Άνεργος είμαι, όχι στιγματισμένος...

Του Στρατή Μαζίδη

Καλό παιδί ο Πέτρος. Φιλότιμος κι εργατικός. Ποτέ δεν προβλημάτισε τους γονείς του. Τα κατάφερνε στο σχολείο και όταν ήρθε η στιγμή για τις πανελλαδικές, μπόρεσε και πέτυχε στην Αθήνα.

Σαν ξεμπέρδεψε με τη θητεία του, το κυνήγησε και βρήκε μια δουλειά. Δεν ήταν το τέλειο αλλά έπρεπε από κάπου να ξεκινήσει. Άλλωστε πάντα επικρατούσε η άποψη πως οι εποχές είναι δύσκολες. Νέος ήταν και με όρεξη να πετύχει πολλά, αποφάσισε να βρει και μια δεύτερη εργασία ώστε να αυξήσει τις αποδοχές του. Το έκανε κι αυτό.

Τα χρόνια κυλούσαν. Ο Πετρός ζούσε άνετα. Το άξιζε όμως διότι δούλευε σκληρά την κάθε στιγμή της χαλάρωσής του. Γνώρισε και μια κοπέλα, τη Μαρία στο ενδιάμεσο. Ευχάριστη, εμφανίσιμη και ανεξάρτητη οικονομικά.

Και ξαφνικά άρχισε η κρίση. Ο Πέτρος βρέθηκε ξανοιγμένος. Είχε αγοράσει ακριβό αυτοκίνητο ενώ είχε πάρει κι ένα μεγάλο επισκευαστικό δάνειο με το οποίο σκόπευε να κάνει εργασίες στο σπίτι πάνω από το πατρικό του καθώς με την αρραβωνιαστικιά του πια πήγαινε για γάμο.

Το άγχος και το στρες έκαναν την εμφάνισή τους μέσα στο κλίμα της αβεβαιότητας. Ήταν και αυτά τα νούμερα που τους έκαναν στη δουλειά, οι γκρίνιες ότι έχουμε πολύ προσωπικό, αμοίβονται πολλά κτλ. Σε λίγους μήνες, η Μαρία απολύθηκε. Γιατί να πληρώνω μια κοντά 35αρα που πάει για γάμο αντί να βρω μια πιτσιρίκα με τα μισά;

Οι εντάσεις έγιναν μεγαλύτερες. Άσχημο πράγμα η ανεργία. Στο μεταξύ ο Πέτρος είχε χάσει την απογευματινή δουλειά καθώς το αφεντικό τα έκλεισε όλα και έφυγε για το νησί του. Θα έφτιαχνε κάτι εκεί. Ώσπου κάποια στιγμή, τον φώναξαν στην πρωινή δουλειά να πάει στη Διεύθυνση. Του ανακοίνωσαν ότι σταματά στις 31 του μηνός. Αυτό ήταν. 9 χρόνια, αγωνίες, υπερωρίες, καθήκον, όνειρα... Σαν να έκλεισε ένας διακόπτης και έπεσε το σκοτάδι.

Το ζευγάρι μετά από λίγο χώρισε δίχως καν να το πει. Η φθορά έτρεξε γρήγορα. Πού να πας και τι να κάνεις; Με το επίδομα του ΟΑΕΔ δε γίνεται ζωή, δεν υπάρχει μέλλον. Οι επισκευές σταμάτησαν στα μισά. Ο Πέτρος κράτησε όσο κεφάλαιο μπόρεσε από το δάνειο για να το επιστρέψει.

Σταμάτησε να βγαίνει έξω. Απομονώθηκε από τις παρέες. Και ντρεπόταν και χρήματα δεν είχε για διασκεδάσεις. Και το σεντ, απέκτησε αξία. Έπειτα όλοι ήξεραν την ιστορία του και τον κουβέντιαζαν. Τον ενοχλούσε. Αισθανόταν άσχημα.

Όπως ένα βράδυ που με τα χίλια ζόρια τον έπεισαν οι φίλοι του να πάει σε μια συγκέντρωση που είχαν σε ένα σπίτι. Μιλούσαν για τις δουλειές τους, το τι έκαναν, τι δεν έκαναν. Ακόμη δεν τους είχαν ακούμπησει αυτούς οι φλόγες της κρίσης. Τον κοιτούσαν λίγο περίεργα. Με ένα είδος οίκτου. Απέφευγαν ακόμη και να του απευθυνθούν. Φοβόντουσαν. Δεν ήξεραν τι να του πουν.

Με κάποιο πρόσχημα μπόρεσε κι έφυγε. Ήθελε να πάρει αέρα. Να ανασάνει. Να φύγει το βάρος από το στέρνο του. Περπάτησε έως το σπίτι κλωτσώντας νευρικά ότι έβρισκε μπροστά του και μονολογώντας «άνεργος είμαι, όχι στιγματισμένος». Οι γονείς του κοιμόντουσαν. Έπεσε κι αυτός να ξαπλώσει. Έκλεισε τα μάτια  κι άκουσε γέλια. Ήταν η Μαρία που συνήθιζε να τον περιμένει στο σπίτι του για να του κάνει έκπληξη μετά από εκείνα τα κουραστικά βράδια στη δουλειά. Ήταν το χαμόγελο που χάριζε ελπίδα και γεννούσε όνειρα...

Το πρωί θα ξημέρωνε και πάλι, ώστε να έρθει ξανά το γλυκό σκοτάδι της νύχτας που κρύβει τον πόνο, σκεπάζει τα προβλήματα και φέρνει το αντάμωμα με τη Μαρία και τη ζωή που προσπάθησε να αγγίξει...


* η παραπάνω ιστορία είναι εντελώς φανταστική. Ή μήπως όχι;


Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail