τριμερών σχημάτων, η οποία έχει πολύ καλές προοπτικές και μεγάλη στρατηγική σημασία. Προφανείς και πραγματικές αιτίες της κακοδαιμονίας στο Κυπριακό και τους υδρογονάνθρακες είναι η τουρκική απληστία κι ο αλαζονικός μαξιμαλισμός της γείτονος καθώς κι η αποξένωση των δυο κοινοτήτων. Όμως, στην πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχει στασιμότητα, δεν υπάρχει ακινησία· ούτε καν επί πανδημίας. Όλα αλλάζουν, πότε προς το χειρότερο, πότε προς το καλύτερο, μια για τον ένα, μια για τον άλλο· ποτέ δεν μένουν τα ίδια. Οφείλουμε να αισιοδοξούμε· δεν έχουμε άλλη επιλογή. Έχουμε άπειρες αναξιοποίητες δυνάμεις και δυνατότητες· έχουμε και ζωτική υποχρέωση να αγωνιζόμαστε για τα δίκαια και τα εθνικά συμφέροντά μας. Είναι ίσως εξαιρετικά δύσκολο, έως αδύνατο, να τερματιστεί η τουρκική κατοχή αν, οι Κύπριοι, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, δεν βρουν τρόπους να ενώσουν δυνάμεις απέναντι σ’ αυτήν, τώρα! Ας μην περιμένουν να τις ενώσουν μετά. Θα είναι πολύ αργά. Ας φαίνεται αντιφατικό με τα πιο άνω αλλά το ίδιο, τηρουμένων των αναλογιών, ισχύει για τις επίσημες ενδο-ελληνικές σχέσεις. Πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερα στις σχέσεις Ελλάδας και Κύπρου, κατεπειγόντως μάλιστα, για να δημιουργήσουμε από κοινού ένα αντίπαλο δέος απέναντι στην Τουρκία. (Επειδή, η Τουρκία, ενιαίο βλέπει τον Ελληνισμό κι ενιαίο τον αντιμετωπίζει.)

Η Κύπρος μπορεί, και πρέπει, να επιτύχει γρήγορη και δραστική αύξηση της ισχύος της, ιδιαιτέρως της διπλωματικής, χωρίς να περιφρονεί τη σημασία της στρατιωτικής, μέσα από συνδυασμό δράσεων, συνεργασιών και συμμαχιών· για να μπει επιτέλους σε μια υποσχόμενη πορεία προς ένα μέλλον με ελευθερία, ασφάλεια και αξιοπρέπεια.

Λευκωσία, 15 Νοεμβρίου, 2020

*Διετέλεσε Πρέσβυς και Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών

[1] Οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου έλαβαν τη γραπτή μορφή ενός μνημονίου το οποίο έφερε τον πολύ αισιόδοξο τίτλο: «Μνημόνιο καθορίζον τη συμφωνημένη βάση για την Τελική Διευθέτηση του Κυπριακού Προβλήματος» (Βλ. στο βιβλίο της Στέλλας Σουλιώτη, Fettered independence, Cyprus 1878-1964, 2006, vol. 2, σελ. 209 επ.,.)

[2] Επισημαίνεται ότι οι τρεις οριοθετήσεις που συμφώνησε η Κύπρος με γειτονικές της χώρες (δηλ. την Αίγυπτο, το Λίβανο και το Ισραήλ), έγιναν στη βάση της αρχής της Μέσης Γραμμής.

[3] Βλ. αναλυτικότερα στο άρθρο του γράφοντος στην περιοδική έκδοση «Τετράδια», Αθήνα, Χειμώνας 2017 – Άνοιξη 2018, «Σκέψεις για δύο πτυχές του Κυπριακού (Θάλασσα, Βρετανικές Βάσεις)»).

[4] Statement by the United Nations Spokesperson in Cyprus, 3rd November 2020, www.uncyprustalks.org

[5] Η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία (ΔΔΟ), ως λύση-στόχος των διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο της αποστολής καλών υπηρεσιών του Γενικού Γραμματέα, προβλέπεται στο ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ με αρ. 649 (1990) της 12ης Μαρτίου 1990. Έκτοτε ΔΔΟ απαναλήφθηκε πολλές φορές σε ψηφίσματα του ΣΑ ως βάση των διαπραγματεύσεων για λύση .

[6] Βλ. Άρθρο 2 παρ. 1 του Χάρτη των ΗΕ: The Organization is based on the principle of the sovereign equality of all its Members.

[7] Βλ. σημαντικότερα σχετ. ψηφίσματα, αρ. 353 παρ.1, της 20ης Ιουλίου 1974, αρ. 367 [1975], παρ.1, αρ. 541 [1983], παρ. 6, αρ. 550 [1984], παρ. 4, και αρ. 1251 [1999], προοιμ. παρ. 3 και παρ. 11, το οποίο επαναβεβαιώνεται μέχρι τις μέρες μας.

[8] Βλ. ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας Αρ. 541 [1983] και 550 [1984]) και επ.

[9] Βλ. CASE OF LOIZIDOU v. TURKEY, Application no. 15318/89, JUDGMENT

[10] Για τον ίδιο λόγο, στην Μεσόγειο τα όρια της υφαλοκρηπίδας συμπίπτουν κανονικά με τα όρια της ΑΟΖ όταν καθορίζονται κατόπιν συμφωνίας ή όταν καθορίζονται μονομερώς και στη συνέχεια γίνονται αποδεκτά από το κράτος ή κράτη με τις αντικείμενες ακτές.

[11] Αυτή η τουρκική πρόταση, εμφιλοχώρησε στα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 1ης Οκτωβρίου και απευθύνεται «προς όλα τα εμπλεκόμενα μέρη»· φράση που υπαινίσσεται την ανάγκη εξεύρεσης τρόπου συμμετοχής και του τουρκοκυπριακού κρατικοειδούς μορφώματος.

Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail